«Και οι κόκορες της εποχής μου λαλούσαν γλυκύτερα.»
Νοσταλγία. Παρελθοντολαγνεία. Ένας αέναος, ολοένα αυξανόμενος όμως, έρωτας για το «μια φορά κι ένα κάποτε».
Την ίδια στιγμή το παρόν- το αξιοζήλευτο, σε πολλές περιπτώσεις, παρόν- υποβαθμίζεται σε βαθμό κακουργήματος, καθώς τα χρώματά του παραείναι έντονα και τυφλώνουν το (απαίδευτο) μάτι. Πώς να τα βάλεις με την σέπια, που κάθε της κόκκος ψιθυρίζει γλυκόλογα στο αυτί και ζεσταίνει την καρδιά;
Ο χώρος στον οποίο γνωρίζει, ενδεχομένως, τις πιο λαμπρές του στιγμές το παρελθόν είναι ο αθλητισμός: το να τολμήσεις να πεις κάτι μη αποθεωτικό για κάποιο ιερό τέρας των 80s ή των 90s (αλλά όχι, ας πούμε, των 60s γιατί τότε παραήταν παλιά, έτσι δεν είναι;) ισοδυναμεί με ηθελημένη ανάβαση στο ικρίωμα, με τον δήμιο να μην είναι διατεθειμένος να δείξει ούτε ίχνος κατανόησης και το, ιντερνετικό κατά βάση, «κρέμασμα» αναπόφευκτο.
Αυτό επιβεβαιώθηκε για νιοστή φορά όταν ο πασίγνωστος μάνατζερ Μίσκο Ραζνάτοβιτς, έσπασε το ρεκόρ «Βάλε μια μπάλα να βράζει»/ δευτερόλεπτο: «Αγαπώ τον Ντράζεν, ήταν πάντα δύσκολο για εμένα να παραδεχθώ ότι κάποιος ήταν καλύτερός του, όμως ο Νίκολα Γιόκιτς είναι ένα επίπεδο πάνω. Όλοι οι άλλοι βρίσκονται πίσω του. Φυσικά πρέπει να υπολογίσουμε την εποχή που έπαιξε ο Ντράζεν.Τότε το NBA ήταν κλειστό για τους ξένους παίκτες. Και όμως, έβαζε 40άρες και ήταν μέλος της τρίτης καλύτερης πεντάδας της σεζόν. Αυτά ήταν απίθανα πράγματα για εκείνη την εποχή. Ακόμη και σήμερα, το μπάσκετ που έπαιζε, ο τρόπος που έτρεχε στο παρκέ, είναι ό,τι πιο κοντινό έχω δει ανάμεσα στο μπάσκετ και στην τέχνη», δήλωσε προσφάτως ο Μίσκο και μια γη χρώματος πορτοκαλί άνοιξε να τον καταπιεί.
Κι επειδή η κουζίνα μας αντιμετωπίζει εσχάτως προβλήματα και δεν είμαστε σε θέση να βράσουμε την «σπυριάρα», ας ξεκαθαρίσουμε τα προφανή: ο Πέτροβιτς ήταν ένας αδιανόητος παίκτης. Σκόραρε όποτε και όπως ήθελε, κατέβαζε την μπάλα και ντρίμπλαρε σαν άσος μολονότι ήταν- για τα δεδομένα της εποχής- ψηλός, κατά στιγμές πάσαρε με τρόπο που έκανε ακόμα και τον, ανυπέρβλητο σ’ αυτόν τον τομέα (και όχι μόνο…), Μάτζικ να μένει με το στόμα ανοιχτό, είχε αντίληψη, έβλεπε γήπεδο, είχε ένα ζευγάρι από τα μεγαλύτερα απίδια (μα δεν εννοούμε ακριβώς αυτή την λέξη, σωστά;) που έχουμε δει στο παγκόσμιο μπάσκετ, ήταν γεννημένος νικητής, δεν κατέβαζε το βλέμμα ακόμα κι αν απέναντί του βρισκόταν ο Τζόρνταν («Ήταν ο μόνος που με κοίταγε στα μάτια χωρίς να φοβάται», η πασίγνωστη δήλωση του MJ για τον Κροάτη).
