Τα 5 μεγαλύτερα πολυβόλα της Α1 που δεν πήραν ποτέ τα εύσημα που έπρεπε (Pics)

Έβλεπαν το καλάθι σαν βαρέλι του οποίου ο πάτος είχε πάει περίπατο…

Αιφνίδιο ηλεκτρονικό τεστ: σου λέει το menshouse.gr «Πολυβόλα της Α1» και το μυαλό σου πηγαίνει αυτομάτως (αν έχεις τελειώσει, τουλάχιστον, την τρίτη δημοτικού) στον αξεπέραστο Νίκο Γκάλη που μπορούσε να σκοράρει μέχρι να φτάσει ο χειμώνας στην κόλαση, στον Ουόλτερ Μπέρι με το αντιτουριστικό, μα τόσο αποτελεσματικό, στυλ του, στον συγχωρεμένο τον Αλφόνσο Φορντ που οι πιθανότητες να τον σταματήσει η άμυνα ήταν όσες και να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές οι Οικολόγοι Πράσινοι, στον τεράστιο Ζάρκο Πάσπαλι που είχε 1000 και ακόμα 2 τόπους για να σκοράρει ή, αν η ταυτότητά σου μαρτυρά πως το πρώτο ψηφίο της ηλικίας σου είναι το 6 ή το 7, στον σπουδαίο Βασίλη Γκούμα.

Αιφνίδιο τεστ μέρος δεύτερο: τι κοινό είχαν όλοι οι παραπάνω; Πέραν της προφανούς απάντησης («Είναι όλοι τους άνθρωποι») υπάρχει κάτι ακόμα… Για να μη χρονοτριβούμε, ας το πάρει το λεκτικό ποτάμι: έχουν παίξει όλοι τους σε μία από τις «μεγάλες» ομάδες της Ελλάδας. Όπου «μεγάλες», προς αποφυγή παρεξηγήσεων, εννοούμε συλλόγους που έχουν κερδίσει τίτλους στο μπάσκετ.

Ωστόσο, υπάρχει κι ένα μικρό παραγνωρισμένο κλαμπ που απαριθμεί ελάχιστα μέλη: τους πολύ μεγάλους σκόρερ του παρελθόντος οι οποίοι ουδέποτε φόρεσαν τη φανέλα του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ, του ΠΑΟΚ ή του Άρη.

Το menshouse, λοιπόν, αναλαμβάνει ν’ αποκαταστήσει την τάξη και παρουσιάζει τα 5 ανυπέρβλητα «πυροβόλα» του ελληνικού πρωταθλήματος, τα οποία δεν πήραν ποτέ τα εύσημα που έπρεπε…

Ντέιβιντ Ίνγκραμ, Ηρακλής

Αρχικά, μια συγγνώμη: ο Ηρακλής είναι τεράστια ομάδα, όμως όπως αναφέραμε και πιο πάνω στη λίστα συμπεριλαμβάνονται παίκτες που έπαιξαν σε ομάδες που κατά τη διάρκεια της θητείας τους εκεί δεν κέρδισαν κάποιον τίτλο.

Πρώτος και εμφανώς καλύτερος, λοιπόν, ο Ντέιβιντ Ίνγκραμ (του οποίου το επίθετο- Ancrum- το δολοφονήσαμε με μηδενικές τύψεις εδώ στην Ελλάδα): ο Αμερικάνος ήρθε τη σεζόν 1988-1989 στους Θεσσαλονικείς και ήταν ο μοναδικός που μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τον ασύγκριτο Νίκο Γκάλη, αναγκάζοντάς τον, μάλιστα, να χαμηλώσει ορισμένες φορές το βλέμμα.

Ο αριστερόχειρας Ίνγκραμ τα «έσταζε» από παντού: αριστερός διάδρομος, jump shoot από μέση απόσταση με ταμπλαδούρα, τρίποντα, κοντά στο καλάθι, λέι- απ, με πλάτη- εν ολίγοις, ασταμάτητος.

Στις 4 σεζόν που αγωνίστηκε στον Ηρακλή ο Ντέιβιντ κατέγραψε εξωπραγματικούς μέσους όρους (31.9, 37.1, 34.3, 31.1 ανά ματς) και έφτασε μια ανάσα από το να «γκρεμίσει» τον Νικ από την κορυφή του πρώτου σκόρερ.

