Αργά. Ληθαργικά. Σαν σαλιγκάρι που ξεφάντωσε το προηγούμενο βράδυ σε ρέιβ πάρτι- το ξακουστό “SNALIENS”- ακούγοντας ολονύκτια πριόνια και τώρα σέρνει το κουφάρι του απρόθυμα στη δουλειά.
Κι έπειτα γρήγορα, μανιασμένα. Σαν 18χρονος που τον παίρνει τηλέφωνο η κοπέλα του για να του πει ότι έμεινε μόνη στο σπίτι. Πριν καν ολοκληρώσει την πρότασή της, το κουδούνι της εξώπορτας χτυπά και ο νεαρός στέκεται εκεί όρθιος, με το συγκεκριμένο επίθετο να έχει εδώ διττή σημασία.
Τι παράξενο, αλήθεια: οι δείκτες του ρολογιού κινούνται τόσο αργά, μα την ίδια στιγμή ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα. Τελικά, ο Αϊνστάιν- ο μπαγάσας ήταν πολύ έξυπνος, σωστός Αϊνστάιν- είχε δίκιο: ο χρόνος είναι πράγματι σχετικός.
Αν όλως τυχαίως είστε ακραιφνής μπασκετικός και αναρωτιέστε μήπως ήμασταν εμείς σε κάποιο ρέιβ πάρτι χθες (μετά το οποίο, δυστυχώς, δε μας φώναξε καμιά κοπέλα στο σπίτι της) και τώρα λέμε ασυναρτησίες, δώστε μας 5 λεπτά να εξηγηθούμε.
(Πέντε λεπτά αργότερα…)
Στα 40 σου δε διάγεις την πρώτη σου νιότη. Αν είσαι επαγγελματίας αθλητής, δε, τότε μάλλον ξαπλώνεις στην στοργική αγκάλη της σύνταξης, αναπολώντας την εποχή της δόξας.
Για τον ΛεΜπρόν Τζέιμς, όμως, στα (σχεδόν) 40 του, είναι ακόμα πολύ νωρίς. Και, ταυτόχρονα, ο Χρόνος τον αδικεί.
Στα 60+ σου, αν είσαι ο Μάικλ Τζόρνταν κι έχεις υπάρξει ίσως ο καλύτερος όλων των εποχών, τότε ο Χρόνος, φορώντας τον θελκτικό χιτώνα της νοσταλγίας, σου φέρεται καλύτερα από ποτέ.
Ο ΛεΜπρόν είναι αναντίρρητα- αν, δηλαδή, μείνουν στην άκρη οι παρωπίδες- ο παίκτης εκείνος που έχει σηκώσει στις πλάτες του το πιο βάναυσο φορτίο της οικουμένης: από τα 15-16 του χρόνια ήταν πρωτοσέλιδο σε όλα τα μεγάλα περιοδικά της Αμερικής, τα τηλεοπτικά δίκτυα μετέδιδαν σε πανεθνικό επίπεδο του αγώνες του στο λύκειο (!), όλοι οι GM στο ΝΒΑ τον έβλεπαν και πάθαιναν Σάκη Ρουβά (η καρδιά τους χτυπούσε μόνο γι’ αυτόν) και σύσσωμη η μπασκετική κοινότητα περίμενε να γίνει στη χειρότερη των περιπτώσεων- προσέξτε: στη χειρότερη– ένας Hall of Famer.
Ο Τζεφ Μπένεντικτ στην χειρουργικής ακρίβειας βιογραφία του LBJ που κυκλοφόρησε προσφάτως από την MVPublications (που, ειρήσθω εν παρόδω, κάνει κ α τ α π λ η κ τ ι κ ή δουλειά στην έκδοση αθλητικών βιογραφιών, σε σημείο που μας ανάγκασε να βάλουμε κενό μετά από κάθε γράμμα της λέξης «καταπληκτική») περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το πώς ένα φτωχόπαιδο που δεν γνώρισε ποτέ πατέρα κατάφερε, όταν οι απαιτήσεις φάνταζαν βουνό, όχι απλά να μην πέσει ο ουρανός στο κεφάλι του, αλλά να τον τρυπήσει στο δρόμο για την αέναη δόξα.
Το να πει κανείς πως αυτό είναι το κορυφαίο βιβλίο που έχει γραφτεί για τον Τζέιμς δεν αποτελεί και καμιά ανακάλυψη που θα μπορούσε να εκθρονίσει τον τροχό ή τη φωτιά στην καρδιά των (πρωτόγονων) ανθρώπων. Είναι κάτι τόσο προφανές όσο το να ισχυριστείς πως η Μόνικα Μπελούτσι είναι γυναικάρα (με το -Μ κεφαλαίο).
