Στη φυλακή για «χάρη» του Εσκομπάρ: Ο παίκτης-σύμβολο που θυσίασε ένα Μουντιάλ στο βωμό των βαρόνων

Στο κέντρο των πάντων ήταν μια απαγωγή...

Είναι από αυτούς που αποτελούν μια κατηγορία μόνοι τους. Έπαιζε πολύ έξω από την περιοχή του, δοκίμαζε υπερβολικά συχνά ντρίμπλες μακριά από αυτή, έκανε πράγματα που δεν έχεις ξαναδεί, το παρουσιαστικό του δεν σου επέτρεπε να τον ξεχάσεις. Πέρα όμως από εκκεντρικός, ήταν και μύθος της Λατινικής Αμερικής. Πρωταθλήματα, Copa Libertadores, γάντια βασικού στην Εθνική για πάνω από δεκαετία.

Δυστυχώς για τον Ρενέ Χιγκίτα, όταν η Κολομβία πάτησε το χορτάρι του Rose Bowl της Pasadena το 1994 ως φαβορί για την κατάκτηση του Mundial, εκείνος έβλεπε τους αγώνες από την τηλεόραση. Ο λόγος; Η συμμετοχή του σε μια απαγωγή.

Τον Ιούλιο του 1992, είχε αρχίσει η πτώση του Πάμπλο Εσκομπάρ. Μόλις είχε δραπετεύσει από την Catedral, τη φυλακή που είχε χτίσει μόνος του και «εξέτιε» ποινή εκεί μέσα με party, κορίτσια, το καλύτερο φαγητό, γήπεδο ποδοσφαίρου, επισκέψεις παικτών της Εθνικής. Όλα αυτά, φυσικά υπό την επιτήρηση των δικών του ανδρών.

Η Κυβέρνηση είχε σταματήσει να διαπραγματεύεται μαζί του και πλέον δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Με το καρτέλ του Μεδεγίν να είναι στα χειρότερά του, ο ‘el patron’ χρειαζόταν ρευστό και το πρώτο που έκανε ήταν να ζητήσει «δάνειο» από πρώην συνεργάτες. Δυστυχώς, για εκείνους, αρνήθηκαν. Αφού τους έβγαλε από τη μέση, πήγε στην επόμενη λύση. Να βρει λεφτά με τον παραδοσιακό τρόπο, με απαγωγή συγγενικού προσώπου κάποιου εγκληματία.

Έτσι, το μυαλό του πήγε σε κάποιον που ήξερε καλά από παλιά. Με τον Λουίς Κάρλος Μολίνα Γιέπες ήταν κάποτε στην ίδια πλευρά, καθώς τη δεκαετία του ’80 ήταν ο Νο1 υπεύθυνος για το ξέπλυμα χρήματος του καρτέλ. Όμως, πλέον, ήταν εχθρός. Όπως ο Εσκομπάρ, έτσι και ο Μολίνα, είχε κόλλημα με το ποδόσφαιρο.

Ήταν μέτοχος στην Ατλέτικο Νασιονάλ και μέσω αυτής είχε αποκτήσει προσωπική σχέση με τους παίκτες, ήξερε τι κάνουν εντός και εκτός αγωνιστικών χώρων. Μια γνώση που έμελλε να αποδειχθεί πολύτιμη την άνοιξη του 1993. Το απόγευμα της 30ής Απριλίου, η 15χρονη κόρη του, Κλαούντια, περπατούσε στους δρόμους του Μεδεγίν όταν έπεσε θύμα απαγωγής.

Δεν χρειάστηκε να περάσουν πολλές μέρες για να γίνει η υποψία, βεβαιότητα. Πίσω από την απαγωγή βρισκόταν ο Πάμπλο Εσκομπάρ.

Την ίδια περίοδο o Χιγκίτα, ήταν στο peak της καριέρας του.

