5 μύθοι για το ποδόσφαιρο της αλάνας

Το θυμόμαστε όλοι μας με αγάπη, συγκίνηση και τρυφερότητα. Α, ναι: και ελαφρώς λάθος…

Ήταν, με διαφορά, η καλύτερη στιγμή της ημέρας- ή, αν ήσασταν από αυτούς που διαβάζανε γιατί είχατε βλέψεις να γίνετε δεκτοί με υποτροφία στο Χάρβαρντ και θέλατε να τελειώσετε το δημοτικό με πάνω από 8, του Σαββατοκύριακου: απαντούσαμε καταφατικά στο ερώτημα της μαμάς «Έκανες τα μαθήματά σου;» λέγοντας «Ναι, ναι» και μετά, πιο χαμηλόφωνα, «Έκανα πως έκανα τα μαθήματά μου».

Έπειτα- σε μια εποχή που «κινητό» λέγαμε μόνο το σκριν στο μπάσκετ και ποτέ το τηλέφωνο, γιατί κανείς μας δεν είχε- πηγαίναμε να συναντήσουμε τους φίλους μας στην αλάνα της γειτονιάς ή στην πίσω αυλή του σχολείου μας. Ξέραμε ότι όλο και κάποιοι θα είναι εκεί- είχαμε πει από χθες «τα λέμε αύριο» και ουδείς τολμούσε ν’ αθετήσει την υπόσχεσή του.

ala

Όταν μαζευόμασταν όλοι, στήναμε δυο πέτρες για κάθε τέρμα, βάζαμε τα φλάι μπουφάν μας από πάνω για να είναι πιο έντονο το δοκάρι, χωριζόμασταν σε ομάδες και το απόλυτο ντέρμπι ξεκινούσε.

Τη θυμάστε τη διαδικασία, προφανώς. Μόνο που με την πάροδο των ετών μάλλον έχουμε διαστρεβλώσει όλοι μας μερικά πραγματάκια κι έχουμε αναγάγει μερικούς μύθους σε πραγματικότητα.

Το Menshouse έπεσε προσφάτως σ’ ένα καζάνι με τον ορό της αλήθειας και αποκαθιστά την αλανιάρικη (του ποδοσφαίρου της αλάνας, δηλαδή) τάξη.

 

Μύθος νούμερο 1: ο χοντρός παίζει πάντα τέρμα

termapaxis

Το μεγαλύτερο- και βαθιά «ρατσιστικό»- ψέμα στα χρονικά του ψεύδους: τέρμα δεν έπαιζε απαραιτήτως ο χοντρός της παρέας, αλλά ο πιο άμπαλος της παρέας, αυτός που χρειαζόταν εννιά επαφές για να κοντρολάρει την μπάλα μετά από πάσα στα δύο μέτρα.

Ποιος ο λόγος να χαραμίσεις τον ευτραφή συμμαθητή σου βάζοντάς τον κάτω από τα δοκάρια (θα πείτε ότι δεν είχαμε οριζόντιο, αλλά οκ…), αν της «μιλούσε» της μπάλας κι αυτή ανταποκρινόταν;

Τερματοφύλακας ήταν κατά κανόνα αυτός που όταν έπαιζε επιθετικός δε σκόραρε ούτε στο ημίχρονο που όλοι έπιναν νερό κι αυτός συνέχιζε, όταν ξεκινούσε στα χαφ η ομάδα θύμιζε ξέφραγο αμπέλι και κοβόταν στο half, και στις περιπτώσεις που έκανε τον στόπερ, δεν ύψωνε stop σε κανέναν, αλλά άφηνε αφύλακτη τη διάβαση προς τα δίχτυα μας.

Εν ολίγοις, εκείνος που με το ποδόσφαιρο ήταν παράλληλες έννοιες και δε θα συναντιούνταν ποτέ.

Ο άμπαλος.

Μύθος νούμερο 2: όλοι θέλαμε τους καλύτερους στην ομάδα μας

Τρίζουν τα κόκκαλα του Ανδρέα: ποιος διάλεγε πρώτα τον κατά τεκμήριο καλύτερο παίχτη της τάξης ή της ομάδας; Με ΠΑΣΟΚ μεγαλώσαμε, αφήστε τα αυτά: αν ήμασταν αρχηγοί και κερδίζαμε στα «βηματάκια» με αποτέλεσμα να διαλέξουμε πρώτοι, πάντα κοιτούσαμε πώς θα βολέψουμε τον κολλητό μας, ούτως ώστε να μην στραβώσει.

andres

Έτσι, ο Γιώργος οριζόταν υπουργός εξωτερικών (αριστερό μπακ), ο Μάκης εσωτερικών (αμυντικό χαφ), ο Πέτρος παιδείας (πρόσεχε το πεδίο του κέντρου) και ο Σπύρος αγροτικής ανάπτυξης (σέντερ φορ: περιμέναμε να σκοράρει για να ’ρθει η ποδοσφαιρική άνοιξη).

Αν, φυσικά, τύχαινε κάποιος εξ αυτών να είναι και παιχταράς, ακόμα καλύτερα. Πάνω από τη φιλία, όμως, δεν έμπαινε τίποτα. Ούτε ο Μαραντόνα.

ΠΑΣΟΚ θα λέτε και θα κλαίτε.

