Αίμα. Ανάθεμα την τύχη μου, αίμα! Έπειτα- πάνω που κάνω μια απέλπιδα προσπάθεια να τρίψω την πληγή μπας και ανακουφίσω τον πόνο- τα πάντα γύρω μου γίνονται ένα ολοφώτεινο μαύρο και βυθίζομαι σ’ έναν πυρετώδη ύπνο, από εκείνους που όταν ξυπνάς σε κάνουν να βάζεις σε τιμωρία τα βλέφαρά σου που σε πρόδωσαν (ενδεχομένως αναγκάζοντάς τα να είναι ανοιχτά σε δύο σερί ματς της Superleague το προσεχές ΣΚ).
Ενόσω το έρεβος γίνεται δεύτερο δέρμα μου, ένα «κακοτράχαλο» όνειρο ανασύρεται στον ζαλισμένο νου: αμέσως μετά την αδιανόητη ραψωδία του Ντόντσιτς στο παιχνίδι με τους Γάλλους (όταν και με 47 πόντους ξεπέρασε τους 46 του Νίκου Γκάλη σε Ευρωμπάσκετ και πήγε στη 2η θέση όλων των εποχών, πίσω από τους απλησίαστους 63 του Έντι Τεράς, που, όμως, μπήκαν σε αγώνα κατάταξης κόντρα στην αδύναμη Αλβανία), ξεκίνησε ένα φρενήρες αλληλοταγκάρισμα στα social media με ορισμένους Σλοβένους φίλους, κατά το οποίο εκείνοι εξέθεταν την άποψή τους για το ότι ο Λούκα έκανε την καλύτερη εμφάνιση ever σε τελική φάση Eurobasket κι εγώ, από την άλλη, πάλευα να τους εξηγήσω σε ήρεμο τόνο πως η μητέρα τους είναι ιερόδουλη και ότι σ’ αυτούς αρέσει να επιδίδονται σε ακραίες ερωτικές πράξεις με κατσίκες.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να βγαίνω για Τσιγγάρα (δεν καπνίζω, εννοώ ότι είχα ραντεβού για καφέ με τον πρώην παίκτη του ΠΑΟΚ), να με πλησιάζει ένα βαν, να βγαίνουν δύο παιδιά από μέσα που η μητέρα φύση δεν τους φέρθηκε καλά και γεννήθηκαν χωρίς σβέρκο, να λέει ο ένας στον άλλον κάτι σαν «Μπόζιτς – Αλεκσάντερ» κι έπειτα…
Κι έπειτα αίμα. Και να ’μαστε τώρα, λοιπόν, σ’ ένα εξαιρετικά κακοφωτισμένο παράπηγμα, εγώ καθισμένος σε μια καρέκλα με τα πόδια ανοιχτά και μπροστά μου μια μπαταρία αυτοκινήτου μ’ ένα καλώδιο συνδεδεμένο στους πόλους της. Παρακολουθώ πού βρίσκεται το άλλο ζεύγος καλωδίων και παγώνω: κρέμονται από τους όρχεις μου και ο Αλεκσάντερ φαίνεται έτοιμος να γυρίσει τον διακόπτη στο ON.
-«Στα… στα… στ’ @ρχίδι@ μου ρε;;;», λέω ξεψυχισμένα, αλλά ο Μπόζιτς- που κάθεται λίγο πιο πέρα- το εκλαμβάνει σαν κατάφαση, κάτι που δεν είναι και η πιο έξυπνη τακτική όταν βρίσκεσαι σε τόσο μειονεκτική θέση (Δείτε και μόνοι σας πώς ακούγεται: «Στ’ @ρχίδ@ μου ρε!»).
-«Έγραψες κάτι για τον Λούκα στο twitter…», ξεκινάει ο Αλεκσάντερ και ανεβάζει την ένταση στο 5, κάνοντας με να ουρλιάξω σαν αρχέγονος βροντόσαυρος που είδε τον κομήτη να έρχεται κατά πάνω του εξαλείφοντας το είδος του από την γη. «Κάτι μου λέει ότι δεν τον πολυσυμπαθείς…».
-«Όπα-όπα ’Κσάντερ, παρανόησες», τον διακόπτω με φωνή που θυμίζει 13χρονο κοριτσάκι που έχει κατεβάσει δύο μπαλόνια με ήλιον. «Τον λατρεύω τον Λούκα. Θεωρώ ότι είναι το πληρέστερο επιθετικό πακέτο στο σύγχρονο μπάσκετ μαζί με τον Κέβιν Ντουράντ. Τα πράγματα που μπορεί να κάνει στην επίθεση (και) λόγω του μεγέθους του αλλά και του γεγονότος πως το μπασκετικό του IQ είναι πενταψήφιο, δεν τα έχουμε δει ενδεχομένως και ποτέ εντός των τεσσάρων γραμμών.
Ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει πως μιλάμε για ένα παιδί- γιατί τέτοιο είναι, μόλις στα 23 του- που τα… σέρνει, όπως θα τα σέρνω κι εγώ σε λίγο αν συνεχίσεις να έχεις τον διακόπτη γυρισμένο στο ΟΝ.
