Ο λόγος που η Ελλάδα έχει λιγότερα κρούσματα από τη χώρα με το καλύτερο σύστημα υγείας στον κόσμο

Μοιάζει «παράλογο», όμως δεν είναι…

Το παγκοσμίου φήμης Legatum Institute είχε συντάξει προσφάτως μία λίστα, προκειμένου να γνωστοποιήσει στο ευρύ κοινό ποια είναι η χώρα με το καλύτερο σύστημα υγείας παγκοσμίως.

Υπόψη του έλαβε τρεις σημαντικότατους συντελεστές: τη βασική σωματική και ψυχική υγεία της κάθε χώρας, τις υποδομές του συστήματος υγείας που έχει, καθώς επίσης και τη διαθεσιμότητα προληπτικής φροντίδας.

Το αποτέλεσμα που προέκυψε ξένισε αρκετούς, μιας και στο νο1 δε βρέθηκε κάποιο από τα «φαβορί», αφού Γερμανία, Ιαπωνία, Ελβετία, Σουηδία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο είδαν όλες την πλάτη μιας μικρής, μα θαυματουργής στον συγκεκριμένο τομέα, χώρας.

Ο λόγος για το «ταπεινό» Λουξεμβούργο των 614.000 μόλις κατοίκων, που επικράτησε στην άτυπη μάχη επί της δεύτερης Σιγκαπούρης. Το κράτος της δυτικής Ευρώπης έχει προσδόκιμο ζωής τα 82 έτη και οι γνωρίζοντες τονίζουν πως, πράγματι, το σύστημα υγείας του αποτελεί παράδειγμα προς ιατρική μίμηση.

Ωστόσο, ακόμα και το κορυφαίο σύστημα παγκοσμίως επλήγη σημαντικότατα από τον κορωνοϊό, φτάνοντας στα όριά του. Μάλιστα, μια σύγκριση με την Ελλάδα- που, ας το παραδεχτούμε, δεν έχει και το υποδειγματικότερο μοντέλο δημόσιας υγείας στα χρονικά του… μόντελινγκ- δείχνει πως η χώρα μας τα πηγαίνει πολύ καλύτερα: μέχρι και το απόγευμα της Παρασκευής (27/3) το Λουξεμβούργο (του πολύ κάτω του εκατομμυρίου πληθυσμού) μετρούσε 1605 καταγεγραμμένα κρούσματα, την στιγμή που στη χώρα μας ο επίσημος αριθμός ήταν 966.

Καταλαβαίνει, φυσικά, κανείς πως το πραγματικό νούμερο είναι και στις δύο περιπτώσεις πολύ μεγαλύτερο, όμως το δείγμα είναι κάτι παραπάνω από επαρκές για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.

Πώς εξηγείται, λοιπόν, αυτό το παράδοξο;

Θα περίμενε κανείς μια σύνθετη απάντηση, όμως τα πράγματα είναι πάρα πολύ απλά: παρά το γεγονός πως ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ξαβιέ Μπετέλ κήρυξε από τις 17 Μαρτίου τη χώρα σε τρίμηνη «κατάσταση κρίσης» (κάτι που επιτρέπει, δηλαδή, να λαμβάνει η κυβέρνηση γρήγορα νομοθετικές αποφάσεις και της δίνει το δικαίωμα να κλείσει όλα τα εργοτάξια και τους χώρους για αθλοπαιδιές), δεν προχώρησε σε απαγόρευση κυκλοφορίας.

Μάλιστα, το συγκεκριμένο μέτρο- η «κατάσταση κρίσης»- πάρθηκε όταν είχαν ήδη καταγραφεί 140 κρούσματα, νούμερο αρκετά μεγάλο για μια χώρα 614.000.

Στον αντίποδα, τα σχολεία στην Ελλάδα έκλεισαν στις 11 Μαρτίου, όταν είχαμε 99 επίσημα κρούσματα (στα σχεδόν 11 εκατομμύρια πληθυσμού, για να μην ξεχνιόμαστε), ενώ κλειδί αποτέλεσε και η απαγόρευση άσκοπης κυκλοφορίας που επιβλήθηκε από τα ξημερώματα της 23ης του τρέχοντος μηνός.

Φαίνεται λοιπόν, πως η χώρα μας- έχοντας, δυστυχώς, ως τραγικό παράδειγμα την βάναυσα πληγείσα Ιταλία- εφάρμοσε γρηγορότερα πολύ πιο αυστηρά μέτρα, καταφέρνοντας να περιορίσει τη ραγδαία διασπορά του κορωνοϊού, ακόμα και εν συγκρίσει με το κορυφαίο σύστημα υγείας παγκοσμίως.

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να «χαλαρώσουμε», όπως τονίζει κατ’ επανάληψη ο κύριος Τσιόδρας στην καθημερινή του ενημέρωση, ούτε να μας δημιουργηθεί η ψευδής εντύπωση πως ο εφιάλτης φτάνει άμεσα στο τέλος του.

Όχι. Χρειάζεται τώρα, περισσότερο από ποτέ, πειθαρχία και πλήρης τήρηση των κανόνων, έως ότου να μπορέσουμε ν’ ανασάνουμε κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Ο Covid-19 παραμένει ένας ορατά αόρατος κίνδυνος, τον οποίον στο τέλος θα βγάλουμε «συντεταγμένα» νοκ άουτ.

Και τότε, μόλις τελειώσουμε μια και καλή, θα φροντίσουμε να επιστρέψουμε σε κάτι που δε μας κάθεται και πολύ καλά στο στομάχι εδώ και αρκετές μέρες.

Όμως, αυτό είναι μια κουβέντα για μελλοντικό, πιο φωτεινό χρόνο.

Ίσως στην αγαπημένη μας παραλία το καλοκαίρι, με τον ήλιο «αγκαλιά»…