Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από ένα πόλεμο συνήθως εκείνοι που δεν βγαίνουν κερδισμένοι είναι οι άμεσα εμπλεκόμενοι, αφού ακόμη και οι νικητές πληρώνουν βαρύτατο τίμημα σε κάθε σύρραξη. Πάντα υπάρχουν εκείνοι που βλέπουν τις μάχες ως πηγή δημιουργίας κερδών και αυτοί δεν περιορίζονται μόνο στις πολεμικές βιομηχανίες αλλά επεκτείνονται ακόμη και σε συμπαθείς –κατά τα άλλα- οντότητες, όπως για παράδειγμα οι Νορβηγοί που κάνουν «χρυσές» δουλειές στην σκιά όσων τραγικών συμβαίνουν στην Ουκρανία.
Η συγκεκριμένη σκανδιναβική χώρα μετά την ρωσική εισβολή και τις κυρώσεις της Δύσης προς τον Πούτιν που ακολούθησαν, είναι ο βασικός πάροχος πετρελαιοειδών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, αντικαθιστώντας την Ρωσία. Όμως εξαιτίας του πολέμου οι τιμές έχουν εκτοξευθεί (όπως πολύ καλά γνωρίζουμε όλοι) με αποτέλεσμα η Νορβηγία να δει μια πρωτοφανή αύξηση στα κέρδη που έχει από τις πωλήσεις της.
Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση της χώρας περιμένει καθαρά έσοδα ύψους περίπου 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή σχεδόν τα τριπλάσια συγκρινόμενα με τα 34 δις της περασμένης χρονιάς. Αυτά τα χρήματα τα διαχειρίζεται εδώ και χρόνια ένα ειδικό ταμείο που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα επιστρέφει στην νορβηγική κοινωνία μέσω επενδύσεων, έργων, οικονομικής στήριξης κλπ που καθιστούν το συγκεκριμένο κράτος ως ένα από τα πλέον ανεπτυγμένα του κόσμου, με κοινωνικές παροχές και ποιότητα ζωής ασύγκριτα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το συγκεκριμένο κρατικό ταμείο διαχειρίζεται σχεδόν 1 τρις ευρώ, συνεπικουρούμενο και από τις αυξήσεις στις τιμές ενέργειας. Προφανώς –σε καθαρά οικονομικούς όρους- η Νορβηγία έχει κάθε λόγο να χαίρεται, την ίδια ώρα που πολλοί είναι εκείνοι που κατηγορούν ευθέως την σκανδιναβική χώρα για την στάση της. Θεωρώντας πως δεν είναι ηθικό να πλουτίζει ένα κράτος που χαρακτηρίζεται «σοσιαλδημοκρατικό» από την δυστυχία πρώτα από όλα των δοκιμαζόμενων Ουκρανών και σε δεύτερη ανάγνωση και από την απόγνωση των νοικοκυριών των υπόλοιπων κρατών, ειδικά του Νότου, που βλέπουν τους λογαριασμούς τους υπέρμετρα φουσκωμένους.
Η κυβέρνηση πάντως υπερασπίζεται την κατάσταση τονίζοντας ότι δείχνει την αλληλεγγύη της στους Ευρωπαίους παρέχοντάς τους την βασική πρώτη ύλη που κινεί την οικονομία και ξεκαθαρίζει ότι δεν καθορίζει η ίδια τις τιμές, αλλά η αγορά. Από την άλλη, όμως, πληθαίνουν οι φωνές πολιτικών παραγόντων οι οποίοι θεωρούν ότι αυτά τα υπερκέρδη θα έπρεπε να συγκεντρώνονται σε έναν ειδικό λογαριασμό ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας μετά τον πόλεμο, ως ελάχιστη ένδειξη αναγνώρισης ότι οι νορβηγικές τσέπες «ζεστάθηκαν» όσο η υπόλοιπη Ευρώπη έμενε «παγωμένη» και οι Ουκρανοί κείτονταν νεκροί στα πεδία των μαχών.