Με το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο να περνά μια παρατεταμένη κρίση ταυτότητας πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι η μόνη λύση για να ξεπεραστεί αυτή βρίσκεται στις ιδέες του Φερνάντο Ντινίζ. Του προπονητή της Φλουμινένσε ο οποίος παρουσιάζει την δική του διασκεδαστική εκδοχή του «tiki-taka», αδιαφορώντας για τις extreme τακτικές των ευρωπαϊκής φιλοσοφίας συναδέλφων του.
Με την δουλειά του να γίνεται πλέον ευρέως γνωστή, μετά τις τελευταίες επιτυχίες του αλλά και την πρόσληψή του ως υπηρεσιακού ομοσπονδιακού τεχνικού στην εθνική ομάδα, δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν πως το μέλλον της «σελεσάο» δεν βρίσκεται σε προπονητές τύπου Αντσελότι, αλλά στον Ντινίζ ή κάποιον σαν αυτόν, που θα σεβαστεί απόλυτα την κουλτούρα του λαού και τον τρόπο που αυτή μετουσιώνεται στον αγωνιστικό χώρο.
Ο Ντινίζ είχε μια αξιοπρόσεκτη καριέρα ως ποδοσφαιριστής, χωρίς ποτέ βέβαια να φτάσει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, αλλά και χωρίς να φύγει από την χώρα, παρά τις ευκαιρίες που του δόθηκαν να το κάνει. Αυτό το γεγονός ίσως να είναι και το πιο καθοριστικό στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το παιχνίδι, από την άποψη ότι ποτέ δεν «μολύνθηκε» από τον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης σχετικά με το σπορ.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο 48χρονος σήμερα τεχνικός αγνοεί τις εξελίξεις ή σνομπάρει τις τακτικές και κατεβάζει την ομάδα του με πέντε «δεκάρια» που ζαλίζουν τους αντιπάλους, σε μια προσπάθεια αντιγραφής της Βραζιλίας του ’70. Μπορεί να λατρεύει το διασκεδαστικό ποδόσφαιρο, αλλά δεν είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι εκείνο το παλιό «jogo bonito» μπορεί να σταθεί σήμερα. Αυτό, όμως, που η πορεία του έχει δείξει είναι ότι έχει βαθιά αντίληψη της εξέλιξης του ποδοσφαίρου και παράλληλα απέραντο σεβασμό στις ρίζες, την παράδοση και την κουλτούρα των συμπατριωτών του, επιχειρώντας έναν σύγχρονο συνδυασμό αυτών των δύο σε μια δική του εκδοχή του «tiki-taka».
Αυτός είναι ο λόγος που τα Μέσα της χώρας κάνουν λόγο για τον «Βραζιλιάνο Γκουαρδιόλα», με τον ίδιο πάντως να παραδέχεται ότι έχει επηρεαστεί πολύ από τον Καταλανό γκουρού της τακτικής, αλλά να τονίζει ότι ο Πεπ δεν είναι η μοναδική πηγή έμπνευσης για αυτόν.
«Προφανώς και το παιχνίδι μου μοιάζει με αυτό του Γκουαρδιόλα υπό την έννοια ότι και σε εμένα αρέσει το ποδόσφαιρο κατοχής, η επίθεση, ο έλεγχος του ρυθμού. Είναι εμφανές ότι αντιλαμβανόμαστε το σπορ με ανάλογο τρόπο, αλλά είναι επίσης ξεκάθαρο ότι οι ομάδες μας παίζουν διαφορετικά», εξηγεί ο Ντινίζ και βάζει στην κουβέντα και το άλλο άκρο που δεν είναι άλλο από τον Τσόλο Σιμεόνε! «Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις μου με τους παίκτες, μοιάζω πιο πολύ με εκείνον, αφού επιχειρώ να πάρω το μέγιστο από αυτούς, επενδύοντας στην δημιουργία ισχυρών σχέσεων και δεσμών», καταλήγει ο Βραζιλιάνος τεχνικός ο οποίος (διόλου τυχαία) έχει σπουδάσει και ψυχολογία…
Ο συνδυασμός αυτών των δύο φιλοσοφιών είναι που δημιούργησε τον «Dinizismo», που είναι ο όρος που εφευρέθηκε για να περιγράψει τον τρόπο που αγωνίζεται η Φλουμινένσε. Στην θεωρία το σύστημα που ακολουθείται είναι το 4-2-3-1. Προφανώς και υπάρχουν ρόλοι, αλλά δεν συνδέονται απαραίτητα με έναν συγκεκριμένο χώρο του γηπέδου. Η κεντρική ιδέα παραμένει η ελευθερία κινήσεων και επιλογών πάνω στην βάση δημιουργίας «παγιωμένων» σχέσεων μεταξύ των παικτών, παρά στη βάση εκμετάλλευσης κενών χώρων, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη. Και γι’ αυτό είναι πολύ συνηθισμένο σε παιχνίδια της Φλουμινένσε να δεις μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα 5 και 6 παίκτες της να «στριμώχνονται» σε ένα συγκεκριμένο σημείο, παρασύροντας στον… συνωστισμό και τους αντιπάλους τους.
