Μέχρι και δικό του αεροδρόμιο: Το τέλος του πιο χλιδάτου ελληνικού ξενοδοχείου που φιλοξενούσε βασιλιάδες και VIP

Ένας πόλος έλξης που μετατράπηκε σε ερείπια

Ένα… Σεν Μόριτς στην ορεινή Κορινθία ονειρεύονταν να δημιουργήσουν πριν από έναν αιώνα δύο δαιμόνιοι Έλληνες επιχειρηματίες και η αλήθεια είναι πως τα κατάφεραν. Τουλάχιστον για ένα μικρό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου το θέρετρο έφτασε στο σημείο να φιλοξενεί μέχρι και εστεμμένους, πριν τελικά εγκαταλειφθεί στη λήθη και ρημάξει…

Σήμερα το Σαραντάπηχο είναι ένα χωριό-φάντασμα. Όταν όμως το επισκέφθηκαν ο Βασίλειος Χρύσης και ο Σπύρος Νικολούλιας, δύο επιχειρηματίες οι οποίοι μόλις είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα από την Αυστραλία, αντίκρισαν ένα χωριό και ένα μέρος στο οποίο θα μπορούσαν να μετατρέψουν σε πραγματικότητα το όνειρό τους.

Έχοντας ως πρότυπο τα περίφημα σαλέ της Ελβετίας, πίστεψαν ότι θα ήταν δυνατό να συμβεί το ίδιο και στο Σαραντάπηχο, το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 1.200 μέτρων στην ορεινή Κορινθία, μέσα στην υπέροχη φύση της περιοχής.

 

Περίπου στο 1927, λοιπόν, έβαλαν μπροστά την υλοποίηση του σχεδίου τους το οποίο ήταν πραγματικά επικών διαστάσεων.

Στις ήδη υπάρχουσες εγκαταστάσεις και στα σπίτια των μόνιμων κατοίκων ήρθε να προστεθεί και το «Αναγέννησις». Ένα πολυτελές (ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα) ξενοδοχειακό κατάλυμα, όπου η χλιδή και τα… λούσα ήταν τέτοια ώστε να είναι σε θέση να ικανοποιήσει ακόμη και τις επιθυμίες βασιλιάδων αλλά και vip προσώπων εκείνης της εποχής.

Τα ερείπια και τα γκρεμίδια σήμερα είναι το μόνο που έχει απομείνει για να υπενθυμίζει τις ημέρες της απόλυτης δόξας και της υπέρτατης χλιδής. Στην περίοδο της ακμής του το «Αναγέννησις» διέθετε τρεις ορόφους, με συνολικά 70 δωμάτια. Επιπλέον, στο ίδιο συγκρότημα υπήρχε εστιατόριο, γήπεδα τένις και όχι μόνο, μίνι καζίνο και κινηματογραφική λέσχη, ενώ ακόμη πιο εντυπωσιακές ήταν οι υπόλοιπες υποδομές που στήριζαν το όλο εγχείρημα.

Οι επιχειρηματίες ξόδεψαν πολλά προκειμένου να εγκαταστήσουν εκεί ηλεκτρογεννήτριες για την αδιάκοπη παροχή ρεύματος, δίκτυο ύδρευσης, παγοποιείο, αλλά και κάτι απίστευτο για την εποχή. Ένα τηλεφωνικό κέντρο, σε μια περίοδο που κάτι ανάλογο δεν έβρισκες ούτε σε μεγάλες πόλεις της ελληνικής επικράτειας!

Περιμετρικά του πολυτελούς ξενοδοχείου υπήρχαν άλλα τρία κτίσματα τα οποία ήταν προορισμένα μόνο για τους πλέον υψηλούς επισκέπτες. Και τέτοιοι είναι αλήθεια πως πέρασαν αρκετοί την κάτι παραπάνω από μια δεκαετία που κράτησε η λειτουργία του. Ο βασιλιάς Φαρούκ της Αιγύπτου ήταν αναμφισβήτητα η απόλυτη ατραξιόν, αλλά και πολλοί άλλοι «γαλαζοαίματοι», πρέσβεις χωρών του εξωτερικού και επιφανείς Έλληνες επιχειρηματίες το προτιμούσαν για τις διακοπές του.

Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι για τις δικές τους ανάγκες, μέχρι και αεροδρόμιο είχε κατασκευαστεί και μάλιστα σε υψόμετρο 1.315 μέτρων! Με αυτό γινόταν συχνά οι μετακινήσεις και αρκετών επιστημόνων που διοργάνωναν σε αυτό το μαγευτικό μέρος μια σειρά συνεδρίων, ενώ ο βασιλιάς Φαρούκ έστελνε εκεί και φοιτητές ιατρικής, δείχνοντας την προτίμησή του και την αγάπη του στο Σαραντάπηχο.

Όπως έχει συμβεί και με πολλά άλλα πράγματα στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο, ο ερχομός του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ο λόγος της καταστροφής. Το κάποτε μοναδικό, λόγω υψομέτρου, αεροδρόμιό του ήταν από τους πρώτους στόχους των Ιταλών. Στην πορεία τα αυλάκια τα οποία άνοιξαν χρησιμοποιώντας μπουλντόζες και άλλα σκαπτικά μηχανήματα μετατράπηκαν στα σημερινά ρέματα, τα οποία πλέον γέμισαν με τα πεύκα και τα έλατα που έτσι κι αλλιώς δίνουν χρώμα και χαρακτήρα σε ολόκληρη την περιοχή.

Καθώς τα χρόνια πέρασαν και ο πόλεμος τελείωσε, η Ελλάδα είχε μπει πλέον σε μια άλλη εποχή, ενώ το όνειρο του Σαραντάπηχου είχε πια ανεξίτηλα σημάδια από τις συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή.

Ακόμη και οι μόνιμοι κάτοικοι των περίπου 50 οικημάτων που υπήρχαν εκεί, τα εγκατέλειψαν και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, είχε απομείνει μόνο ένας, ενώ πλέον δεν συμβαίνει αυτό.

Ο σημερινός επισκέπτης συναντά ένα χωριό-φάντασμα, όπου δεσπόζουν τα ερείπια μιας σύντομης αλλά ένδοξης περιόδου του παρελθόντος, ενώ τώρα πια μόνο τα καλοκαίρια, μπορεί κανείς να επισκεφθεί το καφενείο-ταβέρνα της οικογένειας Ματσημάνη το οποίο λειτουργεί τους θερινούς μήνες.