εστίαση ακρίβεια

Γι’ αυτό είναι όλα πανάκριβα: Το τέχνασμα με τις σαλάτες και τα ορεκτικά που κάνουν τα εστιατόρια και εκτοξεύει το λογαριασμό

Η εστίαση στην Αθήνα γίνεται όλο και περισσότερο ένα «ακριβό σπορ για λίγους»

Ξεκίνησε σαν αίσθηση, εδώ και καιρό συνιστά βεβαιότητα: Όλα εκεί έξω έχουν γίνει πανάκριβα. Μια σκληρή πραγματικότητα που μας χτυπάει σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας. Από τα πλέον ουσιώδη (φαγητό, στέγη, ενέργεια…) ως την έξοδό μας. Που δεν είναι πολυτέλεια. Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να λογίζεται ως τέτοια το να θες, για παράδειγμα, να πας σε ένα εστιατόριο να φας με το ταίρι σου, τους φίλους σου, την οικογένειά σου.

Είναι ψυχοθεραπεία να βγαίνεις με τους δικούς σου ανθρώπους, να ξεχνάς για λίγο τις έγνοιες και τα άγχη μπροστά σε ένα τραπέζι γεμάτο από νόστιμα εδέσματα. Το «γεμάτο» βέβαια ίσως θα έπρεπε να το αποφύγουμε. Τα απολύτως απαραίτητα παίρνει πια ο περισσότερος κόσμος – αν βγει. Για να μην τον ξαναπιάσουν οι… έγνοιες και τα άγχη με το που έρθει ο λογαριασμός!

Οι αριθμοί περιγράφουν την αλήθεια και ένα τέτοιο ντοκουμέντο είδαμε σε πρόσφατο σχετικό θέμα που έκανε η εφημερίδα Καθημερινή. Εκεί μίλησαν άνθρωποι της αγοράς και άπαντες, off the record, το συνόψισαν ως εξής: Αυτό που προ κορονοϊού κόστιζε 30 ευρώ κατ’ άτομο, αυτή τη στιγμή έχει εκτοξευτεί στα 50. Κι αυτό που πήγαινε 50 (το «κεφάλι»), είναι πλέον περί τα 80.

Η κρίση στην Ουκρανία πυροδότησε ένα γαϊτανάκι εξελίξεων που επηρέασε τα πάντα δίνοντας το έναυσμα – δείτε πόσο αυξήθηκε η τιμή του εθνικού μας street food, του σουβλακίου. Δεν εξηγούνται βέβαια τα πάντα μέσω του πολέμου. Είναι το κόστος της ενέργειας, είναι ο πληθωρισμός, είναι και η κλιματική κρίση που έχει προκαλέσει μεγάλες αλλαγές στην αγροτική παραγωγή – και πού ‘σαι ακόμη…

Πρόκειται κοντολογίς για γενικευμένη ακρίβεια, το ένα συμπαρασύρει το άλλο. Και δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο, αυτό πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε. Απλά στα μέρη μας η παραγωγή είναι κατακερματισμένη, υπάρχουν πολλοί μεσάζοντες και το όλο κόστος πρώτα βαραίνει τον εστιάτορα και μετά τον καταναλωτή. Μην το ωραιοποιούμε επίσης, υπάρχει έντονο και το φαινόμενο της αισχροκέρδειας.

Σε κάθε περίπτωση, κανείς (σοβαρός) επιχειρηματίας δεν θέλει να είναι τόσο ακριβός ώστε να χάνει κόσμο. Αναγκάζονται και το κάνουν. Και πώς το πλασάρουν καμουφλαρισμένα; Εκεί που μπορούν. Δεν γίνεται να πάνε ένα κυρίως πιάτο στα 30 ευρώ, θα «χτυπήσει» πολύ άσχημα, θα το πάρουν ελάχιστοι. Οπότε «βαράνε» εκεί που τους παίρνει. Στις σαλάτες και στα ορεκτικά. Που λίγο πολύ παίρνουν όλοι. Οι τιμές σε αυτά τα είδη έχουν πάρει για τα καλά την ανιούσα και είναι ένα τρόπον τινά τέχνασμα που έχουν βρει τα εστιατόρια για να κλείνει η ψαλίδα του αυξημένου λειτουργικού κόστους. Εκεί έχουν τα μεγάλα περιθώρια κέρδους, εκεί ανεβάζουν περισσότερο τις τιμές.

Κάπως έτσι, η εστίαση στην Αθήνα γίνεται όλο και περισσότερο σπορ για λίγους. Η επαρχία ακόμη αντιστέκεται, και δεν εννοούμε προφανώς τα φουλ τουριστικά μέρη που επίσης έχουν αρχίζει να γίνονται απλησίαστα. Επειδή κατά βάση η πρώτη ύλη είναι πολύ πιο φθηνή. Αν έχεις συνηθίσει σε τιμές εστιατορίων πρωτεύουσας και σε φέρει ο δρόμος κάπου εκτός, εντυπωσιάζεσαι με το πόσο πιο φτηνά είναι εκεί. Στην πράξη αυτό θα έπρεπε να είναι το νορμάλ. Αλλά, όπως καλά ξέρουμε, δεν είναι. Και η τάση είναι προς το ακόμα χειρότερο.