Ούτε «σε», ούτε «αλοιφή», ούτε παχύ -λ: Η λέξη των 3 γραμμάτων που όποιος τη λέει κάνει μπαμ ότι είναι Θεσσαλονικιός

Αν σκεφτήκατε το «ξες», να ξέρετε ότι κάνετε λάθος.

Σας βλέπουμε. Τώρα είναι αργά: σας είδαμε ήδη. Μην προσπαθείτε να κρυφτείτε, ελάτε στο ηλεκτρονικό, ζείδωρο φως. Ξέρουμε ότι είστε Αθηναίος και με το που διαβάσατε τον τίτλο του άρθρου αισθανθήκατε μία ανεξήγητη ευφορία, η οποία ευχόμαστε να διαρκέσει και αφότου σας έρθει η εφορία.

Είναι- στο πλαίσιο της γενικότερης παράκρουσης- εν μέρει λογικό: η «κόντρα» Αθήνας-Θεσσαλονίκης έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές, το πρωτεύουσα VS συμπρωτεύουσα είναι ένα θέμα που ουδέποτε παλιώνει (αν και στην πραγματικότητα έχει παλιώσει περισσότερο κι από τα φθαρμένα, θρυλικά Pony του Νίκου Γκάλη) και τα ένθεν κι ένθεν πειράγματα έχουν, ομολογουμένως, την πλάκα τους.

Ξέρετε τι άλλο έχει Πλάκα; Η Αθήνα, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.

Επομένως, φίλε Αθηναίε, το ξέρουμε πως έστω και στιγμιαία αισθάνθηκες ένα ανεξήγητο τσίμπημα πρωτευουσιάνικης λεκτικής υπεροχής. «Ρε τους κερατάδες, ποιος ξέρει τι άλλο κάνουν λάθος αυτοί οι παγαπόντηδες», θα σκέφτηκες, ιδίως αν είσαι άνω των 60 ή αν χρησιμοποιείς, στα 30s σου ας πούμε, για κάποιον ανεξήγητο λόγο τη λέξη «Παγαπόντηδες».

Δε θα σε ψέξουμε γι’ αυτή σου τη σκέψη- σε καμία περίπτωση. Ωστόσο, αν ήμασταν στη θέση σου, εμείς μάλλον θα το συζητάγαμε το θέμα, θα μιλάγαμε με κάποιους, θα ρωτάγαμε ορισμένους τρίτους, εντάξει θα γελάγαμε και λίγο και στο τέλος φυλάγαμε τα ρούχα μας για να ’χουμε τα μισά (τα μισά -άγαμε, για την ακρίβεια).

Οπ, είδες τι κάναμε εδώ;

Όπως και να ’χει, πίσω στα της Θεσσαλονίκης: ναι, υπάρχει το «με» και το «σε». Ναι, υπάρχει η «όζα», το «κασέρι», το «πάνε», το «φούιτ», το «αστικό» το «ντεμέκ» και μύρια όσα ακόμα, τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικό «γνώρισμα» των κατοίκων της πιο ερωτικής πόλης του διαπλανητικού συστήματος- ερωτική υπό την έννοια πως αν μένεις για πολύ καιρό εκεί, τη γ@μησες.

Ωστόσο, και με την πάροδο των ετών, το, ας το πούμε έτσι, χαρακτηριστικό εκείνο που φαίνεται ν’ αφήνει δεύτερο στην ιεραρχία το παχύ λάμδα («Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που γράφεται με δύο σίγμα και προφέρεται με δύο λάμδα»…) είναι μία άλλη λεξούλα τριών, μόλις γραμμάτων.

Για να το συνδέσουμε και με την επικαιρότητα και να μη νομίζετε πως βγάζουμε θέματα στην τύχη εδώ στο Menshouse και όχι κατόπιν πεντάωρων, εξαντλητικών καθημερινών συσκέψεων, φανταζόμαστε πως είδατε την πρεμιέρα του «Αλ Τσαντίρι», σωστά;

Ακόμη κι αν δεν είδατε, ωστόσο, είναι κάπως δύσκολο να μην πετύχατε πουθενά στα social media τον TikToker που βγήκε να πει τον πόνο του για τον φίλο του που «απήχθη» από τη νέα του κοπέλα (που, στο μεσοδιάστημα βέβαια, έγινε ήδη πρώην).