Το απόλυτο παράδοξο είναι ότι δεν είναι λίγες οι φορές κατά την διάρκεια των αγώνων που όντως παρουσιάζονται ευκαιρίες για αλλαγή παιχνιδιού και μεταβίβαση της μπάλας στην απέναντι πλευρά (όπου έχουν προκύψει κενοί χώροι). Όμως ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, εάν δεν μιλάμε για μια ξεκάθαρη ευκαιρία στο «ένας εναντίον ενός», τότε οι ποδοσφαιριστές του Ντινίζ, προτιμούν να επαναφέρουν την μπάλα στο σημείο όπου είναι συγκεντρωμένοι συμπαίκτες και αντίπαλοι!
Υπηρετούν το passing game, με… ανελέητα «ένα-δύο» σε οποιαδήποτε μορφή τους. Πολλές φορές, μάλιστα, εμπλέκοντας τρεις ποδοσφαιριστές σε διαγώνια διάταξη που με δύο μπαλιές είναι ικανοί να μεταφέρουν το παιχνίδι από το κέντρο μέχρι την αντίπαλη περιοχή για ένα σουτ ή για μια νέα «τοπική» συνεργασία μικρής κλίμακας που θα στοχεύσει στο τελείωμα κάτω από τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις!
Η διαφορά σε σχέση με τα συστήματα τύπου «tiki-taka», τα οποία ουσιαστικά αποτελούν προεκτάσεις όσων είδαμε από τους Ισπανούς στις αρχές του 21ου αιώνα, είναι ότι τα τελευταία βασίζονταν στα «τριγωνάκια» που σχηματίζονταν ανά πάσα στιγμή στο γήπεδο, με βάση το σύστημα (πολύ συχνά το 4-3-3 στις διαφορετικές εκδοχές του). Αντίθετα, η απουσία δεδομένου σχηματισμού στην Φλουμινένσε προσφέρει πολύ περισσότερες επιλογές και την επόμενη πάσα, αφού κανείς δεν γνωρίζει σε ποια (προκαθορισμένη από το σύστημα) θέση θα βρεθεί ο παίκτης. Στα… χαρτιά πάντως, ο Ντινίζ παρατάσσει την ομάδα του με ένα 4-2-3-1 το οποίο όμως σπανίως θα γίνει ξεκάθαρο στο κοινό με εξαίρεση την σέντρα του αγώνα.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο θεατής μπορεί να θεωρήσει ότι βλέπει ένα… μπουλούκι να επιτίθεται άναρχα, στην πραγματικότητα υπάρχουν κανόνες σε αυτό το χάος. Με την μόνη διαφορά ότι αυτούς τους κανόνες δεν μπορεί να τους προβλέψει κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο τον προπονητή και τους παίκτες του εξαιτίας αυτών των «παγιωμένων» σχέσεων που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ τους μετά από ατελείωτες ώρες προπόνησης.
Παρακολουθώντας τα ματς της βραζιλιάνικης ομάδας παρατηρεί κανείς ότι όλες αυτές οι παράξενες τακτικές συνήθως εφαρμόζονται στα άκρα του γηπέδου και όχι στον άξονα. Στην πραγματικότητα αυτό δεν συμβαίνει για λόγους επίθεσης, αλλά για λόγους άμυνας. Εάν η μπάλα χαθεί εκεί για την Φλουμινένσε, η ομάδα ήδη θα διαθέτει σε αυτό το σημείο αρκετούς ποδοσφαιριστές που θα έχουν ήδη δημιουργήσει εκεί ένα φυσικό τείχος με 5, 6 ή και περισσότερα μέλη, έτοιμα να βάλουν το κορμί τους, να διεκδικήσουν την μπάλα ή απλά να κάνουν ένα πολύ γρήγορο φάουλ, πριν βρεθούν έκθετοι σε μια αντεπίθεση που στον άξονα του γηπέδου θα έβγαινε ακόμη και με μία κάθετη μπαλιά.