Δεν τα κατάφερε για ελάχιστα, όμως αυτό δεν μειώνει καθόλου τα κατορθώματά του.

Ο Γκάλης μπορεί να ήταν Θεός, όμως κι ο Ίνγκραμ ήταν ημίθεος.

Που, όμως, τις περισσότερες φορές έκανε ακόμα και τους θεούς να τον κοιτούν με δέος.

Μίτσελ Ουίγκινς, Μίλων- Σπόρτινγκ- Πανιώνιος  

Αν δεν τον έθελγαν τα ναρκωτικά περισσότερο από την πορτοκαλί μπάλα, τότε το όνομα «Μίτσελ Ουίγκινς» θα συνοδευόταν από μία παρατεταμένη απορία στο μάτι, την οποία θ’ ακολουθούσε η συνειδητοποίηση πως μιλάμε για έναν από τους πιο «σεσημασμένους» σκόρερ του ΝΒΑ, που μπορούσαν σε μικρό χρονικό διάστημα να σκοράρουν εύκολα 15+ πόντους.

Ωστόσο, ο Μίτσελ δεν μπορούσε με τίποτα να κρατήσει τα χέρια του μακριά από τη λευκή σκόνη και «ευτυχώς» για εμάς αυτό τον έφερε στον ταπεινό Μίλωνα το 1993, πριν παίξει στον Σπόρτινγκ και τον Πανιώνιο.

Ο Ουίγκινς ήταν πραγματικό αγρίμι στην επίθεση, ένας παίκτης με τρομερή ικανότητα στη διείσδυση και κάτι παραπάνω από «τίμιος» σουτέρ. Κάπως έτσι αναδείχτηκε δύο φορές πρώτος σκόρερ στα μέρη μας (1993-1994 με 31.4 πόντους μέσο όρο και 1994-1995 με 29.4) και άφησε τους πάντες με την απορία του τι θα μπορούσε να πετύχει αν το μυαλό του δεν αποφάσιζε να ζήσει μακριά από το κεφάλι του.

Ταβάνι του, στο ΝΒΑ, ήταν ο ουρανός.

Αυτός, όμως, προτίμησε να κρατήσει τα πόδια του στο ελληνικό έδαφος.

Μέλβιν Τσίτουμ, Δάφνη- Λάρισα- Περιστέρι

Συνήθης εικόνα της εποχής: ο Καραμανώλης πάσαρε στον Παραγυιό, αυτός έδινε την μπάλα στον Τσίτουμ στον αιφνιδιασμό και ο Αμερικανός- που είχε τρέξει πρώτος το γήπεδο- την κάρφωνε με μίσος στην μπασκέτα, αφήνοντας τους πάντες με το στόμα ανοιχτό.

Ο Μέλβιν θύμιζε, εν έτει 1991 που πάτησε το πόδι του στα μέρη μας, το «τριαροτεσσάρι» του μέλλοντος, καθώς διέθετε πρωτοφανή αθλητικά προσόντα και πολύ ανώτερη του μέσου όρου αντίληψη του αθλήματος.

Στην πρώτη του σεζόν στη Δάφνη τελείωσε με 26.5 πόντους και 12.5 ριμπάουντ, ενώ και τη διετία 1993-1995 με τη φανέλα της Λάρισας συνέχισε τα όργια (25.3 πόντοι/11.4 ριμπάουντ τη δεύτερη χρονιά του εκεί), για να σταθεί σε αξιοπρεπές επίπεδο και στο Περιστέρι μετά.

Το πώς ο Τσίτουμ δεν κατάφερε να παίξει σε μεγάλη ομάδα της Ελλάδας, έχει μόνο μία απάντηση: ένα παρατεταμένο ανασήκωμα των ώμων που ακολουθείται από μια μακρά σιωπή.

Έτσι, δηλαδή: «…»

 Ρίτσαρντ Ρέλφορντ, ΑΕΚ*- Δάφνη- Παγκράτι- Ηράκλειο

Αστερίσκος: ο Ρέλφορντ έχει παίξει σε μια από τις αποκαλούμενες «μεγάλες ομάδες» της Ελλάδας- την ΑΕΚ-, όμως το έκανε για ένα σκάρτο δίμηνο και για μόλις… 7.5 ματς (καθώς το ένα εξ αυτών διακόπηκε). Επομένως, η παρουσία του στη λίστα «επιτρέπεται».

