Βιώνει πρωτόγνωρες, ιστορικές στιγμές η Βενεζουέλα: είναι το μόνο σίγουρο αυτό. Οι μέρες που προηγήθηκαν της Πρωτομαγιάς του 2019 θα μείνουν στην ιστορία όχι μόνο για την ίδια τη χώρα της Λατινικής Αμερικής αλλά και για τον πλανήτη συνολικά.
Όχι τόσο για τα εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά που έλαβαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στους υποστηρικτές του Νικολάς Μαδούρο και τους αντιπάλους του αλλά κυρίως για την ανοιχτή στήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ στους τελευταίους.
Συνοπτικά, μπορούμε μάλλον να μιλάμε για τα όρια και την αποτυχία ενός προσχεδιασμένου και ανοιχτά δημοσιοποιημένου πραξικοπήματος. Διότι σε αντίθεση με το βασικό συστατικό στοιχείο ενός πραξικοπήματος που δεν είναι άλλο από την συνωμοτικότητα -κάθε πραξικοπηματίας επιδιώκει να πιάσει στον ύπνο το καθεστώς που επιδιώκει να ανατρέψει- στην προκειμένη περίπτωση, η αντικυβερνητική αυτή δράση είχε γνωστοποιηθεί μήνες τώρα.
Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που οι μαδουρικές δυνάμεις δεν δυσκολεύτηκαν να κυριαρχήσουν στις συγκρούσεις και εν τέλει, από την όλη φασαρία να βγει ξεκάθαρα ενισχυμένος ο Μαδούρο: η εικόνα των πραξικοπηματιών να ζητάνε άσυλο σε πρεσβείες διαφόρων χωρών για να μην συλληφθούν και οι δικαιολογίες διαφόρων στρατιωτικών πως «έπεσαν θύματα παραπλάνησης» δημιουργούν αντικειμενικά μια εικόνα παντοδύναμου ηγέτη με τεράστια λαϊκή στήριξη για τον Μαδούρο.
Ο Χουάν Γκουαϊντό, ηγέτης της δεξιάς αντιπολίτευσης της Βενεζουέλας και επίσημος πολιτικός υποστηρικτής της προσπάθειας ανατροπής του Μαδούρο, μάλλον υποτίμησε τον μηχανισμό στήριξης και άμυνας του τελευταίου ενώ ταυτόχρονα φαίνεται πως θεώρησε πως έχοντας τις ΗΠΑ στο πλευρό του κάθε σύγκρουση θα ήταν νομοτελειακά προκαθορισμένη υπέρ του: η πραγματικότητα τον διαψεύδει στο έπακρο.
Την ίδια στιγμή, ένα μεγάλο και κεντρικό ερώτημα συνεχίζει να τίθεται προς επεξεργασία από τα ΜΜΕ του δυτικού κόσμου: είναι δικτάτορας ο Νικολάς Μαδούρο; Στο πλάι αυτής της ερώτησης (που -ας μην γελιόμαστε- υποθάλπτει μια ξεκάθαρη κατάφαση) κατατίθενται και διαφόρων ειδών προβληματισμοί αναφορικά με τη φύση της προσπάθειας ανατροπής του: είναι όντως πραξικόπημα αυτό που συνέβη στην Βενεζουέλα ή πρόκειται για λαϊκή εξέγερση εναντίον ενός αυταρχικού κυβερνήτη;
Το συγκεκριμένο ερώτημα είναι προφανώς περιττό: ένα πραξικόπημα μπορεί κάλλιστα να ενέχει στοιχεία λαϊκής εξέγερσης αλλά αυτό δεν το καθαγιάζει – και την Χρυσή Αυγή μια κάποια λαϊκή στήριξη την έχει αλλά ναζί παραμένουν.
Συν τοις άλλοις, η μεγάλη δύναμη του Μαδούρο σε αυτή τη σύγκρουση δεν ήταν άλλη από την στήριξη υποστηρικτών του στα λαϊκά στρώματα που δεν δίστασαν να βγουν στο δρόμο και να συγκρουστούν με τον στρατό. Το χαρτί λοιπόν της λαϊκής βούλησης μπορεί να το παίξει με μεγαλύτερη εγκυρότητα ο Μαδούρο.
Οι ορολογίες που χρησιμοποιούνται στη πολιτική συζήτηση οφείλουν να κρατάνε τον κυριολεκτικό τους ορισμό και όχι να γίνονται λάστιχο. Κυρίως, όταν έχουμε να κάνουμε με τόσο βαριές ορολογίες όσο αυτή του «δικτάτορα».
Ο Μαδούρο είναι ένας αμφιλεγόμενος πολιτικός, οι καταγγελίες περί αυταρχισμού που συνοδεύουν την κυβέρνησή του είναι μπόλικες ενώ τα τεράστια ποσοστά αποχής που ήρθαν σετ με τις κοινοβουλευτικές επικρατήσεις του ήταν τόσο μεγάλα που εύκολα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για σοβαρό έλλειμμα κοινωνικής αποδοχής στο πρόσωπό του. Αρκούν όμως όλα αυτά για να του αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «δικτάτορας»; Η απάντηση είναι -προφανέστατα- αδιάλλακτη: σε καμία περίπτωση.
Η έλλειψη συνωμοτικότητας σε αυτή την στρατιωτική προσπάθεια ανατροπής του Μαδούρο από την άλλη είναι μια πολύ επικίνδυνη εξέλιξη: έχουμε να κάνουμε με ένα πραξικόπημα που επιχειρεί να καθαγιαστεί στην μεγάλη κολυμβήθρα του «δεν υπάρχει εναλλακτική» νεοφιλελευθερισμού.
Και αν τέτοιου τύπου δικτατορικές πρακτικές (με όλη την ουσία της έννοιας αυτή τη φορά) νομιμοποιηθούν με μια εσάνς επίπλαστης δημοκρατικότητας, τότε τα όρια ανάμεσα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και την δικτατορία θα μοιάζουν μια σχετική κατάσταση. Και τότε οι εποχές μας θα γίνουν πραγματικά σκοτεινές…