Θα φανεί αν μάθαμε από τα λάθη μας: Γιατί το 2033 θεωρείται έτος-μηδέν για την Ελλάδα

Φαντάσματα από το μνημονιακό παρελθόν που μπορεί να επιστρέψουν για να μας «στοιχειώσουν»

Ο περισσότερος κόσμος δεν θέλει να ακούει ξανά για καταστάσεις που τον πλήγωσαν βαθιά με περισσότερους του ενός τρόπους. Είναι κατανοητό και ανθρώπινο. Μόνο τα ακούσματα λέξεων όπως πανδημία και κορονοϊός, κάνουν πολλούς να στρέφουν αλλού το κεφάλι, συνοδεία ενός «άσε μας ρε φίλε, ακόμα με αυτά ασχολείσαι;». Το ίδιο ισχύει και με μία άλλη λέξη που διέλυσε ζωές, όρισε για πάντα και ριζικά ένα «πριν» και ένα «μετά»: Τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους.

Μόνο που αν ένα πρόβλημα είναι υπαρκτό, τότε μας απειλεί θέλουμε δεν θέλουμε. Όσο και αν το ξορκίζουμε. Όσο και να κάνουμε σαν να μην υπάρχει. Να γιατί μια ημερομηνία τρομάζει πολύ αυτούς, τους λίγους ακόμη αναλογικά, που ξέρουν και ασχολούνται: Και αυτή είναι το έτος 2033.

Υποτίθεται ότι όταν παθαίνεις κάτι, τουλάχιστον όσο ακόμα οι μνήμες είναι νωπές και οι πληγές δεν έχουν επουλωθεί πλήρως, έχεις κατά νου να θέσεις ένα πλαίσιο ώστε να μην την ξαναπατήσεις. Να είσαι μαζεμένος στα έξοδά σου, να κινείσαι με άξονα το να είναι ασφαλής για το μέλλον, να μην περάσεις ξανά τα ίδια. Κάνει κάτι από αυτά το ελληνικό κράτος; Δικαιούται κανείς να είναι τουλάχιστον σκεπτικός, αν όχι ανήσυχος

Στο τέλος του 2032 εκπνέει η περίοδος χάριτος που βρισκόμαστε τώρα ως χώρα. Ακριβώς σε εκείνο το σημείο, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα επιβαρυνθεί ξαφνικά με 25 δισ. ευρώ, καθώς θα προστεθούν οι τόκοι δανείων του 2013, που «πάγωσαν» για δύο δεκαετίες, στο πλαίσιο των ρυθμίσεων ελάφρυνσης του χρέους με τους Ευρωπαίους δανειστές.

Εννοείται πως τα 25 δισ. ευρώ δεν αποτελούν«κρυφό χρέος» – το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μάλιστα το υπολογίζει στις εκτιμήσεις του, η Eurostat επίσης – αν και σε ξεχωριστό πλαίσιο. Όμως, το ότι δεν είναι κάτι άγνωστο, δεν σημαίνει και πως διώχνει μακριά κάθε ανησυχία.

Με τα υπάρχοντα δεδομένα, αρχής γενομένης από το 2033 η χώρα θα πληρώνει αυξημένα τοκοχρεολύσια, ενώ παράλληλα το κόστος εξυπηρέτησης θα επιβαρυνθεί εξαιτίας της μετάβασης από τα χαμηλά τρέχοντα επιτόκια των δανείων (1,5%) σε αυτά της αγοράς.

Τώρα πληρώνουμε σε τόκους 6-8 δισ. ευρώ, από το 2033 κι έπειτα αυτό το ποσό θα αγγίξει το διπλασιασμό (14 δισ.). Δυσβάσταχτο κόστος ειδικά για μια χώρα που δεν έχει την απαιτούμενη ανάπτυξη για να το καλύψει, αλλά και δεν δείχνει να προετοιμάζεται επαρκώς γι’ αυτή τη δύσκολη στιγμή.

Κοντολογίς, μια νέα χρεοκοπία δεν είναι κάτι το απίθανο. Την προηγούμενη φορά είχαμε τη δικαιολογία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που σάρωσε τα πάντα με την ισχύ απρόβλεπτου τυφώνα. Όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως ήμασταν παντελώς ανέτοιμοι και ότι ζούσαμε σε ένα συννεφάκι ως χώρα, στον πλανήτη Happy της επίπλαστης ευημερίας.

Πρέπει από πολύ νωρίτερα να έχει υπάρξει νέα ρύθμιση του χρέους. Μια νέα συμφωνία με τους δανειστές με μακροχρόνιο ξανά ορίζοντα. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει η Ελλάδα να αποδειχθεί «καλός μαθητής» δημοσιονομικά. Με συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ τουλάχιστον και μείωση του δημόσιου χρέους όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη.

Δεν ξέρουμε τι διεθνείς συσχετισμοί θα έχουν διαμορφωθεί ως τότε που θα γίνουν οι νέες διαπραγματεύσεις, με ποιους και τι θα έχουμε να κάνουμε. Πρέπει συνεπώς να φροντίσουμε να είμαστε όσο πιο δυνατοί γίνεται ως «παίκτες» όταν φτάσει η κρίση στιγμή.

Το να την ξαναπάθουμε δεύτερη φορά, τόσο κοντά χρονικά, με όλα τα δεδομένα στα χέρια μας και τη γνώση που αποκομίσαμε με πόνο και ιδρώτα, θα είναι όχι απλώς ασυγχώρητο, αλλά και εγκληματικό. Θέλουμε να πιστεύουμε πως αυτοί που διαχειρίζονται τις τύχες μας το γνωρίζουν καλά και δεν χειρίζονται τις καταστάσεις με μικροκομματικό συμφέρον και κοντόφθαλμη ματιά περιμένοντας να σκάσει μελλοντικά η «βόμβα» στα χέρια κάποιου άλλου.

Είναι θέμα πολιτικής βούλησης, κανονικά και εθνικής συνεννόησης υπεράνω κομμάτων (τι είπαμε τώρα, ε;). Παρουσιάζεται μια ρόδινη εικόνα στον κόσμο (διάβαζε: ψηφοφόρους) πως τα χειρότερα πέρασαν, πως όλα είναι ξανά καλά και ανθηρά, πως η οικονομία είναι εύρωστη και ισχυρή, πως δεν χρειάζονται επιπλέον δομικές μεταρρυθμίσεις.

Οι (όχι και πολύ) παλαιότεροι ωστόσο, θυμούνται πως αυτή ήταν η εικόνα, το κυρίαρχο αφήγημα και στα πρώτα χρόνια των 00s. Ο εφησυχασμός, η αλαζονεία και τα μικροπολιτικά παιχνίδια είναι σταθερά ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Μάθαμε άραγε από τα λάθη μας; Θα δείξει.