Μετά τη μίνι θητεία στην ΑΕΚ, λοιπόν, που έληξε άδοξα για να πάει στην Χιρόνα, ο Ρέλφορντ έπαιξε στη Δάφνη την πρώτη του πλήρη σεζόν στην Ελλάδα το 1992-1993 και άφησε τους πάντες τη γνωστότερη ελληνική λέξη: 27.8 πόντοι και 9 ριμπάουντ μέσο όρο, για να γίνει ο πρώτος Αμερικανός στα χρονιά που αναδεικνύεται κορυφαίος σκόρερ στην Α1.

Αν και κοντός για τεσσάρι (1.98) και γεματούλης (σταθερά εκεί γύρω στα 110 κιλά) λόγω της γνωστής ικανότητάς του να τρώει για δύο λόχους, ο Ρέλφορντ ήταν μια ανίκητη δύναμη κοντά στο καλάθι και ικανότατος από μέση απόσταση.

Μετά την εξωπραγματική του σεζόν με την Δάφνη στην οποία έκανε παπάδες, τον είδαμε να κάνει διακόνους στο Παγκράτι (23.7 πόντοι, 9.7 ριμπάουντ) και αρχιμανδρίτες στο Ηράκλειο (24.8 πόντοι, 6.4 ριμπάουντ).

Το να σταματήσεις τον Ρίτσαρντ στα καλά του έμοιαζε με την προσπάθεια να βάλεις φρένο στο νερό με τα γυμνά σου χέρια.

Απλά δε γινόταν…

Χένρι Τέρνερ, Πανιώνιος- Μαρούσι

Δεν ήταν τόσο σπουδαίος σκόρερ όσο οι 4 που βρίσκονται από πάνω του (χωρίς, φυσικά, να υστερεί δραματικά), όμως ακόμα κι αν βάζαμε τις καλύτερες φάσεις στην καριέρα του Ουίγκινς, του Ίνγκραμ, του Ρέλφορντ και του Τσίτουμ, μετά δυσκολίας θα συγκρίνονταν με αυτές που «χάριζε» στο ζέσταμα ενός αγώνα ο Χένρι.

Ο “High Flyer” Τέρνερ ήρθε στη Ελλάδα τη σεζόν 1993-1994 για να παίξει στον εκπληκτικό, τότε, Πανιώνιο του Φάνη, του Γιαννάκη και του Εντ Στόουκς (της ομάδας, δηλαδή, που έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του κυπέλλου Κόρατς) και οι 20άρες του έπεφταν βροχή στο «Αρτάκης».

Μνημειώδης, φυσικά, ήταν η τάπα του στον Νίκο Γκάλη που ακόμα και σήμερα προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς του συνέβη, ενώ οι 30 πόντοι του στο ημίχρονο κόντρα στον ΠΑΟΚ για τους «4» του Κόρατς αποτελούν ένα από τα καλύτερα παραδείγματα για παίκτη ελληνικής ομάδας όταν λέμε ότι είναι on fire, my man.

https://www.youtube.com/watch?v=7YwhFKfm1mo

Ο μόνιμος νικητής του διαγωνισμού καρφωμάτων στα μέρη μας έκανε ένα (όχι ακριβώς αξιομνημόνευτο) πέρασμα και από το Μαρούσι τη σεζόν 1999-2000, κι έπειτα κούνησε μαντήλι χρώματος λευκού.

Αν κάποια στιγμή στο μέλλον βρεθείτε σε μια μπασκετική συζήτηση και σας ρωτήσουν «Ποιος ήταν ο πιο θεαματικός παίκτης που είδατε ποτέ στην Ελλάδα;», τότε μην το σκεφτείτε ιδιαιτέρως: πείτε, για συναισθηματικούς λόγους, «ο Νίκος Γκάλης» κι έπειτα δώστε το αργυρό μετάλλιο στον αληθινό κάτοχο του χρυσού.

Τον Χένρι Τέρνερ.