Είναι πραγματικά δύσκολο να το χωνέψεις. Πολύ απλά γιατί παίζει σχεδόν από…πάντα: για 1/4 του αιώνα ήταν εδώ, μπορούσες να ανοίξεις την τηλεόραση και να τον δεις ζωντανά. Αναφέρεται ακόμα και στις ιταλικές ταινίες του σήμερα, το όνομά του είναι ρήμα στο σουηδικό λεξικό. «Κυριαρχώ, κάνω κάτι με ορμή».
Ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς πάντα έλεγε ότι «η ηλικία είναι απλά ένας αριθμός» και παρότι ήταν ο τελευταίος υπερπαίκτης που το απέδειξε, ο χρόνος μπορεί να άργησε, αλλά τον ανάγκασε λίγο πριν τα 42 να βάλει τέλος στην αδιανόητη καριέρα του.
«Ντάξει, το είχε κόψει ήδη» θα πουν πολλοί, αλλά τουλάχιστον τον βλέπαμε. Σε μετρημένα ματς, ναι, έστω στον πάγκο της Μίλαν. Πρόπερσι μόλις, ήταν ενεργό μέλος των Rossoneri που σήκωσαν το πρώτο Scudetto μετά το 2011. «Δεν θα κρεμάσω τα παπούτσια μου αν δεν κατακτήσω έναν τίτλο» είχε πει για την ομάδα που αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλη.
Ο Ίμπρα έκανε όλο και περισσότερους να χαζεύουν το άθλημα που δεν συγκρίνεται με κανένα. Και, φυσικά, τον ίδιο. Σκοράροντας με τρόπο που άλλοι δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν, με τρόπο που άλλοι δεν θα τολμούσαν καν να επιχειρήσουν υπό τον φόβο να διασυρθούν.
Πιθανότατα δεν αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι τα καλύτερα γκολ του Ζλάταν είναι κλάσεις πάνω από εκείνα των Ρονάλντο και Μέσι. Όμως εκτός από τα έργα τέχνης που άφησε μέσα στις τέσσερις γραμμές, ο μυθικός Σουηδός άφησε εποχή και για τα σκηνικά που δημιούργησε εκτός παιχνιδιού.
Ένα από τα κορυφαία τέτοια συνέβη όταν ήρθε η ώρα να αφήσει τον Αγιαξ…
Το 2001 ο Αίαντας έδωσε στην Μάλμε ένα ποσό μικρότερο των 9 εκατ. ευρώ και παρότι η πρώτη του σεζόν στο Άμστερνταμ ολοκληρώθηκε με εγχώριο τρεμπλ, ήταν η δεύτερη που φανέρωσε ότι το club της πρωτεύουσας ανακάλυψε ένα ταλέντο που θα αφήσει εποχή. Το 2002-03 έπαιξε στο Champions League και σε μια διοργάνωση που στο format της είχε ακόμα δύο φάσεις ομίλων, ο 19χρονος Σουηδός πέτυχε 5 γκολ και οδήγησε την ομάδα του μέχρι τα προημιτελικά, όπου και αποκλείστηκε από την τελικά κάτοχο του τίτλου, Μίλαν.
Με το όνομά του να είναι πλέον γνωστό στην Ευρώπη, ο Ζλάταν άρχισε να νιώθει πιο ισχυρός και οι συγκρούσεις, που υπήρχαν ήδη, έγιναν περισσότερες το 2003-04. Σε μία από αυτές ήρθε σε προστριβή με τον τότε διευθυντή ποδοσφαίρου, Λουίς Φαν Χάαλ, του οποίου τις οδηγίες δεν ήθελε να ακούσει ισχυριζόμενος ότι δεν έχει ιδέα για το πώς παίζεται η θέση του επιθετικού και ότι ο Μάρκο Φαν Μπάστεν του έχει δώσει διαφορετικές συμβουλές. Εκτός από τον πρώην τεχνικό, ο Σουηδός απέκτησε κόντρα και με το τότε αστέρι του Αγιαξ, τον Ραφαέλ Φαν Ντερ Φάαρτ.
«Εκείνη την εποχή ήμουν ο Νο1 παίκτης στην ομάδα» είπε αργότερα ο Ολλανδός, όμως εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι ο Ίμπρα είχε εντελώς διαφορετική άποψη. «Ήρθε και νόμιζε ότι εκείνος είναι ο καλύτερος. Τότε η συμπεριφορά του δεν ήταν αυτή που είναι σήμερα, τότε ζήλευε. Ήμουν μεγαλύτερο πρόβλημα για αυτόν απ’ ότι ήταν εκείνος για μένα» πρόσθεσε ο αριστεροπόδαρος μεσοεπιθετικός, αργότερα άσος της Ρεάλ Μαδρίτης.
Το καλοκαίρι του 2004, η Γιουβέντους ήθελε τον 22χρονο, πλέον, Ιμπραΐμοβιτς. Οι Bianconeri είχαν προπονητή τον Φάμπιο Καπέλο [είχε προσπαθήσει να πάρει τον Ζλάταν και στην Ρόμα] και τεχνικό διευθυντή τον θρυλικό παράγοντα και αργότερα αρνητικό πρωταγωνιστή στο σκάνδαλο, Calciopoli, Λουτσιάνο Μότζι. «Συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλο από την πρώτη στιγμή» είπε για τον Σουηδό επιθετικό ο άνθρωπος που ήταν γνωστός ως Lucky Luciano.