Ανδρώθηκε στην Αντιόκια του Μεδεγίν. Δεν είχε σχέση με τη μητέρα του, ο πατέρας του είχε εξαφανιστεί από το σπίτι, οπότε μεγάλωσε με τη γιαγιά του. Το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο ήρθε στην ηλικία των 17 όταν υπέγραψε στην Μιγιονάριος, ένα club της Μπογκοτά το οποίο απέκτησε κάποιος που μάθαμε μέσα από το Narcos. Μιλάμε για τον Χοσέ Γκονσάλο Ροδρίγες Γκάτσα, γνωστό ως ‘el Mexicano’, ο οποίος σκοτώθηκε το 1989 μαζί με τον 17χρονο γιο του και 15 σωματοφύλακες σε μεγάλο πιστολίδι με την DEA και την Αστυνομία της Κολομβίας στα νότια της Καρταχένα.

Η πρώτη συνάντηση του Χιγκίτα με τον Εσκομπάρ έγινε το 1987, όταν ήταν 21 ετών. Εκείνη την περίοδο κρυβόταν από τις Αρχές, είχε ζητήσει να δει τον τερματοφύλακα και όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, είναι από τις προσκλήσεις που δεν μπορείς να αρνηθείς. Η δεύτερη συνάντηση ανάμεσα στους δύο άνδρες ήταν το 1991. Αν και δήλωσε πως «ήταν απλά ένας από τους ανθρώπους που ήθελα να με γνωρίσουν», αποδείχθηκε καταστροφική για τη φήμη του, αφού τότε θεωρήθηκε πως ήταν κοντινός φίλος του Εσκομπάρ.

Όμως τα πραγματικά μπλεξίματα για τον Χιγκίτα, άρχισαν το 1993, όταν έλαβε ένα μήνυμα. «Έλα στο σπίτι μου, πρέπει να σε δω. Θα στείλω αυτοκίνητο». Ο τερματοφύλακας δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάει. «Η ζωή της κόρης μου είναι στα χέρια σου, χρειάζομαι τη βοήθειά σου».

Πολύ απλά, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ο Μολίνα είχε μετοχές στην Ατλέτικο Νασιονάλ, ομάδα που πλέον αγωνιζόταν. «Όταν κάποιος από τα αφεντικά του καρτέλ του Μεντεγίν σου λέει ‘κάνε μου μια χάρη’ απλά δεν μπορείς να πεις ‘όχι’, οι συνέπειες μιας πιθανής άρνησης είναι προφανείς» λέει ντόπιος δημοσιογράφος.

Ο Μολίνα έδωσε στον Χιγκίτα μια βαλίτσα με πέσος αξίας 300.000 δολαρίων και εκείνος την κράτησε στο σπίτι του για έναν μήνα. Όλο αυτό το διάστημα ο πατέρας του κοριτσιού έπαιρνε τηλέφωνο κάθε μέρα, όμως δεν άκουγε ούτε λέξη από τους απαγωγείς. Ο Χιγκίτα είχε αρχίσει πλέον να αγχώνεται με την όλη κατάσταση, όμως το πολυπόθητο τηλεφώνημα τελικά ήρθε.

Δύο άνδρες έφτασαν στο σπίτι του, τον πήραν με το αυτοκίνητο και μαζί πήγαν στην πόλη του Μεδεγίν, κοντά στο κολλέγιο, Pontificia Bolivariana. Ο Χιγκίτα έδωσε τα λύτρα σε έναν από τους δύο και εκείνος εξαφανίστηκε μέσα στη γειτονιά. «Εγώ μένω μαζί σου ως εγγύηση για το ότι το κορίτσι θα έρθει» είπε ο άλλος. Όπως και έγινε, όμως η ιστορία κάθε άλλο παρά είχε τελειώσει.

Τις επόμενες μέρες, ο Χιγκίτα έκανε κάτι σαν αποτυχημένη ντρίμπλα πολύ μακριά από το τέρμα του. Δεν άφησε το θέμα να περάσει ήσυχα και να ξεχαστεί, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Με δήλωση στον Τύπο διαφήμισε τον ρόλο του στην υπόθεση τονίζοντας ότι ήταν εκείνος που έσωσε την Κλαούντια. «Ήταν μια αποστολή από τον Θεό, ένα πολύ όμορφο πράγμα. Το είδα ως ευλογία, επειδή ο Θεός μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω ευτυχισμένη μια οικογένεια».

