Υπόθεση «Ηριάννα»: Το χρονικό μιας παράλογης δίκης

Αν ο Κάφκα σκεφτόταν την ιστορία της Ηριάννας μάλλον θα θεωρούσε τον εαυτό του υπερβολικό...

Όταν το 1914 ο Κάφκα ξεκινούσε να γράφει την «Δίκη», ένα από τα γνωστότερα έργα του, δεν θα φανταζόταν ποτέ πως στην Ελλάδα του 2017 μια αληθινή δικαστική ιστορία θα ξεπερνούσε κατά πολύ σε φαντασία αυτό που είχε στο μυαλό του. Κι όμως, η υπόθεση της Ηριάννας Β.Λ. θα έκανε τον Κάφκα να στέκεται με ανοιχτό το στόμα.

Διότι στην «Δίκη» του Κάφκα, ο πρωταγωνιστής Γιόζεφ Κ. ξυπνάει ένα πρωί και δυο άγνωστοι τον οδηγούν στον ανακριτή χωρίς ο ίδιος να ξέρει για ποιο ακριβώς λόγο κατηγορείται. Στη συνέχεια, περνάει από μια σουρεαλιστική δίκη χωρίς ποτέ να του διευκρινιστεί ο λόγος. Με αυτό το τέχνασμα, ο Κάφκα επιχειρεί να αναδείξει τον παραλογισμό που διέπει πολλές φορές το δικαστικό σύστημα και την αέναη ταλαιπωρία που κρύβεται πίσω από τα γρανάζια της δικαστικής γραφειοκρατίας.

Ποιος θα περίμενε ότι η εφιαλτική υπόθεση του συμπαθέστατου Γίοζεφ Κ. θα έμοιαζε με παιδικό παραμυθάκι μπροστά στην αληθινή υπόθεση της Ηριάννας; Διότι αν στον χαρακτήρα του Κάφκα ο σουρεαλισμός προκύπτει από το γεγονός ότι δεν γίνεται ποτέ κατανοητός ο λόγος που διώκεται, η υπόθεση της Ηριάννας αποκτά αντίστοιχα χαρακτηριστικά ακριβώς εξαιτίας του λόγου της δίωξής της.

Η Ηριάννα βρίσκεται στη φυλακή για ένα και μόνο λόγο: διότι κάποτε τα είχε με κάποιον.

Ναι, κάποτε είχε σχέση με κάποιον και αυτός είναι ο λόγος που σήμερα είναι καταδικασμένη με 13 χρόνια φυλάκιση και το δικαστήριο αρνείται ακόμα και την αποφυλάκισή της μέχρι την τέλεση της διαδικασίας έφεσης, δηλαδή μέχρι την τελεσίδικη απόφαση της υπόθεσης.

Για την Ηριάννα, τα πάντα ξεκίνησαν το μακρινό 2011. Τότε ήταν ακόμα φοιτήτρια που διατηρούσε σχέση με κάποιον που άνηκε στον αναρχικό χώρο. Το αγόρι της, μαζί με δυο συγκατοίκους του, συνελήφθη με την κατηγορία της συμμετοχής στην ένοπλη οργάνωση «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς». Στο διαμέρισμα που έμεναν οι τρεις συλληφθέντες βρέθηκε DNA που άνηκε σε διάφορα άτομα.

Στην Ηριάννα ζητήθηκε από την αστυνομία να δώσει δείγμα του DNA της προκειμένου να συγκριθεί με το DNA που βρέθηκε στο διαμέρισμα. Ήταν δεδομένο πως εφόσον η ίδια είχε ερωτική σχέση με τον έναν από τους κατηγορούμενους, το DNA της θα βρισκόταν σίγουρα στο διαμέρισμα. Πιστεύοντας, όμως, πως εφόσον είναι αθώα δεν έχει να φοβηθεί για τίποτα, έδωσε δείγμα όπως της ζητήθηκε.

Τα χρόνια πέρασαν, το αγόρι της αθωώθηκε από το δικαστήριο και οι δυο συγκάτοικοί του φυλακίστηκαν. Η Ηριάννα κλήθηκε σε δίκη τον περασμένο Μάιο για εκείνο το DNA που είχε δώσει κάποτε, σε μια υπόθεση που είχε ξεχάσει την ύπαρξή της. Άλλωστε το τότε αγόρι της είχε αθωωθεί, θα ήταν παράλογο η ίδια, που είχε δώσει συναινετικά το DNA της, ν’ ανησυχεί πως θα μπει φυλακή.