Για τις πιο συναισθηματικές ψυχές εκεί έξω, ωστόσο, το σημαντικότερο ήταν πως ο Ντράζεν αποτελούσε τον τέλειο συνδυασμό ποίησης και μπάσκετ. Αν αγαπάς το άθλημα δε γίνεται να βλέπεις εκείνες τις παλιές VHS (ή, αν έχετε εξυγχρονιστεί, να πατάς το play στο YouTube) με τους αγώνες του και να μην αισθάνεσαι το «Ρέκβιεμ» να παίζει αυτομάτως στο κέντρο του μυαλού σου και, μάλιστα, από τον ίδιο τον Μότσαρτ. Αλλά…
Αλλά, παιδιά: δύο σερί φορές MVP (με την απώλεια του τρίτου τροπαίου ν’ αποτελεί μία από τις πιο διαβόητες ληστείες εντός- κι εκτός- των τεσσάρων γραμμών). Πέντε σερί φορές All-Star. Το μεγαλύτερο PER (Player Efficiency Rating, ο πιο καθοριστικός δείκτης, δηλαδή, για τη μέτρηση του πόσο καθοριστικός είναι ένας μπασκετμπολίστας) των playoffsστα χρονικά, πάνω από Τζόρνταν, Μάικαν και ΛεΜπρόν. Εν ολίγοις, τρέλες πέραν κάθε λογικής- λογικό, θα έλεγε κάποιος, εφόσον μιλάμε για τρέλες.
Το να γράφει κανείς για το μεγαλείο του Γιόκιτς- ενός παίκτη που, αν ενδιαφέρει κανέναν εκεί έξω, αποτελεί των 1983ο πιο αγαπημένο παίκτη του γράφοντος, την στιγμή που ο Ντράζεν προσεγγίζει την 10άδα- και να προσπαθεί να εξηγεί γιατί είναι τόσο διαολεμένα καλός, είναι παντελώς άσκοπο.
Αν τον έχεις δει να πατάει παρκέ, ξέρεις πως εδώ και τουλάχιστον μια τριετία είναι ο πιο επιδραστικός παίκτης του ΝΒΑ (μην κοιτάτε τα προηγούμενα χρόνια, όταν είχαν τραυματιστεί όλοι οι Νάγκετς κι έπαιζε στην postseason με συμπαίκτες τους συντάκτες του menshouse), σαφέστατα ο καλύτερος, συνολικά, στο μπροστά μισό, ενώ βελτιώνεται και στην άμυνα, που αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του.
Το να λέει ο Μίσκο- χωρίς να υποβαθμίζει το αδιαμφισβήτητο μεγαλείο του Ντράζεν- πως ο Σέρβος είναι καλύτερος του Πέτροβιτς δεν αποτελεί βλασφημία, αλλά αν, σαν άλλοι Εγγονόπουλοι στην «Επιστροφή των πουλιών», τσακίσουμε την νοσταλγία μας, θα παραδεχτούμε πως έχει δίκιο.
Ναι, πράγματι: ο Πέτροβιτς έπαιζε σε μια εποχή που το να φτάσει ένας Ευρωπαίος στο ΝΒΑ αποτελούσε από μόνο του άθλο, πόσω μάλλον να γίνει παίκτης των 20+ πόντων. Αυτά που κάνει ο Γιόκιτς, όμως, δεν είναι απλά άθλος, είναι ένας λελογισμένος παραλογισμός σε συνέχειες.
Οι μπασκετικές νότες του αδικοχαμένου Μότσαρτ θα ηχούν για πάντα στ’ αυτιά μας και θα μας θυμίζουν πως η ευτυχία είναι μια συλλογή από λατρεμένες εικόνες που έχουν ξεφτίσει και όχι ένα «στείρο» βίωμα, αλλά έχουμε την αίσθηση πως ήρθε η ώρα να κλείσουμε πλέον εκείνο το μάτι.
Η μπάλα έβρασε επαρκώς και η εθιστική της μυρωδιά παραμένει υπέροχη. Ας την εισπνεύσουμε, ενόσω διευρύνουμε τους ορίζοντές μας.
Οι κόκορες του 2023, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και τόσο άφωνοι.