4 γκολ στην Μπαρτσελόνα, τα 3 σε μισή ώρα: Το 10άρι που αφήσαμε να φύγει απ' την Ελλάδα, έβγαλε μάτια στην Ισπανία

Πρωταγωνιστής, αλλά και «τραγικός ήρωας» σε ένα από τα πιο ιστορικά παιχνίδια του ισπανικού ποδοσφαίρου

Αν ζητήσεις από έναν ηλικιωμένο Ισπανό φίλαθλο να ιεραρχήσει τα bullets της μυθολογίας του ισπανικού ποδοσφαίρου σε συλλογικό επίπεδο, είναι βέβαιο ότι θα… πελαγώσει.

Και τι δεν έχουν δει τα μάτια του. Πούσκας, Ντι Στέφανο, Κρόιφ, Μαραντόνα, Ραούλ, Μέσι, δύο… διαφορετικούς Ρονάλντο, Ρομάριο, Ζιντάν, Ριβάλντο, Ροναλντίνιο, Τσάβι, Ινιέστα, Μόντριτς, Νεϊμάρ σου δίνουν την αίσθηση ότι ελάχιστοι από τους κορυφαίους του είδους δεν έπαιξαν μπάλα στο διαχρονικά πιο glamorous – βάσει ονομάτων – πρωτάθλημα του κόσμου.

Η λίστα είναι ατελείωτη. Μαζί και οι βραδιές υπερβάσεων, οι «ηρωισμοί» ατομικής ή ομαδικής προέλευσης, η αλλαγή πρωταθλητή την ύστατη ώρα, οι «άρρωστες» εμπνεύσεις πρωταγωνιστών που νίκησαν το χρόνο.

Σε περίοπτη θέση ενός τέτοιου μυθολογικού άλμπουμ, θα συναντούσες παρέα με «ιερά τέρατα» – πιο πάνω ακόμα και κάποια από αυτά – έναν παίκτη που έφυγε λόγω σνομπαρίσματος από την Παρτιζάν Βελιγραδίου για να παίξει επί μία τριετία σε μια μικρομεσαία ελληνική ομάδα, ακολουθώντας την ακόμα και στη Β’ κατηγορία.

Ήταν 12 Μαρτίου του 1997 όταν ο Μίλινκο Πάντιτς έγραψε την προσωπική εποποιΐα του στο «Καμπ Νόου», πετυχαίνοντας 4 γκολ με τη φανέλα της Ατλέτικο κόντρα στην Μπαρτσελόνα. Ελάχιστα κατορθώματα «μιας βραδιάς» μπορούν να συγκριθούν με αυτό ενός ανθρώπου που ανακαθόρισε την έννοια «overachiever». Του παίκτη που στα 26 του έπαιζε αντίπαλος με τον Χαραυγιακό, την Αναγέννηση Γιαννιτσών, τον Εορδαϊκό και τη Δόξα Βύρωνα και στα 29 του οδηγούσε, σαν σε παραμύθι, τους «ροχιμπλάνκος» στην κατάκτηση του τίτλου ύστερα από 19 χρόνια.

Ο Πάντιτς κατηφόρισε στην Αθήνα από το Βελιγράδι το 1991, αποδεχόμενος την πρόσκληση του τότε προπονητή του Πανιωνίου Μότσα Βούκοτιτς, που 8 χρόνια νωρίτερα τον είχε πάρει στην Παρτιζάν. Χολωμένος από τον ελάχιστο χρόνο συμμετοχής του στην Παρτιζάν (!), ο τότε 25χρονος μέσος είδε ως διέξοδο το ελληνικό πρωτάθλημα και το μαγικό δεξί πόδι του έγινε για μια τετραετία το καμάρι της Πλατείας. Η αγάπη των Νεοσμυρνιωτών μετατράπηκε σε λατρεία όταν πήρε την απόφαση να μείνει στην ομάδα, παρά τον υποβιβασμό του Πανιωνίου, στην πρώτη σεζόν του στην Ελλάδα. Ο «Ιστορικός» επέστρεψε άμεσα στη μεγάλη κατηγορία και την επόμενη τριετία ο Πάντιτς ξεδίπλωσε όλο το ρεπερτόριο του σε εκτέλεση και δημιουργία, φτιάχνοντας ένα «τόμο» με highlights στα ελληνικά γήπεδα.