Δυστυχώς για τον Χιγκίτα, ο Εισαγγελέας δεν άφησε αυτή τη δήλωση να περάσει έτσι. Με δική του παραδοχή, είχε συμμετάσχει στην απαγωγή. Ένα έγκλημα πάνω στο οποίο η Κυβέρνηση δούλευε και είχε στόχο να εξαλείψει και ο πορτέρο δεν είχε αναφέρει απολύτως τίποτα στις Αρχές. Άμεσα η Αστυνομία ξεκίνησε έρευνα σε βάρος του και βρήκε ότι ο Μολίνα του είχε δώσει 64.000 δολάρια επειδή αισθανόταν ευγνώμων.

Ο Χιγκίτα αρχικά αρνήθηκε, όμως ο Μολίνα επέμενε. «Αδερφέ, δεν έχουμε άλλο τρόπο να πούμε ‘ευχαριστώ’. Με όλη μας την καρδιά, θέλουμε να πάρεις αυτά». Χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, χωρίς να έχει λάβει καν εντολή από κάποιον, ο Νο1 μόλις είχε αποκομίσει κέρδος έχοντας ρόλο σε μια απαγωγή. Και κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθήσει.

Στα τέλη Ιουνίου του 1993, ο μυθικός τερματοφύλακας πέρασε την πύλη των φυλακών της Μποκοτά με την υποψία ότι παραβίασε τον νόμο περί απαγωγών που εφαρμοζόταν εκείνη την περίοδο στην Κολομβία. Σε αυτή θα περνούσε τους επόμενους επτά μήνες της ζωής του, μακριά από τον ενθουσιασμό που επικρατούσε στη χώρα για το ότι η Εθνική πηγαίνει στις ΗΠΑ ως φαβορί για να σηκώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο.

«Αν ο Χιγκίτα έπαιζε κανονικά, η Κολομβία θα θεωρούνταν ομάδα ναρκέμπορων» είπε ο Μιγκέλ Πινσόν, επικεφαλής του επιτελείου του Πρωθυπουργού, Σέζαρ Γκαβίρια. «Ο Τύπος της Αμερικής θα το εκμεταλλευόταν και θα έδινε συνέχεια στο θέμα. Δεν θα ήταν άσχημο μόνο για την εικόνα της χώρας διεθνώς αλλά και εσωτερικά. Ο Χιγκίτα πέρασε τα όρια, βρέθηκε στην πλευρά του Εσκομπάρ».

Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα γινόταν αν είχε κάτω από τα δοκάρια της τον ‘el loco’, όμως η Κολομβία «πάτωσε» στο Mundial. Όχι μόνο δεν έφτασε ούτε κοντά στο να το κατακτήσει, αλλά βγήκε τελευταία σε έναν όμιλο στον οποίο συμμετείχε η διοργανώτρια, Αμερική. Μάλιστα, στο μεταξύ τους ματς γράφτηκε μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία του αθλήματος, καθώς ο Αντρές Εσκομπαρ, συμπαίκτης του Χιγκίτα στην Ατλέτικο Νασιονάλ, έβαλε το αυτογκόλ το οποίο οδήγησε στη δολοφονία του όταν επέστρεψε στην Κολομβία.

Το ότι ο Χιγκίτα είχε σχέσεις με τον υπόκοσμο, ήταν δεδομένο. Στην τελική, αυτό ήταν αναπόφευκτο αφού εκείνη την εποχή πολλές ομάδες της μεγάλης κατηγορίας ανήκαν στους βαρόνους της κοκαΐνης, οι οποίοι εκτός από το να βγάζουν γούστα, έκαναν ξέπλυμα χρήματος μέσω του ποδοσφαίρου.

«Πήγα στη φυλακή επειδή προσπάθησα να σώσω ένα ανήλικο κορίτσι» είπε ο αντισυμβατικός τερματοφύλακας, ενώ ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο πιο γνωστός Κολομβιανός συγγραφέας και εκ των πιο σημαντικών προσωπικοτήτων όλων των εποχών για τη χώρα, είχε μια άλλη εκδοχή. «Ήταν ένα από τα πιο γνωστά πρόσωπα στο Μεδεγίν και αφού έχασε το αφεντικό του, έπεσε θύμα μιας ιστορικά μεταβατικής περιόδου».