Βιασμοί, δολοφονίες, κανιβαλισμός: Οι άρρωστες κοινωνίες γεννούν άρρωστες συμπεριφορές

Η 19χρονη φοιτήτρια που βιάστηκε και δολοφονήθηκε από δυο σχεδόν συνομηλίκούς της είναι το τελευταίο θύμα του εν εξελίξει εκφασισμού της κοινωνίας.

Μια κοινωνία μπορεί να είναι άρρωστη με πολλαπλούς τρόπους. Μπορεί να είναι άρρωστη εξαιτίας ενός καθεστώτος που έχει εγκαθιδρυθεί πάνω από τα κεφάλια των μελών της. Μπορεί να είναι άρρωστη εξαιτίας των ίδιων των μελών της. Μπορεί η αρρώστιά της να απορρέει από έναν συνδυασμό των δυο παραπάνω. Και μπορεί να είναι άρρωστη επειδή τα φαινομενικά υγιή μέλη της έχουν φυσικοποιήσει τον κανιβαλισμό, τον αντιλαμβάνονται ως νορμάλ τμήμα της καθημερινότητας, βλέπουν ένα κανιβαλιστικό φαινόμενο κάθε μέρα και απλά μαθαίνουν να το προσπερνάνε. Η τελευταία εκδοχή κοινωνικής αρρώστιας είναι και η πιο δύσκολα διαχειρίσιμη: εύκολο «φάρμακο» δεν υπάρχει.

Πριν μερικές μέρες, στην Ρόδο η 19χρονη φοιτήτρια Ελένη Τοπαλούδη δολοφονήθηκε στυγνά από δυο σχεδόν συνομίληκούς της άντρες. Η είδηση είναι πλέον πολύ γνωστή για να χρειαστεί να γίνει επανάληψη των λεπτομερειών που οδήγησαν στη δολοφονία της αλλά για να αναπτυχθεί ένα συγκεκριμένο σκεπτικό μάλλον η επανάληψη είναι αναγκαία: η Ελένη αρνήθηκε να συνευρεθεί σεξουαλικά ταυτόχρονα και με τους δυο άντρες, οι τελευταίοι εκνευρίστηκαν και τελικά, την χτύπησαν στο κεφάλι με τέτοια βία που η 21χρονη άφησε την τελευταία πνοή της. Στη συνέχεια, πέταξαν το πτώμα της σε μια παραλία. Το κουκούλωμα της δολοφονίας που επιχειρήθηκε δεν πέτυχε και έτσι, πλέον έχουμε δυο κατηγορούμενους συλληφθέντες και ένα τετελεσμένο, άγριο έγκλημα, από αυτά που όλο και πιο συχνά τελευταία γίνονται κεντρικά ζητήματα της επικαιρότητας.

Δεν έχει πάρα πολύ νόημα να επικεντρωθεί κανείς στα ανθρώπινα σκουπίδια που σχολιάζοντας από εδώ και από εκεί στη μεγάλη χαβούζα του διαδικτύου επαναλαμβάνουν για την 19χρονη πως «καλά να πάθει», πως «τα ήθελε» και άλλους τέτοιους εμετούς υπό μορφή προτάσεων. Όποιος θεωρεί ότι το να γίνεται διάλογος επί του ζητήματος σε αυτή τη βάση έχει την οποιαδήποτε νομιμοποίηση, ας σταματήσει επί τόπου το διάβασμα αυτού του κειμένου: δεν είναι επιθυμητός εδώ αλλά ακόμα και να ήταν, δεν έχει καν το νοητικό επίπεδο να καταλάβει το παραμικρό από αυτά που διαβάζει.

Αντίθετα, το αληθινό νόημα υπάρχει στο να επικεντρωθεί κανείς στα μικρά κομμάτια βαρβαρότητας που οι μη-βάρβαροι αυτής της κοινωνίας έχουν μάθει όχι απλά να αποδέχονται αλλά και να αναπαράγουν.

Είναι εκείνα τα κομμάτια που επαναλαμβάνουν εμμονικά τα ρεπορτάζ που λένε πως η 19χρονη ήταν κορίτσι «που δεν προκαλούσε, που δεν έδινε δικαίωμα». Με άλλα λόγια, εμμέσως πλην σαφώς θέτουν το θύμα σε ρόλο απολογητή: δηλαδή αν η Ελένη ζούσε ακόμα θα έπρεπε να απολογηθεί για το κατά πόσο «έδινε δικαιώματα»; Μπορεί και να έδινε, μπορεί και όχι. Μπορεί ορισμένες φορές να ήταν έτσι και ορισμένες φορές να ήταν αλλιώς. Κάθε τέτοια συζήτηση, υπόρρητα ψάχνει να βρει ελαφρυντικά για μια δολοφονία, να μετακυλίσει στην δολοφονημένη ένα μερίδιο ευθύνης για την δολοφονία της. Όμως δεν υπάρχουν ελαφρυντικά, δεν ευθύνεται εκείνη που δολοφονήθηκε.