Ακόμα κι έτσι ο αείμνηστος (για πολλούς λόγους) ιδιοκτήτης της Ατλέτικο Χεσούς Χιλ «ξίνισε» όταν ο Ράντομιρ Άντιτς του υπέδειξε τον Πάντιτς ως τον εκλεκτό του για τον ηγετικό ρόλο στη μεσαία γραμμή, το καλοκαίρι του ’95. Με το… δίκιο του, ήταν δύσκολο να αντιληφθεί ότι θα έπαιρνε 29χρονο παίκτη από τον Πανιώνιο για να κοντράρει Ρεάλ και Μπαρτσελόνα και σύμφωνα με τον αστικό μύθο ο Σέρβος τεχνικός – που είχε άλλοτε παίκτη του τον Πάντιτς ως assistant coach στην Παρτιζάν – χρειάστηκε ένα «τρικ για να τον πείσει. Είπε στον ιδιόρρυθμο πρόεδρο ότι θα καλύψει ο ίδιος μέρος του ποσού από τις 75 εκατ. πεσέτες (περίπου 500.000 σημερινά ευρώ), που απαιτήθηκαν για τη μεταγραφή.

Τρία χρόνια αργότερα η διοίκηση της Ατλέτικο έστηνε ακόμα και άγαλμα έξω από το «Βιθέντε Καλδερόν», προς τιμήν του παίκτη που ακόμα και σήμερα έχει το status ενός «Θεόσταλτου δώρου».

Στην πρώτη κιόλας σεζόν του ο Πάντιτς ηγήθηκε αξέχαστα στην κατάκτηση του νταμπλ (1995/96), ολοκληρώνοντας τη σεζόν με 10 γκολ και 11 ασίστ. Έβαλε άλλα έξι γκολ στο κύπελλο, ένα εκ των οποίων το ιστορικό στον τελικό με την Μπαρτσελόνα που κρίθηκε με 1-0 στην παράταση.

Παραμένει έως και σήμερα ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά του ελληνικού πρωταθλήματος γιατί οι «μεγάλοι» του δεν ασχολήθηκαν ζεστά με την περίπτωση του Πάντιτς. Ο οποίος εν μια νυκτί έγινε… καπετάνιος υπερωκεάνιου, κάνοντας στο top επίπεδο ό,τι ακριβώς έκανε και στο ελληνικό πρωτάθλημα!

Οι χάι-λάιτ βραδιές του πολλές. Στο Τσάμπιονς Λιγκ τη σεζόν 1996/97 έβαλε 5 γκολ σε 8 ματς (κανείς παίκτης της Ατλέτικο δεν είχε σκοράρει τόσα σε μια σεζόν στην κορυφαία συλλογική διοργάνωση, έως ότου σπάσει το ρεκόρ του ο Ντιέγο Κόστα τη σεζόν 2013/14), αλλά βέβαια αυτή που ξεχωρίζει, αυτή που θα περιβάλλεται εσαεί από την άχλη του μύθου, είναι το «καρέ» τερμάτων στο «Καμπ Νόου».

Το παιχνίδι είναι μέσω αφηγήσεων καθ’ όλα οικείο ακόμα και σε έναν Ισπανό μπόμπιρα που πρωτοκλωτσάει μπάλα, καθώς τίποτα… φυσιολογικό δεν συνέβη εκείνο το βράδυ. Ήταν η ρεβάνς του 2-2 της Μαδρίτης στο πλαίσιο των προημιτελικών και η Ατλέτικο, αν και κάτοχος του τίτλου, ταξίδεψε ως outsider στη Βαρκελώνη, στερούμενη τους τιμωρημένους Σιμεόνε και Εσνάιντερ.

Ο Πάντιτς έπιασε όμως δουλειά από νωρίς και μαζί «πελάτη» τον Βίτορ Μπαΐα. Το καταλανικό κοινό δεν πίστευε στα μάτια του: 0-3 στο 31’ με τρία γκολ του Σέρβου! Ο πάγκος της Μπαρτσελόνα «βράζει» και ο Μπόμπι Ρόμπσον αναγκάζεται πριν το 40’ να κάνει διπλή αλλαγή. Ο Στόιτσκοφ είχε λίγο πριν σηκώσει τον Αργεντινό φορ Αντόνιο Πίτσι για να ξεκινήσουν μαζί ζέσταμα, χωρίς να πάρει εντολή. Οι φίλαθλοι αποθεώνουν φωνάζοντας ρυθμικά το όνομα του Βούλγαρου, που σύμφωνα με έναν άλλο αστικό μύθο εμπνεύστηκε αυτό το κάτι σαν… 3-1-6 που έπαιξε στον υπόλοιπο αγώνα η Μπάρτσα. Με τρεις αμυντικούς, τον Γκουαρδιόλα στο κέντρο και έξι επιθιτικογενείς: τους Φίγκο, Ρονάλντο, Ντε Λα Πένια, Λουίς Ενρίκε, Στόιτσκοφ και Πίτσι.

