«Το μίσος και η επιθυμία για εκδίκηση είναι αχαλίνωτα συναισθήματα, που φυσιολογικά η καταπίεση ξυπνά και τροφοδοτεί. Αλλά αν αυτά μπορεί να αποτελέσουν μια δύναμη χρήσιμη για την αποτίναξη του ζυγού, ίσως κατόπιν να αποδειχτούν μια αρνητική δύναμη, όταν θα πρέπει να αντικατασταθεί η καταπίεση όχι με μια νέα καταπίεση, αλλά με την ελευθερία και την αδελφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων.
Για αυτό και οφείλουμε να ενισχύσουμε τη διέγερση εκείνων των ανώτερων συναισθημάτων που η ενεργητικότητά τους κατευθύνεται στη φλογερή αγάπη του καλού, προσέχοντας να μην ανασταλεί η ορμή, αποτελούμενη από καλούς και κακούς παράγοντες, η αναγκαία για τη νίκη.
(…)
Όμως, αν προκειμένου να νικήσουμε, θα έπρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε».
Ερίκο Μαλατέστα (1853-1932), Ιταλός αναρχικός
Κάθε μέρα η πραγματικότητα παράγει αφορμές για συζητήσεις πολύ ευρύτερες του στενού πλαισίου από το οποίο προκύπτουν: μια από αυτές είναι η συζήτηση αναφορικά με το τι σημαίνει (ή τι θα έπρεπε να σημαίνει) δικαιοσύνη με αφορμή τον μαζικό ξυλοδαρμό (το λιντσάρισμα με άλλα λόγια) του 21χρονου Αλβανού κρατούμενου για τον βιασμό της 19χρονης κοπέλας από την Ρόδο.
Το σοκαριστικό βίντεο που είδε το φως της δημοσιότητας μέσα από τη φυλακή και το οποίο αποτύπωνε το όλο σκηνικό «σήκωσε» ποικίλες αντιδράσεις. Για άλλους ήταν ένα ηδονικό βίντεο: «καλά έπαθε το καθίκι», η φράση που συνόδευε αυτή την ικανοποίηση. Για άλλους ήταν κάτι αποτροπιαστικό: και αυτό ανεξάρτητα από τον δεδομένο, έτερο αποτροπιασμό που προκάλεσε η δολοφονία που έγινε στην Ρόδο.
Η συζήτηση για το αν άξιζε στον συγκεκριμένο να πάθει ό,τι έπαθε θυμίζει σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες διαχρονικές συζητήσεις που γίνονται γύρω από το ζήτημα της θανατικής ποινής και το κατά πόσο υπάρχει έγκλημα που να μπορεί να δικαιολογήσει την ηθική της.
Η λογική πως η κοινωνία και οι θεσμοί που την διέπουν οφείλουν πάντα να διορθώνουν και όχι να εξοντώνουν ακόμα και το χειρότερο μέλος της, η λογική με άλλα λόγια πως το σύνολο είναι ανώτερο από το άτομο και ως εκ τούτου έχει ευθύνη για αυτό είναι και εκείνη που έχει επικρατήσει στις περισσότερες χώρες του πλανήτη με αποτέλεσμα την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Τα κοινωνικά ένστικτα ωστόσο σε έναν κόσμο που παράγει την βία με την ίδια ευκολία που το ανθρώπινο σώμα παράγει τον ιδρώτα (και μάλιστα σε τόσες πολλές μορφές που καμιά φορά αποτυγχάνουμε ακόμα και να την δούμε από την πολλή συνήθεια) είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο από τέτοιου τύπου διαπιστώσεις. Όσο και αν οι τελευταίες γίνουν θεσμοί, το ένστικτο της βίας, η ανάγκη επιβολής του νόμου του ισχυρού, η ηδονή της επιβεβαίωσης πως έστω και σε μια δεδομένη χρονική στιγμή σε καθορίζει ο ρόλος του ισχυρού (ακόμα και αν έχεις περάσει μια ζωή ως ανίσχυρος και έχεις βιώσει στο πετσί σου την ανηθικότητα της κυριαρχίας πάνω σου) είναι συμπεριφορές που δύσκολα μπορούν να αποβληθούν.
Στην περίπτωση του ξυλοδαρμού του 21χρονου βιαστή αλλά και των επιδοκιμασιών όσων ικανοποιήθηκαν στη θέασή του, βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτό το σημείο: ορισμένοι ανατριχιάζουν με την τερατώδη πράξη δυο ανδρών που βιάζουν, σκοτώνουν και στη συνέχεια πετάνε στα βράχια μια γυναίκα αλλά όταν ηδονίζονται αντί να δακρύσουν μπροστά στην τερατώδη πράξη ενός μαζικού λιντσαρίσματος μέσα στη φυλακή, τότε έχουν ενσωματώσει μέσα τους το τέρας που υποτίθεται πως αντιμάχονται.
