Επτά γενιές, 237 χρόνια: Στο παλαιότερο καφενείο της Ελλάδας αποκλείεται να ακούσεις ήχο μηχανής
Βρείτε μας στο

Σε μια εποχή που πηγαίνει με χίλια, είναι απαραίτητο κάποια στιγμή να πατάς και λίγο φρένο. Να βγαίνεις από την τρέλα των συνεχόμενων υποχρεώσεων, από το φρενήρη ρυθμό του «τρέχω για να προλάβω». Το ταξίδι ήταν, είναι και θα είναι πάντα μια εξαιρετική διέξοδος. Η φυγή ως λύση. Αρκεί έστω και για λίγο. Κι αν ψάξεις καλά, θα βρεις ακριβώς το πού να πας ώστε να νιώσεις αλλιώς. Με το γνήσιο, το ανόθευτο, το μη επιτηδευμένο.

Μια βόλτα στο Πήλιο, θα σε κάνει να καταλάβεις αμέσως τη δύναμη που έχει το διάλλειμα από την καθημερινότητα, το πόσο ζωογόνο είναι να αλλάζεις παραστάσεις. Εκεί πάνω, στα 330 μέτρα υψόμετρο, υπάρχει ένα μέρος ξεχωριστό. Λέγεται Λαύκος.

Επτά γενιές, 237 χρόνια: Στο παλαιότερο καφενείο της Ελλάδας αποκλείεται να ακούσεις ήχο μηχανής

Δεν είναι τόσο γνωστό όσο τα άλλα φημισμένα χωριά του ευλογημένου τούτου τόπου. Το ότι δεν έχει πρόσβαση «εντός των τειχών του» με αυτοκίνητο εξηγεί εν πολλοίς το γιατί. Έχει τη δική του μαγεία, κουβαλάει τα δικά του χαρακτηριστικά. Θα το καταλάβεις καλά αν κάνεις τη χάρη στον εαυτό σου και κάτσεις στο καφενείο του χωριού. Θα νιώσεις σαν να μπήκες σε χρονομηχανή. Είναι, γαρ, το παλαιότερο της Ελλάδας. Βαστάει γερά εδώ και 237 ολόκληρα χρόνια. Ένα μοναδικό, στην πατρίδα μας, «αξιοθέατο».

Επτά γενιές, 237 χρόνια: Στο παλαιότερο καφενείο της Ελλάδας αποκλείεται να ακούσεις ήχο μηχανής

Το καφενείο του Εμμανουήλ Φορλίδα ξεκίνησε να λειτουργεί το 1785. Από εκείνη τη χρόνια ως και τις μέρες μας, σερβίρει δίχως παύση, με επτά γενιές της οικογενείας να κρατάνε ζωντανό το μαγαζί, την παράδοση και την κληρονομιά. Όπως μπορούμε να διαβάσουμε στην ιστοσελίδα του χωριού lafkos.gr: «Τα παλιά χρόνια λειτουργούσε στον πάνω όροφο του καφενείου, χάνι. Σε αυτό είχαν διαμείνει μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας, όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Κώστας Βάρναλης και ο Αλέξανδρος Δελμούζος».

Επτά γενιές, 237 χρόνια: Στο παλαιότερο καφενείο της Ελλάδας αποκλείεται να ακούσεις ήχο μηχανής

Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της

Ναι, κάτω από τα επιβλητικά σκιερά πλατάνια στην πλατεία του χωριού, που και μόνο που τα βλέπεις δροσίζεται το μέσα σου, απολάμβαναν το καφεδάκι τους ή το κρασάκι τους μερικοί από τους πλέον σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος που έβγαλε αυτή η χώρα.

Έχει μια γαλήνη, μια κάποια θρησκευτικότητα αυτός ο μοναχικός οικισμός. Θες επειδή δεν ακούγονται οι μηχανές των αυτοκινήτων, θες επειδή είναι τέτοια η ενέργεια που εκπέμπει, όταν πας εκεί, αισθάνεσαι αμέσως πως είσαι σε ένα μέρος διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Το χωριό διακρίνεται από λιθόστρωτα καλντερίμια, αλλά και από μία από τις πιο ευρύχωρες, καλοδιατηρημένες και γραφικές πλατείες, καθώς τα εννιά πλατάνια (!) και η παραδοσιακή πέτρινη βρύση που την κοσμούν θαρρείς ότι συνθέτουν έναν πίνακα ζωγραφικής.

Επτά γενιές, 237 χρόνια: Στο παλαιότερο καφενείο της Ελλάδας αποκλείεται να ακούσεις ήχο μηχανής

Πώς το προτείνουμε ως πλάνο; Περπάτημα για να δείτε από κοντά τα πέτρινα, παμπάλαια κτήρια, τα μικρά ξωκλήσια. Επίσκεψη σε κάποιο από τα μουσεία του χωριού – ναι διαθέτει – και αφορούν έργα τέχνης, ηθογραφικούς θησαυρούς και μία μοναδική συλλογή παλιών ραδιοφώνων. Απαραίτητη, επιτρέψτε μας να πούμε, μια στάση στο φούρνο του χωριού, στον οποίο φτιάχνεται ένα ψωμί-όνειρο.

Επτά γενιές, 237 χρόνια: Στο παλαιότερο καφενείο της Ελλάδας αποκλείεται να ακούσεις ήχο μηχανής

Και για ιδανικό φινάλε, ένας απολαυστικός καφές ή τσιπουράκι σε αυτόν τον καφενέ που μυρίζει ιστορία… Με τις παλιές ψάθινες καρέκλες, τα τραπεζάκια από μάρμαρο Πηλίου, τη ξυλόσομπα στο κέντρο. Χαζεύοντας την εκπληκτική θέα, από το βουνό των Κενταύρων ως τον Παγασητικό. Βέβαια το παραπάνω είναι απλώς και μόνο μία πρόταση. Το σημαντικό είναι να σας φέρει η τύχη ως εκεί πάνω. Το πώς θα ζήσετε την εμπειρία, αυτό είναι δική σας επιλογή και μόνο.

Δεν χωράνε «πρέπει» σε ένα μέρος που σταματά ο χρόνος, σε ένα χωριό που δεν έχει αλλοιωθεί στο ελάχιστο από το σαρωτικό χαμό της σύγχρονης καθημερινότητας.