Φυσικά για να λειτουργήσουν οι ιδέες του Ντινίζ χρειάζονται και παίκτες ικανοί να τις ακολουθήσουν και να τις εφαρμόσουν. Επομένως, δεν στηρίζεται απαραίτητα στους καλύτερους που υπάρχουν, αλλά σε εκείνους που του… κάνουν. Κομβικό ρόλο στο σύστημά του παίζει ο Αντρέ, ο ηλικίας 21ός ετών αμυντικός χαφ, ο οποίος είναι αυτός από τον οποίο πολύ συχνά θα πάει η πρώτη μπάλα από τα σέντερ μπακ ή ο Κολομβιανός σέντερ φορ Ζερμάν Κάνο που στα 35 του χρόνια θα μπορούσε να είναι στα αζήτητα, αλλά για τον Βραζιλιάνο προπονητή είναι απαραίτητος. Όμως ο παίκτης που ενσαρκώνει όσο κανένας άλλος την φιλοσοφία του δεν είναι άλλος από τον Πάουλο Ενρίκε Γκάνσο.
Κάποτε υπήρξε το alter-ego του Νεϊμάρ κατά την κοινή τους θητεία στη Σάντος και πέρασε τον Ατλαντικό για να παίξει ποδόσφαιρο στην Ευρώπη το 2016, για λογαριασμό της Σεβίλλης στην οποία μέσα σε 3 χρόνια κατέγραψε μόλις 28 συμμετοχές. Ο Χόρχε Σαμπάολι έκρινε πολύ γρήγορα ότι αυτό το κατά πολλούς παλιομοδίτικο «δεκάρι» δεν ήταν δυνατό να ακολουθήσει τα τακτικά πλάνα, δεν έμπαινε σε καλούπια και γρήγορα τον απέρριψε. Άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που για χρόνια αγνοήθηκε από τους εκλέκτορες της εθνικής Βραζιλίας οι οποίοι τα τελευταία χρόνια επιχείρησαν να μετατρέψουν την «σελεσάο» σε ομάδα με ευρωπαϊκή νοοτροπία. Οι Ανδαλουσιανοί τον έστειλαν δανεικό και μάλιστα το καλοκαίρι του 2018 ενδιαφέρθηκε πολύ έντονα για την περίπτωσή του και η ΑΕΚ, πριν τελικά επιστρέψει στην Βραζιλία το 2019 και γίνει η απόλυτη βάση της αγωνιστικής φιλοσοφίας του Ντινίζ.
Σε αυτό το φαινομενικά άναρχο και μη αυστηρά δομημένο στυλ ο Γκάνσο έχει την απόλυτη ελευθερία να κινείται οπουδήποτε θέλει και να γίνεται ο επιπλέον παίκτης που είναι πάντα διαθέσιμος για να υποδεχτεί την μπάλα και ταυτόχρονα είναι εκείνος με το ταλέντο, την οξυδέρκεια και την ικανότητα να την προωθήσει όποτε και όταν πρέπει. Μάλιστα, ο ίδιος ο Ντινίζ είχε αναφερθεί στο παρελθόν σε δυσμενείς κριτικές που είχε δεχθεί ο παίκτης ο οποίος –όπως πολλοί άλλοι μπαλαδόροι- χαρακτηρίστηκε ατομιστής.
«Πώς είναι δυνατόν να το πεις αυτό για έναν ποδοσφαιριστή που προτιμά να πασάρει από το να σκοράρει» αναρωτιέται ο Βραζιλιάνος τεχνικός και δείχνει τα φετινά στατιστικά του Γκάνσο. Τέσσερα γκολ, επτά ασίστ σε 39 παιχνίδια. 58 τέρματα και 85 τελικές πάσες σε όλη την καριέρα του…
Πλέον ολοένα και περισσότεροι, μέχρι πρότινος αμφισβητίες, χρησιμοποιούν τον Γκάνσο ως παράδειγμα της προσέγγισης που οφείλει να έχει η Βραζιλία στον τρόπο παιχνιδιού της. Να «αγκαλιάσει» δηλαδή και πάλι την ιδέα ότι σε αυτή τη χώρα πολλά πράγματα, συμπεριλαμβανομένου και του ποδοσφαίρου, γίνονται διαφορετικά σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Και χωρίς να πέσει στην παγίδα της «παρελθοντολαγνείας», να σταματήσει να προσπαθεί να αντιγράψει τις τακτικές των Ευρωπαίων, αλλά να τις φέρει στα δικά της μέτρα και να τα ενσωματώσει στην δική της κουλτούρα, με την ευρύτερη έννοια. Αυτό ακριβώς που κάνει ως τώρα ο Φερνάντο Ντινίζ έχοντας βάλει –επιτέλους- σε τάξη το χάος του «jogo bonito».