Ένα από τα πλέον απειλούμενα είδη παγκοσμίως είναι ο γύπας της Ινδίας. Και πριν οι σκεπτικιστές αρχίσουν τα «και τι μας νοιάζει εμάς τι συμβαίνει στην άλλη άκρη του κόσμου», σπεύδουμε να συμπληρώσουμε ότι οι επιπτώσεις της ραγδαίας μείωσης του πληθυσμού τους είχε τραγικές επιπτώσεις και στον άνθρωπο.
Και όλα αυτά λόγω της στρεβλής και απαρχαιωμένης άποψης που έχουν ακόμη πολλοί σχετικά με την έννοια του περιβάλλοντος. Ο όρος δεν αφορά κάποιο απομακρυσμένο σημείο και τις συνθήκες που αναπτύσσονται εκεί.
Πρέπει όλοι μας να αντιληφθούμε ότι αποτελούμε κομμάτι μιας ολότητας, η ισορροπία της οποίας εξαρτάται άμεσα από τον καθένα. Και να μας γίνει πεποίθηση πως κάθε πράξη μας (ή η απουσία της) έχει ευθύτατες επιπτώσεις στα πάντα γύρω μας. Σε ότι, δηλαδή μας περιβάλλει, όπως μαρτυρά και η ετυμολογία της λέξης…
Ο ινδικός γύπας βρίσκεται σε πολύ άσχημη θέση στη λίστα με τα απειλούμενα είδη. Έχουν απομείνει τόσα λίγα μέλη του είδους που η κατάστασή του είναι στα «κόκκινα» και απόλυτα κρίσιμη, παρά το γεγονός ότι πριν από σχεδόν 30-35 χρόνια ο πληθυσμός τους ήταν κραταιός και υπολογίζεται ότι υπήρχαν περίπου 50.000.000 πτηνά!
Πιο μικρός από το όρνιο, με το οποίο συγγενεύει, το συγκεκριμένο είδος έχει μήκος 80-103 εκατοστά, εντυπωσιακό άνοιγμα φτερών το οποίο κυμαίνεται από 1,96 μέχρι 2,38 μέτρα και βάρος από 5,5 έως λίγο παραπάνω από 6 κιλά.
Όπως και άλλα μέλη της ίδιας ευρύτερης οικογένειας, είχε ιδιαίτερο ρόλο στην διατήρηση των ισορροπιών στο περιβάλλον εξαιτίας των διατροφικών συνηθειών του. Τρέφεται κυρίως με ψοφίμια και νεκρά ζώα και ουσιαστικά παίζει το ρόλο ενός σκουπιδιάρη. Γι’ αυτό άλλωστε είναι γνωστή και η εικόνα του να πετά πάνω από χωματερές και να τον συνοδεύει η φήμη ότι μπορεί να μεταδώσει ασθένειες στον άνθρωπο.
Δυστυχώς στην περίπτωση του ινδικού γύπα συνέβη το αντίθετο. Η ανθρώπινη δραστηριότητα δηλαδή ήταν εκείνη που οδήγησε σχεδόν στον αφανισμό τους…
Όλα ξεκίνησαν όταν οι Ινδοί άρχισαν να χορηγούν ευρέως δικλοφαινάκη σε αγελάδες. Πρόκειται για μια ουσία η οποία χρησιμοποιείται ως μη στεροειδές παυσίπονο στα βοοειδή. Την ίδια ώρα, όμως, αποδείχτηκε θανατηφόρο για τους γύπες.
Προφανώς οι αγελάδες δεν αποτελούν μέρος της διατροφής ενός γύπα, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα υποπροϊόντα που προκύπτουν μετά τη σφαγή τους ή με τα κουφάρια νεκρών ζώων από άλλες συνθήκες. Η κατανάλωση είτε σφαγίων είτε πτωμάτων έφερε τους ινδικούς γύπες σε επαφή με αυτή την θανατηφόρα ουσία και τα αποτελέσματα υπήρξαν δραματικά.
Υπολογίζεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εξαφανίστηκε ακόμη και το 98% του πληθυσμού του ινδικού γύπα, καθιστώντας τον ένα από τα πλέον απειλούμενα είδη παγκοσμίως. Και παρά το γεγονός ότι η χρήση της δικλοφαινάκης απαγορεύτηκε τελικά το 2006, η κατάσταση παραμένει τόσο κρίσιμη που πολλοί την θεωρούν μη αναστρέψιμη.
Ωστόσο ο ινδικός γύπας δεν είναι το μοναδικό θύμα σε αυτήν την υπόθεση. Χωρίς αυτούς τους πτωματοφάγους και σκουπιδοφάγους, αυξήθηκαν δραματικά οι λοιμώξεις από βακτήρια, με τεράστιο αντίκτυπο και στον άνθρωπο.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία και τους υπολογισμούς που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, θεωρείται ότι για περίπου 500.000 θανάτους ανθρώπων ευθύνεται ο αφανισμός του γύπα…
Υπολογίζεται ότι η αύξηση των θανάτων είναι πολύ μεγαλύτερη σε ποσοστά στις περιοχές όπου κάποτε ζούσαν οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί, ενώ το πρόβλημα ήταν πολύ πιο διογκωμένο στα αστικά κέντρα εξαιτίας της ύπαρξης σφαγίων και χωματερών.
Μόνο για το διάστημα από το 2000 μέχρι το 2005, σχεδόν 100.000 θάνατοι οφείλονται στην απουσία των συγκεκριμένων πτηνών, ενώ πέρα από το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, υπάρχει και το οικονομικό αποτύπωμα, με τους Ινδούς να κάνουν λόγο για περισσότερα από 69 δισεκατομμύρια δολάρια ζημία.
Τέλος ένα πρόσθετο ζήτημα που προέκυψε, αφορά και τα καψερά τα αδέσποτα σκυλιά. Δίχως πολιτικές περιορισμού του φαινομένου, η Ινδία είχε αφήσει στους γύπες την ευθύνη «ελέγχου» του πληθυσμού, με αποτέλεσμα μετά την μείωση των πτηνών να σπάσουν κάθε προηγούμενο ρεκόρ τα περιστατικά λύσσας.