«Από την πρώτη μας συνάντηση, η οποία ήταν στο Μόντε Κάρλο κατά τη διάρκεια του grand prix της Formula 1 και κράτησε για μια ώρα, έγινε εμφανές αυτό. Ο Μίνο Ραϊόλα ντύνεται με ακατάλληλο τρόπο αλλά δεν τον νοιάζει. Γι’ αυτό τον γουστάρω. Αν του το ζητούσα, ο Ιμπραΐμοβιτς θα έκανε τον γύρο της Ιταλίας με ποδήλατο.
Ο Ίμπρα μου άρεσε εξ αρχής. Ευθύς, ειλικρινής, χωρίς φόβο να έρθει σε κόντρα με ισχυρούς ανθρώπους. Μου είπε ότι τα μόνα που τον ενδιαφέρουν είναι το ποδόσφαιρο και η οικογένεια. Δεν πρέπει να έχει χάσει ούτε μια προπόνηση στη ζωή του, πήγαινε ακόμα και όταν ήταν άρρωστος. Είναι παράδειγμα επαγγελματία. Αν είχα μείνει, δεν θα είχε φύγει ποτέ από την Γιουβέντους».
Η σεζόν 2004-05 είχε ξεκινήσει και το ολλανδικό club έκανε τα πράγματα πολύ δύσκολα για την Γιουβέντους. Η υπόθεση είχε φτάσει πλέον στο τελευταίο ΣΚ του Αυγούστου, στις 31 του μήνα και λύση στο θέμα δεν είχε βρεθεί. Αυτήν θα αναλάμβανε να τη δώσει ο Μότζι. «Ο Άγιαξ δεν τον άφηνε να φύγει, οπότε, το παραδέχομαι, δεν πήγα με το γράμμα των κανονισμών. Είπα στον Ζλάταν να ξεκινήσει ‘πόλεμο’ με τον Φαν Ντερ Φάαρτ. Όταν ένας παίκτης μου ζητούσε να φύγει, χρησιμοποιούσα αυτή τη μέθοδο, το είχα κάνει και με τον Βιέρι το 1997».
Ιμπραΐμοβιτς και Φαν Ντερ Φάαρτ αγωνίστηκαν μαζί σε 68 ματς στον Αγιαξ, κατέκτησαν δύο πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και ένα Super Cup. Ωστόσο παρά τις επιτυχίες που είχαν σαν συμπαίκτες, τα πράγματα δεν πήγαν καλά όταν για πρώτη φορά τέθηκαν αντιμέτωποι, το καλοκαίρι του 2004. Σε φιλικό προετοιμασίας ανάμεσα στην Ολλανδία και την Σουηδία, ο Φαν Ντε Φάαρτ διεκδίκησε την μπάλα και ο Ζλάταν – χωρίς να έχει πρόθεση – έκανε ένα τάκλιν από αυτά που δεν θέλεις να βλέπεις. Ο αριστεροπόδαρος μέσος αποχώρησε τραυματίας.
Μετά την οδηγία του Μότζι, ο Ζλάταν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που είχε στα χέρια του με το τεταμένο κλίμα με τον Φαν Ντερ Φάαρτ, καθώς ο Ολλανδός έλεγε και ξαναέλεγε ότι ο το δολοφονικό μαρκάρισμα ήταν εσκεμμένο. «Κάνε πουτ@ν@ τα αποδυτήρια» ήταν η ατάκα του Μότζι και για τον Ζλάταν αυτό δεν ήταν κάτι έξω από τα νερά του. Άλλωστε, δεν είχε περάσει καιρός από τότε που είχε ρίξει μια μπουνιά και ένα χαστούκι στον Αιγύπτιο φορ Μίντο, ο οποίος στιγμές πριν είχε πετάξει ένα ψαλίδι προς το μέρος του.
«Δεν είχα πρόθεση να σε τραυματίσω και το ξέρεις» είπε στο Νο10 ο Σουηδός. «Αν με κατηγορήσεις ξανά, θα σου σπάσω και τα δύο πόδια και αυτή τη φορά θα είναι επίτηδες». Αφού ο Φαν Ντερ Φάαρτ ήταν ο «ντόπιος», οι περισσότεροι fans πήραν το μέρος του και το σχέδιο του Μότζι είχε πετύχει. Ο Μίνο Ραϊόλα μεθόδευσε τη μεταγραφή στην Γιουβέντους, η οποία δαπάνησε «μόλις» 24 εκατ. ευρώ για να τον αποκτήσει. Τέσσερις μέρες μετά, ο Ιμπραΐμοβιτς έπαιξε το τελευταίο του ματς με τη φανέλα του Αγιαξ.
Ένα ματς, το οποίο πέρασε στην ποδοσφαιρική αιωνιότητα, καθώς σε αυτό πέτυχε το απίστευτο σόλο-γκολ σε βάρος της Μπρέντα. Ο Ίμπρα πήρε την μπάλα στο κέντρο και αφού πέρασε σε πολύ κλειστό χώρο 6-7 αντιπάλους, πέταξε στο έδαφος τον τερματοφύλακα και πλάσαρε στην κενή εστία.
Ήταν ο τέλειος τρόπος για να γράψει το φινάλε σε τρία καταπληκτικά χρόνια στον Αγιαξ. Τρία χρόνια που άρχισαν να διαμορφώνουν αυτό στο οποίο εξελίχθηκε το επόμενο διάστημα ο Ζλάταν. Μια σπάνια ιδιοφυία στο σώμα ενός κτήνους…