Τις τελευταίες μέρες η κοινωνία βράζει. Το δυστύχημα των Τεμπών μοιάζει να ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το (από καιρό γεμάτο) ποτήρι και οδήγησε σε ένα κοινωνικό ξέσπασμα και μια αμφισβήτηση απέναντι στην κυβέρνηση, που όμοιά της δεν είχε ξαναβιώσει την τετραετία που βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας.
Από τα πανό που ανεβαίνουν στα γήπεδα μέχρι τις συζητήσεις που γίνονται στα social media και από την ρητόρικη που αποκτούν διαφόρων ειδών τηλεοπτικές περσόνες, που δύσκολα θα μπορούσαν να μείνουν επίκαιρες αν δεν προσαρμόζονταν στο κλίμα των ημερών, μέχρι τις πορείες άπειρων ανθρώπων που γίνονται συνεχώς, το κλίμα μυρίζει μπαρούτι.
Πλάι σε αυτή την (αδιαμφισβήτητα αναμενόμενη) αναταραχή, επανέρχεται μαζί της και ένα φαινόμενο που πάντα απασχολεί σε τέτοιων ειδών συνθήκες: αυτό της αστυνομικής βίας.
Δεν υπάρχει ούτε μια πορεία που να μην έχει χτυπηθεί τελευταία από την αστυνομία, οι καταγγελίες για υπέρμετρη χρήση βίας από την πλευρά των ΜΑΤ δίνουν και παίρνουν, ένα σωρό άνθρωποι γυρνάνε σπίτια τους χτυπημένοι, άλλοι καταλήγουν στο νοσοκομείο, όλοι τους έχουν εισπεύσει τόνους χημικών από τους αστυνομικούς.
Ταυτόχρονα, το κλασικό αφήγημα της αστυνομίας που βρίσκεται σε «άμυνα» και το οποίο αναπαράγεται από τα ΜΜΕ περισσότερο ως Δελτίο Τύπου από την ΓΑΔΑ και λιγότερο ως ρεπορτάζ, πλέον δεν βρίσκει ικανοποιητικό ακροατήριο.
Λογικό: τις τελευταίες μέρες δεν συμμετέχουν στις πορείες απλά οι συνηθισμένοι θαμώνες τους αλλά ένα πολύ πιο διευρυμένο ανθρώπινο δυναμικό που δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά τις επίσημες εξηγήσεις της αστυνομίας. Άλλωστε βρίσκεται εκεί, στον τόπο των γεγονότων και έχει άποψη από μόνο του.
Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι πράγματι υπάρχει μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων που κάνει επίθεση στην αστυνομία. Και πράγματι, όταν η αστυνομία λέει πως «απάντησε» σε αυτή την επίθεση δεν λέει ακριβώς ψέματα. Λέει όμως την μισή αλήθεια.
Διότι στις διαδηλώσεις δεν συμμετέχουν μόνο οι μερικές δεκάδες ανθρώπων που ξεκινάνε τις συγκρούσεις με την αστυνομία, αλλά χιλιάδες άνθρωποι που βιώνουν την «αντεπίθεση» της αστυνομίας να ξεσπά πάνω τους με όρους απίστευτης μανίας.
Το πρόσχημα δεν βγάζει καν νόημα. Αν υποθέσουμε πως γίνεται μια ληστεία και η αστυνομία ενώ κυνηγά τους δράστες καταλήγει να συλλαμβάνει και να στέλνει στη φυλακή κάτι άσχετους που τυχαίνει να περνάνε από τον χώρο της καταδίωξης, θα μπορούσαμε ποτέ να δικαιολογήσουμε μια τέτοια κίνηση; Προφανώς και όχι. Με ποια λογική λοιπόν, η αστυνομία αιτιολογεί στα σοβαρά τις επιθέσεις λίγων ατόμων πάνω της ως τον λόγο που «σπάει» στο ξύλο και πνίγει στα χημικά χιλιάδες ανθρώπους;
Ας είμαστε ειλικρινείς: ο τρόπος που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει κάθε δυσαρέσκεια που εκφράζεται εναντίον της είναι η αύξηση της αστυνομικής βίας. Όμως, την τελευταία φορά που τσεκάραμε, η διαδήλωση δεν είχε ποινικοποιηθεί.
Ίσως κάποιος πρέπει να το υπενθυμίσει αυτό στους κυβερνώντες. Όχι τίποτα άλλο, αλλά τις τελευταίες μέρες όλο και λιγότεροι άνθρωποι παίρνουν στα σοβαρά αυτά που λένε ως επίσημες εξηγήσεις οι αρμόδιοι…