Θα ήταν πρώτος ο ΠΑΟ αν…

Ακούστηκαν τα «καμπανάκια»

Μετά το αρχικό μούδιασμα (κυρίως από το ξαφνικό της απόφασης) της απομάκρυνσης Γιοβάνοβιτς, ήρθε η αλεγκρία των διαδοχικών προκρίσεων (στα πέναλτι) του Κυπέλλου να δώσουν «καύσιμο» στην πρόσληψη Τερίμ, για να ακολουθήσουν οι σερί απώλειες βαθμών που έφεραν τον Παναθηναϊκό σε καθεστώς απόλυτης εσωστρέφειας.

Για την οικονομία της συζήτησης, ας θέσουμε δύο σταθερές με τις οποίες μάλλον θα συμφωνήσει η πλειοψηφία των οπαδών του Παναθηναϊκού, χωρίς αυτό βεβαίως να είναι απαραίτητο. Άλλωστε απόψεις υπάρχουν πολλές, μπορούν να είναι αντικρουόμενες και κανείς δεν διεκδικεί το αλάθητο σε αυτόν τον κόσμο.

Ωστόσο αρκετοί είναι εκείνοι που όσο κι αν στήριξαν τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς αναγνωρίζοντας τα μεγάλα άλματα προόδου επί των ημερών του, θεωρούσαν ότι μάλλον η ομάδα με αυτόν στο τιμόνι είχε πιάσει το ταβάνι της. Αυτή είναι η μία κοινή διαπίστωση. Η άλλη, που έχει να κάνει με τον διάδοχό του, λέει ότι η μέχρι τώρα παρουσία του Φατίχ Τερίμ στους δύο μήνες που έχει αναλάβει τα ηνία του τριφυλλιού δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχημένη.

Εφόσον -κακά τα ψέματα- τα πάντα στο ποδόσφαιρο (τουλάχιστον σε επίπεδο πρωταθλητισμού) κρίνονται από τα αποτελέσματα, η αλήθεια είναι ότι αυτά δείχνουν πως το «πείραμα» των Χριστουγέννων δεν πήγε έτσι όπως το υπολόγιζε η διοίκηση της ομάδας. Το -4 στο οποίο βρίσκεται πλέον από την κορυφή το τριφύλλι πληρώνοντας τις διαδοχικές απώλειες βαθμών με Λαμία, Κηφισιά και ΟΦΗ, σε μια διοργάνωση όπως είναι η ελληνική Super League, έχει δημιουργήσει την αίσθηση ότι είναι αδύνατο να καλυφθεί στις 10 αγωνιστικές που απομένουν στα πλέι οφ.

Θεωρητικά αυτός ο στόχος δεν είναι άπιαστος, στην πράξη όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Και αυτό οφείλεται σε τρεις παράγοντες. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ποιότητα των ομάδων που προπορεύονται την δεδομένη χρονική στιγμή. Ο δεύτερος με το γεγονός ότι ο Παναθηναϊκός βρέθηκε να κυνηγά τρεις αντιπάλους κι επομένως πρέπει να ελπίζει σε στραβοπατήματα ΚΑΙ των τριών. Και ο τρίτος (και ίσως σημαντικότερος την δεδομένη στιγμή) σχετίζεται με την εικόνα των πράσινων που πλέον δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.

Στον αντίποδα, επί ημερών του Τούρκου τεχνικού ο Παναθηναϊκός πανηγύρισε δύο σερί προκρίσεις που τον έφεραν στον τελικό του Κυπέλλου. Προκρίσεις απέναντι σε ισχυρούς αντιπάλους και παράλληλα ονόματα που κάνουν γκελ στους οπαδούς. Όπως και να το κάνουμε, το να πετάξεις εκτός διοργάνωσης Ολυμπιακό και ΠΑΟΚ δεν είναι μικρό πράγμα, ακόμη και αν αυτό ήρθε με δόση τύχης, αφού χρειάστηκε η διαδικασία των πέναλτι.