Διότι στο τέλος της ημέρας, το λιντσάρισμα, η πρακτική του όχλου, η αναβάθμιση του «οφθαλμός αντί οφθαλμού» από ξεπερασμένη χριστιανική φράση σε πρόταση κοινωνικής δικαιοσύνης είναι φαινόμενα που προκύπτουν από την ίδια κοινωνική μήτρα που «γεννάει» την κουλτούρα του βιασμού, την κουλτούρα των γυναικοκτονιών, την κουλτούρα της ανώτερης ανδρείας έναντι των «κατώτερων γυναικών». Όλα αυτά είναι τμήματα της ίδιας κοινωνικής αρρώστιας. Και δεν έχει καμία σημασία αν κάποιοι οικειοποιούνται ορισμένες πτυχές της και εναντιώνονται σε κάποιες άλλες: κανένα δηλητήριο δεν αντιμετωπίζεται με νέα δηλητήρια, απλά ενισχύεται.
Η φημολογία πως ο λιντσαρισμένος βιαστής έγινε και ο ίδιος θύμα βιασμού από τους φυλακισμένους διαψεύστηκε από τους τελευταίους με ένα κείμενο το οποίο εξηγεί πως «ο τύπος εκτός από μερικές σφαλιάρες και κλωτσιές δεν έπαθε τίποτα». Στο ίδιο κείμενο, απαντώντας στις (ορθές κατά την άποψη αυτού του κειμένου) κατηγορίες πως η πράξη τους είναι ένα είδος ανήθικης επιβολής δικαιοσύνης, αναφέρουν πως δεν έχουν καμία διάθεση να υποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη, μια δικαιοσύνη που, όπως αναφέρουν στο ίδιο κείμενο, είναι υποκριτική.
«Ακόμα και αυτή τη δικαιοσύνη που μας έχει στοιβάξει εδώ, μας έχει συντρίψει κάθε όνειρο για το μέλλον, δε θα την υποκαταστήσουμε. Δε θα μας ξεριζώσει όμως κανείς το δικαίωμα να αφουγκραζόμαστε την κοινωνία από την οποία προερχόμαστε και να αποδίδουμε ένα μικρό κομμάτι κοινωνικής δικαιοσύνης στο χώρο που ζούμε», αναφέρουν.
Ας σκεφτούν λίγο καλύτερα αν τα λόγια τους συμβαδίζουν με τις πράξεις τους. Ας σκεφτούν αν η μορφή της «κοινωνικής δικαιοσύνης» που εφάρμοσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση (και που όντως ικανοποιεί ένα κομμάτι της κοινωνίας) είναι μια μορφή αντιθετική από εκείνη που θεωρεί και τους ίδιους παράσιτα χωρίς δικαιώματα ή βρίσκεται σε πλήρη εναρμονισμό με τη δικαιοσύνη που «συντρίβει τα όνειρά τους». Ίσως εκπλαγούν όταν (και αν) αντιληφθούν ότι ισχύει το δεύτερο. Ίσως, αν όντως θέλουν να αντισταθούν στην ηθική της δικαιοσύνης που τους συντρίβει τα όνειρα, να πρέπει καταρχήν να μάχονται ώστε να μην διακατέχονται και οι ίδιοι από την ηθική της στην δύσκολη καθημερινότητά τους.
Δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι πολύ περίπλοκη για να παρεμβαίνεις με απλοϊκά εργαλεία σε αυτή. Λιντσαρίσματα εξαγριωμένων κοινωνικών ομάδων πάνω σε μεμονωμένα άτομα στο όνομα μιας γενικής και αόριστης κοινωνικής δικαιοσύνης, κρεμάλες στις πλατείες, δεμένες γυναίκες σε πασσάλους που καίγονται σαν μάγισσες είναι πρακτικές που ενισχύουν την κοινωνική βαρβαρότητα, δεν την εξωραΐζουν.
Όσοι θέλουν να υπερασπιστούν μια άλλη δικαιοσύνη, αληθινή, ουσιαστική και μη τιμωρητική, μια δικαιοσύνη δηλαδή που θα βρίσκεται στον αντίποδα της σύγχρονης, συστημικής αστικής δικαιοσύνης, οφείλουν να τραβάνε την ανθρωπότητα μακριά από τέτοιου τύπου πρακτικές και όχι να την φέρνουν πιο κοντά τους.