Σε παγκόσμιο επίπεδο, η γονιμότητα έχει μειωθεί από 5 γεννήσεις ανά γυναίκα κατά μέσο όρο το 1950 και 3,3 το 1990 σε 2,2 γεννήσεις ανά γυναίκα το 2024. Η Ελλάδα είναι πολύ κάτω από αυτό το μέσο όρο και με δείκτη 1,34 ανήκει στις 20 χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά γονιμότητας στον κόσμο το 2024.
«Ο θάνατος της Ελλάδας», ανέφερε χαρακτηριστικά σε tweet του ο Έλον Μασκ, παρουσιάζοντας την είδηση με το κλείσιμο 721 σχολείων (σε σύνολο 13.748 – περίπου 0,5%) σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Τα νούμερα είναι απολύτως δυσοίωνα και η πρόβλεψη για την πορεία του δημογραφικού στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια απολύτως ζοφερή, αν δεν αλλάξει άμεσα και δραστικά κάτι.
Τα τρία τελευταία χρόνια το ένα αρνητικό ρεκόρ γεννήσεων διαδέχεται το άλλο. Το 2022 η Ελλάδα έπεσε για πρώτη φορά κάτω από τις 80.000 γεννήσεις ετησίως και το 2024 κάτω από τις 70.000. Η τελευταία φορά που οι γεννήσεις ήταν περισσότερες από τους θανάτους ήταν το 2010 – καθόλου τυχαίο δεδομένου ότι ακολούθησε η χρεοκοπία και τα μνημόνια. Από το 2011 ξεκίνησε ο αρνητικός συντελεστής, που από το 2020 και μετά έχει παγιωθεί σε νούμερα άνω των -50.000. Το αρνητικό ρεκόρ ήταν το 2022, με 76.095 γεννήσεις και 140.801 θανάτους (-64.706), ενώ το 2024 τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 69.675 και 128.259 (-58.584).
Για να μπορεί να διατηρήσει μια χώρα τον πληθυσμό της (και την κοινωνική συνοχή της) το ποσοστό γονιμότητας πρέπει να είναι στο 2,10. Με την τροχιά που έχει πάρει η Ελλάδα, το 2070 η πολυπληθέστερη ομάδα του πληθυσμού θα είναι, βάσει εκτιμήσεων, οι γυναίκες άνω των 90 ετών!
Επίσης, τα παιδιά ηλικίας έως τεσσάρων ετών θα είναι η μικρότερη πληθυσμιακή ομάδα και στα δύο φύλα.
Τα δεδομένα δείχνουν πως μεγαλύτερη συρρίκνωση αναμένεται στις παραγωγικές ηλικίες και ειδικά στις ηλικίες 40-60 ετών, ενώ μεγάλη μείωση αναμένεται στον γυναικείο πληθυσμό 30-45 ετών, που είναι και οι κύριες αναπαραγωγικές ηλικίες για τις γυναίκες.
Τα στοιχεία παρουσιάστηκαν από την υπουργό Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας Σοφία Ζαχαράκη και αυτό είναι μάλλον το μόνο θετικό – ότι το πρόβλημα έχει αναγνωριστεί με κάθε επισημότητα.
Η απογραφή του 2021, κατέγραψε μείωση του πληθυσμού κατά 3,5% σε σχέση με το 2011 και κατά σχεδόν 5% σε σχέση με το 2001.
Ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας είναι σήμερα πάνω από 46 ετών (έναντι 39 ετών που ήταν το 2000), ενώ περισσότερο από 1 στους 5 κατοίκους της χώρας είναι πάνω από 65 ετών (16% το 2000) και το ποσοστό των άνω των 80 ετών είναι διπλάσιο σε σχέση με αυτό του 2000 (6%).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurostat, ο πληθυσμός της χώρας αναμένεται να μειωθεί κατά 14% μέχρι το 2050 φτάνοντας τα 9 εκατομμύρια και να πέσει στα 7,3 εκατομμύρια έως το 2100 (μείωση 30%).
Από τις 19 χώρες που το 2024 είχαν λιγότερες γεννήσεις από την Ελλάδα, οι πέντε είναι το Χονγκ-Κονγκ, το Μακάου, το Μοντσεράτ, ο Μαυρίκιος και οι Βρετανικές Παρθένες Νήσοι. Στην πρώτη τριάδα είναι οι Ταϊβάν, Νότια Κορέα και Σινγκαπούρη, ενώ από ευρωπαϊκές χώρες η Ουκρανία (για προφανείς λόγους) κατέχει τη χειρότερη θέση, με 1,2 γεννήσεις ανά γυναίκα. Ακολουθούν Μολδαβία, Ιταλία, Ισπανία και Πολωνία με 1,3, ενώ πιο κάτω από την Ελλάδα είναι και η Βοσνία. Τις 19 συμπληρώνουν το Πουέρτο Ρίκο και η Ιαπωνία.
Η μελέτη του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), σε συνεργασία με το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, επιβεβαιώνει το προφανές: η υπογεννητικότητα είναι άμεσα σχετιζόμενη με τις συνθήκες ζωής, την ακριβή στέγη, την επισφαλή εργασία, τους χαμηλούς μισθούς και την απουσία ουσιαστικής κρατικής μέριμνας για την οικογένεια.
Τα επιδόματα γέννησης δεν αρκούν για να αντιστρέψουν την κατάσταση. Αυτό που λείπει είναι ένα μακρόπνοο και συνεκτικό σχέδιο που θα εξασφαλίζει σταθερό εισόδημα, κοινωνικές υποδομές και ουσιαστική υποστήριξη για τις οικογένειες με παιδιά.
Όπως καταλήγει η έκθεση, η υπογεννητικότητα είναι σημάδι βαθύτερης κοινωνικής και πολιτικής αδυναμίας: το κράτος δεν προσφέρει στους πολίτες του τις προϋποθέσεις για να δημιουργήσουν οικογένεια με ασφάλεια, προοπτική και αξιοπρέπεια.
Το φαινόμενο του brain drain που τόσο έχει πλήξει το δημογραφικό και η πτώση της αγοραστικής δύναμης (υψηλό κόστος ζωής), σε συνδυασμό με τις πρακτικά ανύπαρκτες φοροελαφρύνσεις για οικογένειες με παιδιά, δημιουργούν ένα ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα, που μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να υπερκεραστεί.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό – πέρσι στη Νότιο Κορέα τα καροτσάκια για σκύλους ξεπέρασαν τα καροτσάκια για μωρά σε πωλήσεις – αλλά σε μια χώρα με τόσο μικρό πληθυσμό και τόσο επιβαρυμένο συνταξιοδοτικό σύστημα, ίσως το «καμπανάκι» του Μασκ να περιγράφει μια ήδη μη αναστρέψιμη κατάσταση…