Το αδύνατο παιδάκι από το Άκρον, λοιπόν, όχι απλά ξεπέρασε τις προσδοκίες, όχι απλά έγινε από υπήκοος Βασιλιάς, αλλά μπόρεσε ν’ αμφισβητήσει όσο κανείς άλλος την «αρραγή» πρωτιά του Τζόρνταν στο debate για τον GOAT.
Το ν’ αναλύσει κανείς τις αγωνιστικές αρετές του ΛεΜπρόν ή να μιλήσει για τα κατορθώματά του είναι μια τετριμμένη κίνηση που, προφανέστατα, δεν οδηγεί πουθενά. Το γεγονός πως οι αμετανόητοι φαν του MJ αντιδρούν με τέτοια ένθεη (λόγω του ότι ο Τζόρνταν είναι θεός) μανία όταν τίθεται το ερώτημα για το απόλυτο νούμερο 1, αρκεί.
Ο σούπερσταρ των Λέικερς, όμως, ηττάται και θα συνεχίσει να ηττάται στο εγγύς μέλλον για έναν πολύ απλό λόγο: ο Χρόνος κυλάει, όμως στην περίπτωσή του δεν έχει κυλήσει αρκετά. Είναι ακόμα ευσταλής, αρυτίδωτος, κι ας έχει ο ΛεΜπρόν, πια, περισσότερες άσπρες τρίχες στα μούσια του κι από τον Γκάνταλφ τον Λευκό.
Η πλειονότητα του κόσμου δεν εκτιμά όσο πρέπει τον Τζέιμς γιατί τον θεωρεί, τρόπον τινά, δεδομένο. Και είναι λογικό: ο τύπος αγωνίζεται στο ΝΒΑ περίπου από την εποχή που έγινε ο γάμος στην Κανά και δεν λέει να την κανά με τίποτα από το μπάσκετ.
Όταν περάσουν 2-3 σεζόν και πέσει η αυλαία, όταν, ακόμα καλύτερα, περάσει μια δεκαετία και θ’ αρχίσει να λείπει ακόμα και σ’ αυτούς που τώρα είναι οι μεγαλύτεροι πολέμιοί του, τότε τα πράγματα θα είναι τελείως διαφορετικά.
Στην περίπτωση του Μάικλ ο Χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Έχει «θεραπεύσει» τις όποιες ανθρώπινες αδυναμίες του και πλέον είναι ένας μύθος πορτοκαλί αποχρώσεων που δεν μπορείς να τον αγγίξεις, γιατί είναι περισσότερο μια ιδέα- και οι ιδέες, ιδίως οι αθάνατες, είναι άυλες μα ταυτόχρονα καμωμένες από μπετό.
Την μπασκετική ευτυχία, άλλωστε, δεν την βιώνουμε. Τη θυμόμαστε- πολλές φορές και λάθος.
Όποιος θέλει να φρεσκάρει τη μνήμη του για το τι ακριβώς συνέβη στην Ζωή του μύθου με το 23, μπορεί ν’ ανατρέξει στο εξέχον πόνημα του ανυπέρβλητου Ρόλαντ Λέιζενμπι, που- drum roll- επίσης κυκλοφορεί από την MVPublications, και η οποία έχει αργήσει πάρα πολύ να μας πάρει τηλέφωνο για να κανονίσουμε μια μακροχρόνια συνεργασία μ’ επαχθείς, για εκείνην, όρους.
Ναι, το ξέρουμε- προφανώς. Ο Κλιντ Ίστγουντ το έχει διατυπώσει καλύτερα από τον καθένα, όταν κλήθηκε να μιλήσει για τις απόψεις. Κι εμείς, διαχρονικά, πάντα σεβόμαστε την εκάστοτε κωλοτρυπίδα.
Όμως, πριν πάρετε θέση στο αιώνιο, κατά πώς φαίνεται, debate «Τζόρνταν ή ΛεΜπρόν;», κάντε το σωστά: βρείτε την αγαπημένη σας γωνιά στο σπίτι, φτιάξτε το ρόφημα που λατρεύετε, παρατήστε το κινητό σε ένα άλλο δωμάτιο για να μην μπείτε στον πειρασμό «Να δω 1-2 TikTok μωρέ» και μετά να σηκώσετε το κεφάλι και να διαπιστώσετε πως το παιδί σας έχει φτάσει στο 3ο έτος στο πανεπιστήμιο, πείτε στην κοπέλα/ το αγόρι/ τον-την σύντροφό σας πως θέλετε να μείνετε λίγο μόνοι για να σκεφτείτε και να μην σας ενοχλεί, και μετά διαβάστε το βιβλίο του Μπένεντικτ για τον ΛεΜπρόν.
Πιστέψτε μας, δε θα χάσετε τον χρόνο σας.
Είτε είστε στη μία πλευρά του διλήμματος είτε στην άλλη, τούτη την σπάνια φορά το ρολόι κινείται με μια ράθυμη βιασύνη.
Και οι δείκτες είναι φίλοι σας.