Το τανκ εισήλθε στην λεωφόρο Αλεξάνδρας με μια πολύ έντονη αποφασιστικότητα, αντιστρόφως ανάλογη της βαρύτητας της αποστολής που έφερνε εις πέρας. Διέσχισε τον δρόμο με κατεύθυνση την Πατησίων αποφεύγοντας με μανούβρες τα (φλεγόμενα ή μη) οδοφράγματα που συνάντησε στον δρόμο του. Στην διασταύρωση με τον δρόμο του Πολυτεχνείου, σταμάτησε και περίμενε την τελική εντολή.
Όταν πήρε την έγκριση των ανωτέρων του, ο οδηγός μπούκαρε με μανία στο υπό κατάληψη ίδρυμα. Και χωρίς να το ξέρει εκείνη τη στιγμή, υπέγραφε μια από τις ιστορικότερες στιγμές της μετεμφυλιακής ιστορίας της Ελλάδας και την αιματοχυμένη απαρχή της Μεταπολίτευσης. Ο ίδιος ο οδηγός, χρόνια μετά θα έλεγε πως το τανκ δεν σκότωσε κανέναν, αν και προκάλεσε σοβαρούς τραυματισμούς σε ορισμένους καταληψίες φοιτητές.
Ο ίδιος ο οδηγός επίσης όμως, θα παραδεχόταν χρόνια αργότερα, πως η είσοδός του στο Πολυτεχνείο άνοιξε τον δρόμο για τους νεκρούς εκείνης της ιστορικής μέρας του 1973. Οι άνδρες της ΚΥΠ και οι λοκατζήδες, περιμένουν στον δρόμο όσους βγαίνουν πανικοβλημένοι από το ίδρυμα και τους σκοτώνουν. Δουλειά αναλαμβάνουν και οι ελεύθεροι σκοπευτές. Ο άνδρας που οδηγεί το μοιραίο τανκ γίνεται κόκκινο πανί στα μάτια των ανθρώπων που μάχονται για την ελευθερία και αποθεώνεται στους κύκλους της χούντας.
«Όταν γυρίσαμε στο στρατόπεδο, έγινα ήρωας. Οι στρατιωτικοί μου έδιναν συγχαρητήρια. Τότε αισθανόμουν ότι ήμουν κάποιος, ότι έκανα κάτι καλό, κάτι μεγάλο. Είχα γίνει ο ήρωας που διέλυσε τους εχθρούς της πατρίδας, τα “παλιοκουμμούνια”, όπως λέγαμε τότε τους φοιτητές. Αυτά μου έλεγαν, αυτά πίστευα. Ένιωθα περήφανος. Ήμουν και εγώ φασίστας», θα πει ο ο Α. Σκευοφύλαξ, ο έφεδρος στρατιώτης, οδηγός του τεθωρακισμένου άρματος που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, που έδωσε το 2003, δηλαδή τριάντα χρόνια μετά τη 17η Νοέμβρη του 1973.
Στην ίδια συνέντευξη, ο Σκευοφύλαξ θα περιγράψει με σοκαριστικό τρόπο τις πρώτες στιγμές μετά την είσοδο του τανκ μέσα στο Πολυτεχνείο: «Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολλοί χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μού είπε: “Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;”. Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το, γύρισα και τού είπα ουρλιάζοντας: “Σκάσε ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω”. Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Ήθελα να τους φάω, τους έβλεπα σαν παράσιτα. Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».
Ο ρυθμός και ο τόνος, που αποδίδει στον εαυτό του τον χαρακτηρισμό του φασίστα σε εκείνη την συνέντευξη – ντοκουμέντο, είναι ενδεικτικός των μεταπολιτευτικών τύψεών του. Λογικό: το βάρος τέτοιων αποτρόπαιων πράξεων σηκώνεται έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολα ψυχικά και ειδικά όταν πρόκειται για κάτι που αποτελεί τμήμα του συλλογικού υποσυνείδητου μιας ολόκληρης χώρας. Ο οδηγός εκείνου του τανκ δεν ξέφυγε ποτέ από το βάρος αυτό.
Ο ίδιος έλεγε πως ακόμα και η ίδια η γυναίκα του έμαθε μετά από χρόνια την αλήθεια για αυτόν, πως τα παιδιά του αντίθετα δεν το έμαθαν ποτέ. Έκρυβε το πραγματικό του παρελθόν στις επόμενες δουλειές του και όταν κάποιος, μεταξύ σοβαρού και αστείου, τον ρώτησε αν -λόγω του επίθετού του- έχει καμία σχέση με τον «πορτάκια του Πολυτεχνείου», εκείνος απάντησε πως υπάρχει μια πολύ μακρινή συγγένεια ανάμεσα στον ίδιο και εκείνον, πως ο οδηγός του μοιραίου τανκ είχε πεθάνει. Υπό μια έννοια, δεν είχε πολύ άδικο.
Κανείς δεν ξέρει αν ο Σκευοφύλαξ θα είχε αλλάξει απόψεις αν δεν γινόταν το πρόσωπο που υπέγραψε με την πράξη του την καταστολή της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Ίσως και πάλι ναι, αλλά ίσως και όχι. Το βέβαιο είναι πως μέσα του «σκότωσε» για πάντα εκείνον τον 20χρονο άνδρα που κινήθηκε εναντίον των συνομηλίκών του μέσα στο Πολυτεχνείο, στις 17 Νοέμβρη του 1973.
«Είμαι ένας άνθρωπος που δεν υπήρξε ποτέ 20 χρόνων», θα πει στην ιστορική συνέντευξή του το 2003. Όσο για τα παιδιά που έκαναν εκείνη την κατάληψη; «Είχαν μεγάλη ψυχή. Ήταν παλικάρια. Δεν ξέρω αν έχει νόημα, αλλά θα ήθελα να τους πω μια μεγάλη συγγνώμη», θα πει ο Σκευοφύλαξ 30 χρόνια μετά από εκείνη την μαύρη βραδιά.
Είναι άραγε ο μοναδικός ή απλά ο μοναδικός που μίλησε με αλλαγμένες αντιλήψεις; Ας μην το ξεχνάμε: η Χούντα είχε ως στήριγμά της άπειρα 20χρονα παιδιά όπως εκείνος που κάλλιστα με τα χρόνια θα μπορούσαν να αλλάξουν απόψεις, να ζήσουν με τύψεις για τον πρώιμο εαυτό τους. Πλάι σε εκείνους που έμειναν σταθεροί στις απόψεις τους σε σχέση με τότε και συνέχισαν και μεταπολιτευτικά να συγκροτούν τα αντίστοιχα στρατόπεδα που συγκρούστηκαν στη Χούντα, υπάρχουν και εκείνοι που με τα χρόνια άλλαξαν απόψεις, δεν έμειναν σταθεροί.
Και εκτός από εκείνους που «ξεπούλησαν το επαναστατικό παρελθόν τους» και που «εκμεταλλεύτηκαν τα “ένσημα” του Πολυτεχνείου», υπάρχουν και ορισμένοι που έκαναν την αντίθετη διαδρομή, που έγιναν δημοκράτες από χουντικοί. Τι ειρωνεία: ο οδηγός εκείνου του μοιραίου τανκ ανήκει στην δεύτερη κατηγορία. Παρότι η ιστορία γράφει και δεν ξεγράφει ποτέ…