Σε περίπτωση που δε θέλετε ν’ αφήσετε με τίποτα την ζεστασιά της σπηλιάς σας και δε γνωρίζετε μέχρι και αυτή τη στιγμή για τι ακριβώς μιλάμε, ιδού:

Τι παρατηρείτε στην ομιλία του νεαρού όταν μιλάει για τον φίλο του; Δε λέει «του είπα», αλλά- δραματική παύση μερικών δευτερολέπτων για κορύφωση της αγωνίας- «τον είπα». ΤΟΝ είπα.

Ορίστε, το ξεφουρνίσαμε με μαεστρία Εβάν Φουρνιέ όταν περιγράφει αγώνα του Ολυμπιακού ο Βαγγέλης Ιωάννου. Στη Θεσσαλονίκη η συντριπτική πλειοψηφία θα πει «τον είπα», με αυτό το «τον» πολλές φορές να διέπεται από μία ευδιάκριτη μουσικότητα και να μετατρέπεται σε νότα («ντο νείπα»).

Κατ’ αντιστοιχία, εξυπακούεται, «την είπα». Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να γίνει μία μικρή παρένθεση, για να ειπωθεί πως για τα non-binary άτομα δεν παρατηρείται κάποια διαφοροποίηση μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, καθώς εκεί παραμένει το πιο εύηχο «του είπα».

Κι επειδή υπάρχει μια διαχρονική παρανόηση περί της γραμματικής υπεροχής της Νοτίου Ελλάδος έναντι του Βορρά, παρακαλούμε να δώσετε βάση στο παρακάτω:

ΥΛΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΗΣ

1 Γλάρος Νερό θάλασσας

1 κρεμμύδι κομμένο στη μέση 2 καρότα κομμένα στη μέση 3 πατάτες κομμένες στα τέσσερα

3 κοτσάνια σέλινο με φύλλα 1 κουταλιά της σούπας καλά υδρογονωμένου λίπους

διάφορα μυρωδικά

λίγο τυρί λίγο πιπέρι αλάτι 8 κουταλιές της σούπας ρύζι

2 αβγά γλάρου

1 λεμόνι

Εν ολίγοις, μη φάτε (γιατί οσονούπω θα) έχουμε γλαρόσουπα: η σύγχυση με τα «με» και «μου», τα «του» και «τον» γεννήθηκε με την κατάργηση της δοτικής, όταν και ήρθε στο προσκήνιο η ανάγκη να βρεθεί μία λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση.

Έτσι, εκφράσεις όπως το «λέγεις μοι» χάθηκαν από τον γλωσσικό χάρτη και οι μεν νότιοι προτίμησαν τη γενική («μου λες»), οι δε βόρειοι την αιτιατική («με λες»). Μαντέψτε τώρα: η αιτιατική είναι, γραμματικά, πιο κοντά στη δοτική απ’ ό,τι η γενική, επομένως η… Θεσσαλονίκη μάλλον έκανε τη σωστή επιλογή. Μπουμ!

Κι αν δεν πειστήκατε ακόμη, δείτε κι αυτό: στον πληθυντικό οι νοτιοελλαδίτες- που, θυμίζουμε, επέλεξαν τη γενική- τι κάνουν; Το «θα του δώσω κάτι» μετατρέπεται σε «θα τους δώσω κάτι». Άρα, αιτιατική. Θα λέγαμε εκ νέου «μπουμ», όμως εδώ είναι site, όχι κρητικός γάμος.

Τότε πώς εξηγείται το ότι το «του» θεωρείται σωστότερο από το «τον» και το «μου» από το «με»; Κατά πάσα πιθανότητα αυτό συμβαίνει επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και στο «νεόδμητο» κράτος χρησιμοποιήθηκε η γλώσσα που μιλούσαν σ’ αυτά τα μέρη, με αποτέλεσμα να θεωρείται η ορθή.

Οπότε, αν είστε Θεσσαλονικιός και κάνετε αμέριμνος μια βόλτα στον Λευκό Πύργο με κάποιον φίλο σας και πετύχετε, εντελώς τυχαία, ένα άτομο από την πρωτεύουσα που θα έρθει και θα σας ζητήσει, σε άκρως προκλητικό ύφος, τον λόγο για το ότι χρησιμοποιείτε την αιτιατική αντί της γενικής, μπορείτε κάλλιστα να του αναφέρετε όλα τα παραπάνω.

Και όταν θα μείνει ενεός, με το -Μ κεφαλαίο, έχετε κάθε δικαίωμα να γυρίσετε στον φίλο σας και να ζητήσετε επιβεβαίωση, ρωτώντας τον:

«Ρε μαλλλάκα, καλά δεν τον είπα;».