Οι «μπλαουγκράνα», που ήθελαν πια τέσσερα γκολ, δεν καταφέρνουν να μειώσουν πριν το ημίχρονο, ο Ρονάλντο όμως σκοράρει δις στο πρώτο 5λεπτο του δευτέρου. Το «Καμπ Νόου» σείεται, ο Πάντιτς όμως το «παγώνει» εκ νέου στο 51’, εκμεταλλευόμενος λάθος του Βίτορ Μπαΐα. Το σκορ είναι Μπαρτσελόνα – Πάντιτς 2-4, τελικά όμως το «10 το καλό» των Μαδριλένων θα γίνει ο πιο διάσημος χαμένος στην ιστορία του Κόπα ντελ Ρέι.

Τα τρομερό σουτ του Φίγκο στο 67’, το τρίτο γκολ του Ρονάλντο στο 72’ και αυτό του Πίτσι στο 82’ αφήνουν «ξερή» την Ατλέτικο, διαμορφώνοντας αυτό το επικό 5-4, που έχει… μεγαλώσει γενιές και γενιές φιλάθλων στην Ισπανία. Ο «Σόλε» σωριάζεται στο χόρτο, όπως 5 χρόνια νωρίτερα ο Μπάνε στο παρκέ της Ναντ, ενσαρκώνοντας τον πιο διακριτό ρόλο «τραγικού ήρωα» από καταβολής ισπανικού ποδοσφαίρου: τέσσερα γκολ σε ένα από τα πιο ιστορικά γήπεδα του κόσμου – εκεί που, ποτέ, κανείς αντίπαλος της Μπάρτσα δεν έχει βάλει – αλλά ψυχολογικά ράκος…

Ο ισπανικός Τύπος ασχολήθηκε για πολλές εβδομάδες με το ματς, το οποίο θεωρείται ένα από τα κορυφαία που έχουν παιχτεί ποτέ στα ισπανικά γήπεδα. «Ντελίριο! Θρυλικό, αποθεωτικό, ιστορικό, τεράστιο, επικό, εκπληκτικό, εντυπωσιακό, φανταστικό, βίαιο, ηρωικό», θα τιτλοφορήσει η El Mundo Deportivo την επομένη. Το ίδιο βράδυ, η κρατική «La2» που μετέδιδε τον αγώνα, έπειτα από δεκάδες χιλιάδες τηλεφωνήματα τηλεθεατών, έδειξε το ματς σε επανάληψη, μόλις μισή ώρα μετά τη λήξη του, κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί ποτέ άλλοτε στα χρονικά της ισπανικής τηλεόρασης, ούτε καν με τις μεγάλες επιτυχίες της Εθνικής Ισπανίας στα δύο διαδοχικά Euro (2008’, ’12) και στο ενδιάμεσο Μουντιάλ.

«Θα μπορούσε να είναι το τέλειο παιχνίδι για μένα. Τα αποδυτήρια μετά το τέλος του αγώνα θύμιζαν νεκροταφείο. Κανείς, κυριολεκτικά κανείς μας, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχαμε αποκλειστεί. Ο κόσμος… ντρεπόταν να μου δώσει συγχαρητήρια, ένιωθαν άβολα απέναντί μου», θα δηλώσει χρόνια αργότερα ο Πάντιτς στον Έλληνα δημοσιογράφο Θανάση Κρεκούκια.

Βεβαίως, το ασύλληπτο κατόρθωμα δεν πήγε στράφι. Ο γλύπτης που ανέλαβε να φιλοτεχνήσει το άγαλμα του Μίλινκο Πάντιτς ήξερε ότι έπρεπε να επιστρατεύσει όλη τη δεξιότητα του για χάρη αυτού που, μεταξύ άλλων, έβαλε τέσσερα γκολ στην έδρα ομάδας που είχε στη σύνθεση της δύο εστεμμένους και έναν εν δυνάμει κατόχους της Χρυσής Μπάλας.

Για χάρη δηλαδή αυτού που δίδαξε ότι και η ήττα μπορεί να είναι… επική.