Αντικατοπτρίζοντας αυτή την ικανοποίηση και του κόσμου η διοίκηση αντάμειψε αυτήν την πορεία με πριμ ύψους 500 χιλιάδων ευρώ και λίγες ημέρες αργότερα, αντικατοπτρίζοντας αυτήν τη φορά την λογική δυσαρέσκεια των οπαδών, έσπευσε να επιβάλει πρόστιμο 200 χιλιάδων για τις εμφανίσεις που έφεραν τον «εκτροχιασμό» στο πρωτάθλημα. Κι αν ο Τερίμ δεν ήταν τόσο «φρέσκος» στον πάγκο ή εάν δεν έφτανε στον πάγκο του τριφυλλιού με τον τρόπο που έφτασε, δηλαδή μετά από προσωπική απόφαση του Γιάννη Αλαφούζου, δεν θα προκαλούσε εντύπωση το να είχε ήδη απομακρυνθεί από την θέση του, με κινήσεις ανάλογες με αυτές που –για παράδειγμα- έχουμε δει στην διάρκεια της τρέχουσας σεζόν από τον Ολυμπιακό.

Μάγος και μάντης δεν είναι κανείς για να προβλέψει το μέλλον, ούτε μπορεί να πει με σιγουριά τι θα είχε συμβεί εάν δεν συνέβαινε αυτή η απρόσμενη και βίαιη αλλαγή στην τεχνική ηγεσία. Εκείνο που μπορεί να κάνει, όμως, είναι να εκτιμήσει τι έχει πάει λάθος από την ημέρα που δόθηκαν στον Τούρκο προπονητή τα κλειδιά της ομάδας.

Ο Τερίμ, φτασμένος τεχνικός, με όνομα, περγαμηνές, τίτλους, διακρίσεις αλλά και συγκεκριμένης φιλοσοφίας, έδειξε από την αρχή ότι έχει μεν την φιλοδοξία (παρά την ηλικία του) για ακόμη μία επιτυχία, αλλά θέλει να το κάνει αυτό με τον δικό του τρόπο. Το είδαμε με το τρυκ χρησιμοποίησης του Κώτσιρα στα χαφ (που έπιασε), αλλά είδαμε και το πώς θέλησε να αφήσει την σφραγίδα του με αλλαγές και συστήματα (που δεν έπιασαν) και φυσικά με την a priori στήριξη των δικών του επιλογών, δηλαδή σε παίκτες που αποκτήθηκαν τον Γενάρη, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια γενικότερη ανασφάλεια στο σύνολο του ρόστερ.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αναρωτιέται γιατί επιμένει (για παράδειγμα) τόσο πολύ στον Ακαϊντίν, που είτε γιατί δεν έχει ακόμη προσαρμοστεί είτε επειδή αυτό είναι το ταβάνι του, όχι μόνο δεν είναι θετικός αλλά αποτελεί και μόνιμη πηγή κινδύνων για την άμυνα.

Δεν υπάρχει, επίσης, άνθρωπος που να μην αναρωτιέται τι συμβαίνει στις προπονήσεις και έχουν αυξηθεί τόσο πολύ οι μυϊκοί τραυματισμοί που έχουν αποδυναμώσει την ομάδα σε μια τόσο κρίσιμη καμπή της σεζόν, με την περίπτωση της διαχείρισης του Φώτη Ιωαννίδη να αποτελεί το αποκορύφωμα.

Δεν υπάρχει, τέλος, άνθρωπος που να μην αναρωτιέται πώς θα είχαν κυλήσει αυτοί οι δύο (και κάτι) τελευταίοι μήνες εάν η διοίκηση του Παναθηναϊκού είχε την υπομονή να αφήσει τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς να ολοκληρώσει τον κύκλο του. Κανείς δεν μπορεί να βάλει στοίχημα το κεφάλι του ότι στο τέλος της σεζόν οι πράσινοι θα έπαιρναν τον τίτλο. Άλλωστε με τον Σέρβο επικεφαλής χάθηκε και το περσινό πρωτάθλημα παρά το γεγονός ότι το τριφύλλι βρέθηκε πρώτο και με διαφορά στα μισά της χρονιάς.

Το σίγουρο, όμως, είναι ότι ακόμη και στις αποτυχίες, ο Γιοβάνοβιτς παρέμενε η τελευταία γραμμή άμυνας που λειτουργούσε ως ασπίδα στη διοίκηση, υπό την έννοια ότι η πλειοψηφία των οπαδών αναγνώριζε ότι (παρά τα κακά και τα στραβά του) η ομάδα επί των ημερών του έκανε βήματα προόδου. Στο τέλος είναι δίκαιο να πει κανείς ότι ο Ιβάν έπεσε θύμα των προσδοκιών που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Και αυτός ο κανόνας ισχύει για όλους τους προπονητές, συμπεριλαμβανομένου και του Φατίχ Τερίμ, ο οποίος –μην ξεχνάμε- προσελήφθη με μία και μόνη προσδοκία. Να πάρει το πρωτάθλημα…