Μύθος νούμερο 3: ο κάτοχος της μπάλας έκανε ό,τι ήθελε

Εντάξει, ναι: αυτός που έφερνε την μπάλα είχε κάποια πλεονεκτήματα- διάλεγε ίσως ποιος θα παίξει ή δικαιούτο να βάλει τον εαυτό του να παίξει δεκάρι, έστω κι αν μετά βίας ξεπερνούσε το τρία σε ταλέντο.

Μέχρι εκεί, όμως: αν άρχιζε μετά από 15-20 λεπτά παιχνιδιού να γίνεται εκνευριστικός και ήθελε να περνάει πάντοτε το δικό του, μεγεθύνοντας μέχρι να γίνουν μπάλες ποδοσφαίρου οι δύο παιδικές μπαλίτσες που κουβαλούσε ο καθένας μας στο εσώρουχό του, τότε έπαιρνε κακήν κακώς πόδι.

Σιγά, λες και τον είχαμε ανάγκη τον ξιπασμένο.

Είχαμε πάντοτε τα τενεκεδάκια μας…

balaras-footballgalaxy

Μύθος νούμερο 4: το τελευταίο γκολ κερδίζει

Δεν είναι ακριβώς μύθος (όπως, ας πούμε, ο Ακέφαλος Καβαλάρης), αλλά περισσότερο παραποίηση της αλήθειας: κάποιος φώναζε, μετά από 2 ώρες παιχνιδιού- κι αφού τα γόνατά μας θύμιζαν τη Χιροσίμα μετά τη βόμβα- «το επόμενο γκολ κερδίζει!» και τότε όλοι μας σκοτωνόμασταν να σκοράρουμε για να πάρουμε τη νίκη.

goku

Αληθές, αλλά εν μέρει: αυτό συνέβαινε μόνο αν οι ομάδες ήταν ισόπαλες ή τουλάχιστον πολύ κοντά στο σκορ. Γιατί αν εμείς κερδίζαμε λόγω τακτικής Αλέφαντου με 13-2 και κάποιο ηττοπαθές τσογλανάκι από τους «απέναντι» έλεγε ότι το επόμενο γκολ κερδίζει, τότε κατά πάσα πιθανότητα θα κέρδιζε μια δωρεάν διαμονή στο εφημερεύον νοσοκομείο της περιοχής.

Στα εξηγεί ωραία ο άρχοντας;

Μύθος νούμερο 5: παίζαμε όσο θέλαμε και το ματς τελείωνε μόνο όταν κουραζόμασταν

Κανείς δεν αντιλέγει: είναι ωραία αίσθηση. Μαζεύεις τους νεότερους- τα παιδιά της γενιάς του Facebook και του Snapchat που για να πάρουν τα μάτια τους από το κινητό τους απαιτείται προεδρικό διάταγμα- γύρω από τη φωτιά και τους λες σαν σοφός γέροντας την ιστορία σου:

«Ααα, παιδιά είστε εσείς; Να καίτε τα μάτια σας πάνω από τα κινητά και να μη βγαίνετε καθόλου έξω; Έπρεπε να ζείτε στη δική μου την εποχή, τότε που πηγαίναμε και παίζαμε μπαλίτσα με τους φίλους μας στην αλάνα.

gonies

Ξεκινούσαμε το πρωί και μέχρι να δύσει ο ήλιος εκεί, να κλοτσάμε και να μας κλοτσάνε. Με κάθε τάκλιν γινόμασταν όλο και περισσότερο άντρες, κάθε γκολ μας έφερνε πιο κοντά στην αθανασία και λεπτό με το λεπτό δενόμασταν ολοένα και περισσότερο με τ’ αδέρφια μας, όπως αποκαλούσαμε τότε τους συμπαίκτες μας.

Κανείς δε μας έλεγχε και ποτέ δεν σταματούσαμε τον αγώνα αν δεν το θέλαμε εμείς…»

Κόψε κάτι, ανδρική εκδοχή της Μάρθας Βούρτση: ξέχασες πόσες φορές κάνα μισάωρο αφότου είχε ξεκινήσει το παιχνίδι είχε έρθει σε έξαλλη κατάσταση η μαμά του Κώστα με τα ρόλεξ στο κεφάλι και τον κατσάδιαζε γιατί δεν έκανε τις ασκήσεις στ’ αγγλικά;

marhtas

Και ο Κώστας έφευγε και πήγαινε μαζί και ο ξάδερφός του, γιατί φοβόταν πως θ’ ανακαλύψει και η δική του μαμά ότι από το “to be” είχε γράψει μόνο “I am” και “you is” και φοβόταν ότι έχει κάνει λάθος;

Κι έπειτα δημιουργούνταν ντόμινο και μένατε τρεις και ο κούκος, με τον κούκο να μη θέλει να παίξει μπάλα; Τι γινόταν τότε;

Ή όταν μας τραμπούκιζαν οι μεγαλύτεροι και βάζαμε την ουρά στα σκέλια; Τις φορές εκείνες που ο Γιάννης δεν έπαιρνε το πέναλτι που ήθελε και το γυρίζαμε στο κατς, αλλά με πιο αληθοφανείς μπουνιές και κλοτσιές;

Όχι, λοιπόν, δεν παίζαμε πάντοτε 6 και 8 ώρες όπως λέμε τώρα που μεγαλώσαμε για να διαιωνίσουμε τον μύθο.

Αλλά να, ήτανε η αλάνα. Ό,τι καλύτερο μας συνέβη ποτέ.

Λίγες υπερβολές συγχωρούνται.

Έτσι δεν είναι;

bala