Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και η Αντιγόνη Ντρισμπιώτη θα είναι τελικά οι σημαιοφόροι της ελληνικής αποστολής στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι. Δύο απολύτως δικαιολογημένες επιλογές, όπως εδώ που τα λέμε θα ήταν και μερικές άλλες που ακούστηκαν ως υποψηφιότητες. Ακόμη και αυτή της Μαρίας Σάκκαρη, την οποία και λοιδόρησε πολύς κόσμος.
Στο πνεύμα της προηγούμενης διοργάνωσης ήταν δεδομένο ότι θα πηγαίναμε ξανά σε λύση διπλής εκπροσώπησης, από έναν αθλητή και μία αθλήτρια. Το 2020 είχαν επιλεγεί Άννα Κορακάκη και Λευτέρης Πετρούνιας και τέσσερα χρόνια αργότερα ακούστηκαν πολλά ονόματα μέχρι να φτάσουμε στην τελική ανακοίνωση.
Εκ των υστέρων μάθαμε πως κρούση είχε υπάρξει τόσο στον Μίλτο Τεντόγλου, όσο και στην Κατερίνα Στεφανίδη. Δύο αθλητές με αμέτρητες διακρίσεις, ρεκόρ, μετάλλια σε μεγάλες διοργανώσεις και κάτι ακόμα. Διάρκεια και συνέπεια. Εδώ και χρόνια κυριαρχούν στα αγωνίσματά τους, με τον Τεντόγλου προφανώς να είναι στο απόγειο της καριέρας του και την Στεφανίδη προς το τέλος της δικής της.
Υπό αυτήν την έννοια, ειδικά στην περίπτωση της πρωταθλήτριας του επί κοντώ το να ανοίξει την τελετή έναρξης στην μεγαλύτερη γιορτή του παγκόσμιου αθλητισμού θα αποτελούσε και μια συνολική αναγνώριση της αδιανόητης προσφοράς της. Όπως, όμως, έγινε γνωστό και οι δύο αρνήθηκαν ευγενικά καθώς τα δικά τους αγωνίσματα στον στίβο είναι πιο αργά ημερολογιακά και δεν ήθελαν να αλλάξουν το πρόγραμμα προπονήσεων και προετοιμασίας τους.
Για τον αθλητή η συζήτηση ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα. Αμέσως μετά την εξασφάλιση του εισιτηρίου από την Εθνική ομάδα μπάσκετ η παρουσία του Γιάννη Αντετοκούνμπο ήταν δεδομένη. Άλλωστε θα έπρεπε κάποιος να είναι πραγματικά άσχετος για να έχει στα χέρια του ένα από τα πιο δυνατά brand names και έναν από τους πλέον αναγνωρίσιμους αθλητές παγκοσμίως και να μην τον βάλει στην απόλυτη βιτρίνα του.
Προφανώς και δεν θα ξένιζε κανέναν ενδεχόμενη επιλογή του Τεντόγλου ή και κάποιου άλλου αθλητή, αλλά το γενικότερο impact που έχει ο Γιάννης εξαιτίας και της δημοφιλίας του μπάσκετ σε σχέση με το άλμα εις μήκος (ανάμεσα σε άλλα), επί της ουσίας δεν άφηνε πολλά περιθώρια για δεύτερες σκέψεις.
Εκεί που όμως έγινε πολλή κουβέντα ήταν στο θέμα της γυναικείας εκπροσώπησης, δηλαδή της αθλήτριας που θα έμπαινε πρώτη στο στάδιο δίπλα στον Αντετοκούνμπο. Λίγη ώρα πριν αρχίσουν να γράφονται αυτές οι γραμμές, η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή κατέληξε στην Αντιγόνη Ντρισμπιώτη. Μια απολύτως σωστή απόφαση που περνά και ένα παραπάνω μήνυμα.
Μην ξεχνάμε ότι η Ελληνίδα βαδίστρια διαθέτει πολύ ξεχωριστή ιστορία. Μετά από μια καριέρα σημαντική μεν αλλά χωρίς τεράστιες επιτυχίες, επανήλθε σε ηλικία πολύ προχωρημένη και σαν από θαύμα, άνθισε όσο ποτέ! Τα δύο χρυσά μετάλλια σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και το ένα χάλκινο σε Παγκόσμιο ήταν η απόδειξη ότι ο αθλητισμός δεν έχει ηλικία και ότι στα όνειρα δεν πρέπει να μπαίνουν όρια…
Και έχοντας πει όλα τα παραπάνω, ας περάσουμε και στην… πέτρα του σκανδάλου. Ας μιλήσουμε για την Μαρία Σάκκαρη που ακούσια και δίχως να φέρει την παραμικρή ευθύνη, βρέθηκε μπλεγμένη σε ένα συνονθύλευμα δημοσιευμάτων και σχολίων που έσταζαν χολή για το πρόσωπό της.
Ποιο είναι άραγε το έγκλημα που της καταλογίζουν οι επικριτές της; Σίγουρα πάντως δεν σχετίζεται με τις ικανότητές της στα court και την πορεία της στο τένις. Ίσα-ίσα… Πρόκειται για την με τεράστια διαφορά από την επόμενη, καλύτερη παίκτρια που έχει αναδείξει ποτέ η Ελλάδα. Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό, αφού δεν έχουμε δα και καμιά τεράστια παράδοση στο σπορ, ας «περιοριστούμε» στο γεγονός ότι είναι μια εκ των κορυφαίων του πλανήτη.
Με νίκες σε σημαντικά τουρνουά, με σταθερή παρουσία στο παγκόσμιο Top-10 όπου κάποια στιγμή έφτασε μέχρι το νούμερο 3 κόσμου και φυσικά με καθολική αναγνώριση σε όποιο γήπεδο του πλανήτη κι αν εμφανιστεί. Για τον μέσο Έλληνα, όμως, και κυρίως αυτόν που θα μπει στο τριπάκι να σχολιάσει τα πάντα στα social media, όλα αυτά δεν έχουν σημασία και δεν είναι αρκετά για να την βάλουν απλά στη συζήτηση.
Το μόνο που μέτρησε κατά την άποψή τους για να είναι υποψήφια για σημαιοφόρος είναι η σχέση της με τον γιο του πρωθυπουργού… Και το πραγματικά άθλιο είναι ότι μια τέτοια άποψη ακούγεται και γράφεται κυρίως από ανθρώπους που πολιτικά στέκονται απέναντι στην σημερινή κυβέρνηση.
Δηλαδή από αυτοπροσδιοριζόμενους ως αριστερούς που υποτίθεται κόπτονται για τα δικαιώματα των γυναικών (ανάμεσα σε άλλα) και χτυπούν όπου βρεθούν κι όπου σταθούν τα κατάλοιπα της πατριαρχίας που υποβιβάζουν το γυναικείο φύλο. Και μπορεί σε όλους τους υπόλοιπους να κουνούν δεικτικά το δάχτυλο ακόμη κι αν ξεφύγει και η παραμικρή λεκτική παραδρομή, είναι έτοιμοι να σε βάλουν στην θέση σου ως σεξιστή. Αλλά στα μάτια τους η Μαρία Σάκκαρη είναι «η γκόμενα του γιου του Κούλη»… Και δεν ντρέπονται να το λένε…