Ακόμα και αν πήγε στο σπίτι του δολοφόνου με πρόθεση να κάνει σεξουαλικό τρίο με τους μελλοντικούς δολοφόνους της, τίποτα δεν δικαιολογεί καμία βιαιοπραγία. Και με κεφαλαία γράμματα για γίνει κατανοητό: ΚΑΜΙΑ ΕΥΘΥΝΗ ΔΕΝ ΕΧΕΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ. Όποιοι και όποιες αποδέχονται αυτή την αναμφισβήτητη αλήθεια ας σταματήσουν να πιπιλάνε την καραμέλα για τον χαρακτήρα της.

Ας το καταλάβουν άπαντες: η κάθε γυναίκα έχει κάθε δικαίωμα να δίνει δικαιώματα, να μην δίνει, να πηγαίνει με όσους γουστάρει ταυτόχρονα ή να μην πηγαίνει με κανέναν ανάλογα με τα κέφια της και κανείς δεν μπορεί να της ζητάει το λόγο, πόσο μάλλον να την σκοτώσει αν τον απορρίψει. Ακόμα και αν δευτερόλεπτα πριν τον «έχει προκαλέσει», κανείς δεν έχει δικαίωμα να απλώσει καν χέρι πάνω σε μια γυναίκα για μια άρνηση. Τα υπόλοιπα, όπως λέει και ο λαός, είναι να είχαμε να λέγαμε και να΄χαμε να πούμε. Για την ακρίβεια, τα υπόλοιπα είναι δικαιώσεις μιας δολοφονίας.

Ένα άλλο κομμάτι φυσικοποίησης της βαρβαρότητας είναι εκείνο που θέλει να μας πείσει ότι η δολοφονία αυτή στερείται σεξιστικού υπόβαθρου. Ότι η ύπαρξη έμφυλων διαχωρισμών μέσα σε αυτή την κοινωνία είναι μια εμμονή κάτι περίεργων γυναικών που έχουν μείνει κολλημένες στα 60s, ότι καμία ανάγκη δεν υπάρχει για γυναικεία χειραφέτηση διότι αυτή έχει συντελεστεί ήδη.

Αυτή η ρητορική ξεκινάει από την ανάγκη δικαιολόγησης πως «δεν είναι όλοι οι άντρες καταπιεστές και βιαστές» (κάτι το οποίο είναι προφανέστατο) για να καταλήξει τελικά, στην επέκτασή της, να αρνείται συνολικά την ύπαρξη του σεξισμού μέσα στην κοινωνία. Λες και το ένα σκέλος αυτής της ρητορικής συνεπάγεται αυτόματα και το άλλο σκέλος της. Το χειρότερο είναι πως τα λογικά άλματα τέτοιων αντιλήψεων συντελούνται από ανθρώπους που αντιτάσσονται σε άλλες πτυχές ρατσισμού.

Θα ήταν αντικειμενικά αστείο, για παράδειγμα, να ισχυριστεί κανείς πως επειδή όλοι οι Έλληνες δεν είναι ξενοφοβικοί, η ξενοφοβία είναι ξεπερασμένο φαινόμενο στην ελληνική κοινωνία. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: είναι ευρέως διαδεδομένο και ας μην μας καθορίζει όλους. Όταν όμως αυτό το τόσο απλό σκεπτικό καλείται να προσαρμοστεί στα μέτρα και τα σταθμά του σεξισμού, αυτόματα η αποδοχή της ίδιας της ύπαρξης του σεξισμού μετουσιώνεται σε περίπλοκο ζήτημα συζήτησης. Προφανώς, περιστατικά σεξουαλικών δολοφονιών, βιασμών, κακοποιήσεων αφορούν τόσο συχνά άντρες όσο αφορούν και γυναίκες. Έτσι δεν είναι; Μήπως κάθε τρεις και λίγο ακούμε και για έναν δολοφονημένο άντρα επειδή αρνήθηκε σεξ σε μια γυναίκα ή για βιασμούς συντελεσμένους από γυναίκες πάνω σε άντρες; Μήπως το αν και κατά πόσο υπάρχει ανδρικό προνόμιο μέσα σε αυτή την κοινωνία είναι κάτι που πρέπει να αφήσουμε τις γυναίκες να το ορίσουν;

Κάτι παραπάνω από δυο μήνες πριν, με αφορμή τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, γράφαμε εδώ για την φασιστική βαρβαρότητα του «ναι μεν, αλλά…». Από τότε μάθαμε για την δολοφονία ενός Αλβανού εργάτη από έναν χρυσαυγίτη και τη δολοφονία της 19χρονης Ελένης στη Ρόδο. Και για κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις αντιμετωπίζεται με πολλαπλά «ναι μεν αλλά». Όσο αυτός ο κόσμος θα αφαιρεί κάθε μέρα ζωές με αυτόν τον τρόπο, κάθε «ναι μεν αλλά» θα είναι το υπόστρωμα του φασισμού.