Η Ηριάννα αντιμετώπισε την κλήση της στο δικαστήριο ως μια γραφειοκρατική ταλαιπωρία, ως κάτι τυπικό που απλά θα τελειώσει άμεσα και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο δεν μπήκε στην διαδικασία να προετοιμαστεί σαν να πήγαινε σε κανονική δίκη. Τελικά, το δικαστήριο θεώρησε πως το DNA της στο διαμέρισμα του τότε αγοριού της είναι ικανό στοιχείο για να καταδικαστεί. Τιμωρήθηκε με 13 χρόνια φυλάκιση και, πριν καλά-καλά το καταλάβει, βρέθηκε στη φυλακή!

Ένα μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης, έγκριτοι νομικοί που έσπευσαν να υποστηρίξουν τον παραλογισμό του εγκλεισμού της, πανεπιστημιακοί που επιβεβαίωσαν πως η Ηριάννα είναι από τα πιο λαμπρά μυαλά της πανεπιστημιακής κοινότητας, δόμησαν ένα κοινωνικό κλίμα υπεράσπισης γύρω της. Μέσα στο φθινόπωρο θα εκδικαστεί η έφεση της πρωτόδικης απόφασης και η λογική λέει πως θα αθωωθεί. Η λογική, ωστόσο, έλεγε πως μέχρι την εκδίκαση της έφεσης θα αφεθεί και ελεύθερη. Όμως ο παραλογισμός συνεχίστηκε και σε αυτόν τον τομέα.

Στις 17 Ιουλίου ο εισαγγελέας πρότεινε  η Ηριάννα να μην αποφυλακιστεί διότι «υπάρχει ο κίνδυνος να τελέσει ξανά εγκλήματα». Ωστόσο, δεν διευκρίνησε ακριβώς ποια εγκλήματα έχει τελέσει ήδη. Και πώς να το κάνει άλλωστε; Αφού κάτι τέτοιο δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ.

Μάλιστα, όσοι ήταν παρόντες στην διαδικασία μπορούν να διαβεβαιώσουν πως η εισήγηση του εισαγγελέα ήταν μάλλον «καφενειακού» και όχι νομικού τύπου. Ο άνθρωπος το μόνο που δεν είπε προκειμένου να τεκμηριώσει την θέση του ήταν «γνώμη μου πάντα, έτσι;» – τέτοιου επιπέδου ήταν η εισήγησή του.

Μικρή λεπτομέρεια της υπόθεσης: ο συγκεκριμένος εισαγγελέας είναι ο ίδιος που είχε εισηγηθεί απελευθέρωση του Μιχαλολιάκου και του Παππά της Χρυσής Αυγής μέχρι τη λήξη του δικαστηρίου της ναζιστικής τους οργάνωσης. Αν μη τι άλλο, πρόκειται για έναν εισαγγελέα που κρατά τα ίδια μέτρα και τα ίδια σταθμά σε κάθε υπόθεση (not).

Το δικαστήριο έκρινε, με ψήφους 3-2, πως η Ηριάννα πρέπει να συνεχίσει να είναι έγκλειστη. Όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις μέσα στο δικαστικό σύστημα επιβεβαιώνουν πως η απόφαση αυτή είναι περισσότερο πολιτική και ελάχιστα νομική. Κατά πολλούς, η πρόσφατη απελευθέρωση του Τάσου Θεοφίλου έπειτα από πέντε χρόνια φυλάκισης με ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία, εκλήφθηκε ως μία απόφαση που έκανε την δικαιοσύνη να μοιάζει αδύναμη στα μάτια της κοινωνίας και η υπόθεση της Ηριάννας αποτέλεσε μια άτυπη ρεβάνς απέναντι στην κοινωνική συνθήκη που εγκαθιδρύθηκε με την υπόθεση Θεοφίλου.

Όλη αυτή η διαδικασία φυσικά, κατά πολλούς, δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την κόντρα κυβέρνησης και δικαστικών που βρίσκεται σε εξέλιξη: το δικαστικό σύστημα κάνει μια επίδειξη δύναμης μέσω της Ηριάννας, στέλνοντας το μήνυμα πως αν θέλει μπορεί να καθορίσει το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα καθώς και να παραγάγει πολιτικό κόστος στην κυβέρνηση…

Όπως και να έχει όμως, όλα αυτά αποτελούν πολιτικές εκτιμήσεις και όχι γεγονότα. Αντίθετα, το οριακό 3-2 της δικαστικής έδρας είναι η απόδειξη ενός πολύ συγκεκριμένου γεγονότος: δεν υπάρχει τίποτα αντικειμενικό στο σκεπτικό της απόφασης που κρίνει πως η Ηριάννα πρέπει να είναι φυλακισμένη.

Η εν λόγω απόφαση, λοιπόν, είναι τόσο σχετική και υποκειμενική που πάρθηκε με οριακή πλειοψηφία. Και όταν ο εγκλεισμός ενός ανθρώπου γίνεται με υποκειμενικά κριτήρια και όχι με βάση αδιάψευστα γεγονότα, κάτι πάει πολύ στραβά με το νόμο…