Η άγνοια κινδύνου που επιδεικνύει είναι πρωτοφανής και είναι τόσο clutch που ακόμα και ο συγκεκριμένος όρος μοιάζει με υποτιμητικό σχόλιο όταν αναφερόμαστε στο αγωνιστικό του μεγαλείο.
Είναι αδιαμφισβήτητο πως στο τέλος της καριέρας του θα μιλάμε για τον καλύτερο Ευρωπαίο παίκτη όλων των εποχών, μετά τον Γιάννη Αντετοκούνμπο-εεεε, θα είναι ισοπαλία ήθελα να πω. ΙΣΟΠΑΛΙΑ, εντάξει;»
-«Τότε», μπαίνει στην κουβέντα ο Μπόζιτς, «γιατί άρχισες να λες ότι δεν παίζει ρόλο πως έσπασε το ρεκόρ των 46 πόντων του Γκάλη και κάτι άλλα, ακαταλαβίστικα, για ένα παιχνίδι του Νικ σε Ευρωμπάσκετ που κανείς άλλος δεν έχει πλησιάσει σε απόδοση;».
Είχε φτάσει η στιγμή να παίξω καλά το χαρτί μου, καθώς πλησίαζα επικίνδυνα στο να γίνω ευνούχος. Έτσι, κατέφυγα σε μια σειρά από αρραγή επιχειρήματα:
-«Κατ’ αρχάς», ξεκίνησα, «ο Γκάλης είναι Έλληνας οπότε είναι κάτι παραπάνω από λογικό το γαλανόλευκο 40-42-44-45 και ούτω καθεξής να είναι μεγαλύτερο από το δικό σας, ή και των άλλων, 47, 60 ή 236 αντίστοιχα.
Κατά δεύτερον, λέγεται “παρελθοντολαγνεία” και το ξεθωριασμένο κίτρινο του τότε φαίνεται απείρως πιο λαμπερό από τα φώτα νέον του σήμερα. Ξέρεις, ακόμα και οι κόκορες στην εποχή μου λαλούσαν καλύτερα από τους τωρινούς- έτσι δεν λένε όλοι;
Κατά τρίτον, αν μπορείς, λύσε μου μόνο τα χέρια κι άφησέ με να σου δείξω.»
Μετά από ένα βλέμμα μεταξύ τους κι αφού οι δύο συμπατριώτες του Ντόντσιτς κατάλαβαν πως δε θα μπορούσα ποτέ ν’ αποτελέσω σοβαρή απειλή για την σωματική τους ακεραιότητα, με έλυσαν.
Έβγαλα από την τσέπη μου μία VHS, την οποία πάντα κουβαλάω μαζί μου όταν είναι να μπλέξω σε φανταστικές ιστορίες που στερούνται στοιχειώδους αληθοφάνειας.
Πήγα στο βίντεο που όλως τυχαίως είχαν μαζί τους οι βασανιστές μου εν έτει 2022 στον χώρο της καλύβας και έσπρωξα την κασέτα στην υποδοχή. Λίγες στιγμές αργότερα, χιόνια εμφανίστηκαν στην πανάρχαια οθόνη, η οποία ήταν ξεκάθαρα πανάρχαια για να προσδώσει έναν ακόμα πιο ρετρό τόνο στην αφήγησή μας.
Μετά τα «χιόνια», ωστόσο, ακολούθησε μπασκετική ηλιοφάνεια. Και οι τρίχες στα χέρια μου είχαν κάνει ξανά τη δική τους επανάσταση, σαν να ήθελαν να σηκωθούν όρθιες για να έχουν καλύτερη ορατότητα προς την οθόνη.
Το ήξεραν και αυτές, όπως κι εγώ: θα γινόμασταν για χιλιοστή φορά μάρτυρες ενός θαύματος.
«Παιδιά», είπα ελαφρώς βραχνιασμένος, «επιτρέψτε μου μια μικρή εισαγωγή και δε θα σας κουράσω άλλο.
Ευρωμπάσκετ 1989, στο Ζάγκρεμπ. Εμείς, μετά το θαύμα των θαυμάτων του ’87, πηγαίνουμε στο στόμα του λύκου (ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζαν οι αντίπαλοί μας), καθώς η Γιουγκοσλαβία κατεβάζει Ντράζεν, Ράτζα, Βράνκοβιτς, Ντίβατς, Κούκοτς και λοιπούς υπερπαίκτες, η δε Σοβιετική Ένωση- που την κερδίσαμε στον τελικό της Αθήνας- είναι η κάτοχος του χρυσού Ολυμπιακού μεταλλίου και έχει στις τάξεις της και το θαύμα της φύσης, τον Άρβιντας Σαμπόνις που δεν είχε αγωνιστεί στο προηγούμενο πανευρωπαϊκό.
