Στις αστικές δημοκρατίες, οι πολιτικά ορθές αντιλήψεις συνηθίζεται να εκφράζονται με άξονα το δίπολο της νομιμότητας και της παρανομίας: κάθε αντίληψη και πρακτική που χωράει μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας γίνεται αυτόματα αποδεκτή, οι υπόλοιπες έχουμε μάθει να πιστεύουμε πως πρέπει να αποβάλλονται από ανάμεσά μας.
Τα τελευταία χρόνια στο κέντρο της Αθήνας, η ίδια η ζωή δίδαξε πάρα πολλούς ανθρώπους ότι αυτός ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι λίγο πιο περίπλοκος απ’ όσο θέλουν οι υπερασπιστές των απόλυτων και (ως εκ τούτου) απλοϊκών διπόλων.
Οι καταλήψεις προσφύγων που από το καλοκαίρι του 2016, ακριβώς ένα χρόνο μετά την έκρηξη μιας πρωτοφανούς προσφυγικής ροής στην Ελλάδα, άρχισαν να ξεμυτίζουν από τη μια άκρη της πόλης ως την άλλη αντιμετωπίστηκαν στην αρχή με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα.
Ήταν άλλωστε πολύ δύσκολο για πολλούς να αποδεχθούν μια πρακτική διαβίωσης που εκτός από πρωτότυπη μέσα στην κοινωνική ζωή, άνηκε με τους αμιγώς ψυχρούς της δικαιοσύνης, στη σφαίρα της παρανομίας: οι πρόσφυγες που έμεναν άλλωστε σε αυτές τις καταλήψεις και οι ντόπιοι που στέκονταν δίπλα τους, δεν είχαν κανένα νομικό δικαίωμα να μπαίνουν σε κτίρια που δεν τους άνηκαν.
Πολύ σύντομα ωστόσο, οι συνειδήσεις μπερδεύτηκαν και εν τέλει μετασχηματίστηκαν. Θα έπρεπε άλλωστε να είναι κανείς ο ορισμός του φασίστα για να μην αποδέχεται πως αυτά τα εγχειρήματα ήταν ενέσεις ζωντάνιας και αποθεώσεις συνύπαρξης, πως διακατεχόντουσαν από τόσο έντονη υγεία που θα ήταν παράλογο, σε μια πόλη γεμάτη τσιμέντο, άγχος και αποξένωσης, να αντιμετωπιστούν ως εχθρικά.
Ποιος λογικός άνθρωπος άλλωστε θα προτιμούσε την νόμιμη επιλογή διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος που επιφυλάσσει στρατόπεδα και αντίσκηνα μακριά από τις πόλεις για τους πρόσφυγες; Ποιος θα μπορούσε να μην χαίρεται βλέποντας ανθρώπους που έχουν περάσει τεράστιες κακουχίες να ξαναφτιάχνουν τις ζωές τους μέσα στον αστικό ιστό αντί να στοιβάζονται σε κάποια επαρχία;
Ποιος θα προτιμούσε τα άδεια κτίρια να παρέμεναν άδεια, μίζερα, άχρηστα αντί να γεμίζουν ζωή, αλληλεγγύη, χαμόγελα; Ποια καρδιά παραμένει κρύα βλέποντας προσφυγάκια να χαίρονται πηγαίνοντας σχολείο; Ποιοι είναι τόσο δυστυχισμένοι που είναι ανίκανοι να αφεθούν σε αυτή τη συναισθηματική ζεστασιά; Η πραγματικότητα απάντησε: δυστυχώς, πολλοί.
Αποτελεί χαρακτηριστική πρακτική αυτών των πρώτων μηνών της κυβέρνησης η εκκένωση των προσφυγικών καταλήψεων και είναι προφανές πως πρόκειται για μια πρακτική ελάχιστα ουσιαστική και κατά βάση επικοινωνιακή. Άλλωστε, κανείς άνθρωπος δεν μπορεί με σοβαρότητα να υποστηρίξει πως η μεταφορά τόσων προσφύγων σε στρατόπεδα που βρίσκονται σε απομονωμένα μέρη της Ελλάδας και το στοίβαγμά τους σε μαζικούς χώρους γεμάτους αντίσκηνα είναι βελτίωση των συνθηκών ζωής τους. Το ακριβώς αντίθετο και δεν υπάρχει μεγαλύτερο επιχείρημα για αυτό από τα κλαμένα πρόσωπα των προσφυγικών οικογενειών ενώ επιβιβαζόντουσαν υπό αστυνομικές συνοδείες σε πούλμαν που θα τους μετέφεραν σε στρατόπεδα.
Ναι, κανείς δεν μπορεί με σοβαρότητα να υποστηρίξει την ορθότητα αυτής της κυβερνητικής επιλογής αλλά δυστυχώς, το εκλογικό κοινό δεν αποτελείται μόνο από σοβαρούς και λογικούς ανθρώπους και στην κοινοβουλευτική πολιτική όταν το κοινό σου διψάει για αίμα πρέπει να του το δώσεις.
Οι θιασώτες της τάξης και της ασφάλειας, οι πολιτικοί που δεν έχουν πάρει μυρωδιά στη ζωή τους τι συμβαίνει εκεί που χτυπά η καρδιά της πόλης και διάφοροι θλιβεροί υποστηρικτές τους μπορεί να πανηγυρίζουν που επιτέλους εφαρμόστηκε η νομιμότητα, που καθάρισαν οι «εστίες ανομίας» που λέγονταν καταλήψεις προσφύγων. Οι υπόλοιποι το γνωρίζουμε πολύ καλά: μέχρι οι πρόσφυγες να ζουν ως ίσοι προς ίσους ανάμεσά μας, μέχρι να είναι μέλη του κέντρου της πόλης που απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια με όλους εμάς τους ντόπιους, αυτές οι «εστίες ανομίας» θα είναι οι πιο όμορφες πνοές ελευθερίας που δόθηκαν τα τελευταία χρόνια στην καθημερινότητά μας.
Μια μέρα, η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αναμετρηθεί με τις τύψεις της που εδώ και πέντε χρόνια έχει αποδεχθεί ως νορμάλ πραγματικότητα τα προσφυγικά στρατόπεδα. Τότε ίσως να είναι αργά αλλά έστω και ετεροχρονισμένα, κάποιοι θα μπορεί να αποκτήσουν την ανθρώπινη δυνατότητα να νιώθουν ένα ράγισμα στην καρδιά τους, μπροστά στη θέα των δακρυσμένων πιτσιρικιών ενώ αποχαιρετούσαν πίσω από τα τζάμια τους ντόπιους φίλους τους. Οι υπόλοιποι θα μείνουν καταδικασμένοι στη μιζέρια του να κρίνεις τα πάντα παπαγαλίζοντας μπαρούφες περί νομιμότητας.