Mercy on Me: Το «δολοφονικό» graphic novel με πρωταγωνιστή τον Nick Cave

Μια σκοτεινή και αυτοσαρκαστική προσωπογραφία για έναν από τους μεγαλύτερους ροκ σταρ των καιρών μας...

«Να γίνω κάποιος, να γίνω κάτι

Να βγω απ’ το σκοτάδι στο φως.

Να γίνω ήρωας, επαναστάτης…

Ένας δημιουργός κόσμων.

Ένας ροκ σταρ.

Να κάνω μουσική που να πονάει.

Που να είναι επικίνδυνη.

Σαν όπλο γεμάτο σφαίρες».

Ο Nick Cave ήταν πάντα μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ροκ σταρ. Φλέρταρε με το πρωτόλειο punk αλλά δεν υπήρξε ποτέ τόσο χύμα και τόσο γοητευτικά πρωτόγονος όπως οι μεγάλες μορφές του punk, όπως οι Sex Pistols ή οι Stooges του Iggy Pop: μια κυριλέ αίσθηση ανάβλυζε πάντα από το στυλ του.

Υπήρξε αναμφισβήτητα τέκνο της χρυσής εποχής του Post Punk καθώς γιγάντωσε τη φήμη του χέρι-χέρι με τους Cure και τους Siouxsie and the Banshees, αλλά παρά την δεδομένη σκοτεινιά του ήχου του ποτέ δεν έγινε απόλυτα κομμάτι αυτής της ευρύτερης παρέας.

Αυτό ήταν και το μεγάλο απωθημένο του στα πρώτα του μουσικά βήματα. Ο Nick Cave έμοιαζε να μην ανήκει πουθενά. Η μουσική που έγραφε ή που ήθελε να γράψει ήταν μια κατηγορία μόνη της. Μια άγρια σπορά. Μια σκοτεινή, μοχθηρή, επικίνδυνη, κακή σπορά. Οι Bad Seeds, η μπάντα με την οποία μεγαλούργησε, εξέφραζαν ακριβώς όλη αυτή τη ψυχοσύνθεσή του.

Το graphic novel του Γερμανού δημιουργού κόμιξ Reinhard Kleist, «Nick Cave: Mercy on Me» (και το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε και σε ελληνική έκδοση) είναι θεωρητικά μια βιογραφία του. Θεωρητικά μόνο. Διότι στην πραγματικότητα είναι μια μυθοπλαστική ιστορία με πρωταγωνιστή τον «ζωγραφισμένο» χαρακτήρα του Nick Cave με στοιχεία από την αληθινή του ιστορία.

Πάνω από όλα το «Mercy on Me» είναι μια βουτιά σε αυτή τη σκοτεινή, μοναχική και ιδιότυπη ψυχοσύνθεση του Nick Cave.

Επικεντρωμένο κατά βάση στα πρώιμα χρόνια του, τότε που ξεκινούσε από την γενέτειρα του, Αυστραλία, με τους Birthday Party, την πρώτη του μπάντα, για να κατακτήσει τον (ροκ) κόσμο, τη συνειδητοποίησή του πως η μπάντα αυτή δεν του ταιριάζει, την απόφαση να φτιάξει τους Bad Seeds, τον «έρωτά» του με το Βερολίνο και τη γνωριμία του με τον Blixa, τον μετέπειτα κιθαρίστα και συνεργάτη του δηλαδή και frontman των θρυλικών Einsturzende Neubauten, η ιστορία του Kleist θέτει ως φόντο όλα τα παραπάνω για να δημιουργήσει μια ιστορία που, αν ήταν ταινία, εύκολα θα την σκηνοθετούσε ο Ντέιβιντ Λιντς.

Η πλοκή κινείται διαρκώς ανάμεσα στον αληθινό κόσμο και τη φανταστική κατάσταση που επικρατεί μέσα στο κεφάλι του Cave. Οι αγωνίες του, οι προβληματισμοί του και πάνω από όλα η μεγάλη του προσπάθεια να μείνει στην αιωνιότητα, αυτή η έντονη επιθυμία κάθε τολμηρού καλλιτέχνη να ζήσει για πάντα μέσα από τα έργα τέχνης του, καθορίζουν το πορτρέτο του Cave έτσι όπως στήνεται από τον Kleist.

«Καθετί όμορφο πρέπει να πεθάνει», θα πει μερικές φορές ο Cave. «Αν θες να κάνεις κάτι καινούριο πρέπει να σκοτώσεις», θα τονίσει κάποια στιγμή. «Αν σε είχα αφήσει να ζήσεις η ιστορία σου δεν θα είχε ολοκληρωθεί», θα απαντήσει σε έναν δολοφονημένο χαρακτήρα που υπάρχει μέσα στο κεφάλι του. Γι’ αυτόν, η διαλεκτική σχέση θανάτου και ζωής είναι που καθορίζει όσο τίποτα άλλο τόσο τον θάνατο όσο και τη ζωή.

Αυτή η δολοφονική, θανατερή ματιά που επικρατεί στον τρόπο που γράφει στίχους και κάνει μουσική παρουσιάζεται και ως η δημιουργική «βενζίνη» του καθώς καλείται να «γεννήσει» τραγούδια. Και -τι ειρωνεία- αυτός που αντιλήφθηκε την τέχνη του ως το όχημα προς την αθανασία (άλλωστε όταν σε θυμούνται, σε ξέρουν, σε τραγουδάνε, τότε δεν έχεις πέθανε) ήταν και ο ίδιος που «δολοφόνησε» τόσους και τόσους φανταστικούς χαρακτήρες, που ο ίδιος δημιούργησε, μιας και μόνο έτσι θα μπορούσε να έχει νόημα (στη δική του λογική) η ομορφιά τους.

Τα σουρεάλ στοιχεία του «Mercy on Me», με τον Νick Cave να συνομιλεί στο μυαλό του με τα δημιουργήματα της φαντασίας του, κάνουν τούτη την προσωπογραφία να απομακρύνεται αποφασιστικά από την αγιογραφικού τύπου αφήγηση και να φλερτάρει με τον αυτοσαρκασμό. «Αν εμφανιστούν όλοι αυτοί που έχω στο μυαλό μου, θα γίνει εδώ πραγματικό καμίνι», λέει ο Cave σε κάποια φάση και είναι σαν να τρολάρει τον εαυτό του: το ροκ είναι πολύ σοβαρό πράγμα αλλά η σοβαροφάνεια το βλάπτει σοβαρά και αυτό το graphic novel το γνωρίζει πολύ καλά.

Αν γουστάρεις Nick Cave μην τολμήσεις να MHN διαβάσεις το «Mercy on Me». Απλά βάλε μια λίστα με τα τραγούδια του, άνοιξέ το και παρά τις κάτι παραπάνω από 300 σελίδες του δεν θα καταλάβεις για πότε το ολοκλήρωσες…