Το τουρνουά είναι μόλις 6 ημερών μιας και συμμετέχουν 8 ομάδες (η FIBA ήθελε τις 8 κορυφαίες και όχι 16, όπως γινόταν μέχρι τότε, για να είναι πιο ανταγωνιστικά τα παιχνίδια).
Άπαντες περιμένουν τον τεράστιο τελικό Γιουγκοσλαβίας-ΕΣΣΔ, προκειμένου οι δύο μεγαλύτερες (τότε) ευρωπαϊκές σχολές του μπάσκετ να λύσουν τις διαφορές τους.
Λογάριαζαν, όμως, χωρίς τους πρωταθλητές Ευρώπης: αν και η ομάδα μας παλεύει να ξεπεράσει το σοκ της μη συμμετοχής του Τζον Κόρφα- κατόπιν ενστάσεως των Γάλλων που παίζαμε στον ίδιο όμιλο, που υποστήριζαν πως ο παίκτης δε γεννήθηκε στην Ελλάδα-, κάνει τις απαραίτητες νίκες απέναντι στους Τρικολόρ («ένσταση, ε; Να!», για να μείνουμε σε πλαίσιο ευγενούς άμιλλας) και τους Βούλγαρους χάρη σε 43 πόντους του Γκάλη και πάει στον ημιτελικό σαν πρόβατο επί αγωνιστική σφαγή.
Ο Σαμπόνις και οι Σοβιετικοί κάνουν λόγο για εκδίκηση για τον χαμένο τελικό του 1987, ο «πατριάρχης» Γκομέλσκι λέει και ξαναλέει πως οι Έλληνες κέρδισαν πριν δύο χρόνια μόνο και μόνο λόγω έδρας και στο παρκέ αναμένεται να συνθλιβεί ο γαλανόλευκος Δαυίδ κάτω από τα sneakers του κόκκινου Γολιάθ. Μόνο που…
Μόνο που, ξέρετε, εμείς είχαμε πράγματι τον Δαυίδ στην σύνθεσή μας. Φορούσε το νο4 στην πλάτη, ήταν μόλις 1.83 και από την αρχή του παιχνιδιού δείχνει τον δρόμο για το πώς υποτάσσεις έναν γίγαντα: καλάθι με διπλό σπάσιμο της μέσης στον αέρα, με λέι-απ στον αιφνιδιασμό, με ψηλοκρεμαστό σουτ πάνω από τα θηριώδη χέρια του Άρβιντας, με κρίσιμο τρίποντο, με 1 εναντίον 5 και τον Μαρτσουλιόνις να ψάχνει σακούλες εμετού, με…με… με. ΜΕ.
Όταν τα φώτα έσβησαν λίγα δευτερόλεπτα μετά την εκκωφαντική τριποντάρα του Χριστοδούλου που διαμόρφωσε το τελικό 81-80 και όταν οι παλμοί μας έπεσαν στους 1800 και μπορούσαμε να σκεφτούμε πιο ήρεμα, είδαμε την στατιστική.
Δίπλα στον Νικ έλεγε 45 πόντους, από τους 81 της ομάδας μας. Πριν δύο καλοκαίρια, απέναντι ξανά στο μεγαθήριο της ΕΣΣΔ, είχε βάλει 40 στον τελικό.
Γι’ αυτό, συγχωρείστε με αν φάνηκα αγενής. Ο Λούκα είναι αδιανόητος παίκτης, όμως άλλο 47 σε ματς ομίλων, άλλο 45 σε ημιτελικό ή 40 σε τελικό. Ξέρω ότι τόσο ο Ντόντσιτς όσο και ο Γιάννης, ενδεχομένως σε ένα από τα επόμενα παιχνίδια να κάνουν σμπαράλια το κοντέρ.
Απλά να, ο Γκάλης δεν ήταν δύο μέτρα ή… δυόμισι, αλλά ένας κοινός θνητός που μας έκανε να ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά. Δείτε και μόνοι σας και πείτε μου αν υπάρχει άλλος τέτοιος παίκτης που να βάζει έτσι την μπάλα στο καλάθι και ν’ αναγκάζει τον ανυπέρβλητο Σαμπόνις να λέει “Αν ο Νικ θέλει να βάλει καλάθι θα το βάλει, όποιος κι αν είναι ο αντίπαλος”», τελείωσα τον μακροσκελή μου μονόλογο και πάτησα το play.
Μετά από 75 περίπου λεπτά, ο Αλεκσάνταρ και ο Μπόζιτς σηκώθηκαν από τις καρέκλες και με πλησίασαν. Ενστικτωδώς μαζεύτηκα, νόμιζα ότι θα μου πρήξουν (κυριολεκτικά) και πάλι τ’ @ρχίδι@.
Αντ’ αυτού, μειδίασαν και με χτύπησαν στην πλάτη.
-«Μια μέρα ο Λούκα θα ξεπεράσει τον Γκάλη», είπε ο ένας κι έπειτα μου γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν, αφήνοντάς με στην ησυχία μου.
Χαμογέλασα ικανοποιημένος.
Είχαν πει «θα».