Μαφία, συνδικαλισμός, ένας ύποπτος θάνατος: Ο «αφανής πρόεδρος» που κυβερνούσε τον κόσμο

Ο φάκελος «Τζίμι Χόφα» (που αποτελεί την έμπνευση του Σκορτσέζε για την πιο πολυσυζητημένη ταινία των ημερών) είναι ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στην μεταπολεμική ιστορία των ΗΠΑ.

Τον Ιούνιο του 1975, ο δημοσιογράφος του «Playboy», Τζέρι Στάνεκι επισκέφθηκε το πολυτελές σπίτι του Τζίμι Χόφα για να του πάρει μια συνέντευξη. Ήταν μια περίοδος που ο θρυλικός ηγέτης της Ένωσης των φορτηγατζήδων των ΗΠΑ (των λεγόμενων «Teamsters») προσπαθούσε να κερδίσει και πάλι την προεδρία του συνδικάτου, που είχε απολέσει περίπου οκτώ χρόνια πριν, όταν και είχε φυλακιστεί.

Η συνέντευξη αυτή (που έμελλε να αποτελεί τα τελευταία δημόσια λόγια του Χόφα…) δόθηκε στο πλαίσιο της προεκλογικής του καμπάνιας. Ήταν άλλωστε μια περίοδος που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κερδίσει επικοινωνιακά την χαμένη αίγλη του, να γίνει ξανά ο σιδερένιος εργατοπατέρας που επί σειρά ετών δεν μπορούσε να κουνήσει κανείς από τη θέση του.

Θα έλεγε κανείς πως το να ασχολείται ολόκληρο «Playboy» με κάποιον που διεκδικεί την προεδρία ενός σωματείου είναι παράλογο: γιατί να ενδιαφέρεται κάποιος για τις εσωτερικές διεργασίες του συνδικάτου των φορτηγατζήδων αν δεν είναι και ο ίδιος φορτηγατζής; Και πράγματι, μια τέτοια σκέψη θα ήταν απολύτως λογική υπό άλλες συνθήκες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο δεν μιλάμε για έναν τυπικό συνδικαλιστή, μιλάμε για τον Τζίμι Χόφα.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που απαντούσε ο Χόφα στις ερωτήσεις του Στάνεκι: από κάθε απάντησή του απέρρεε μια υπεροψία, που δεν δικαιολογούταν από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Ο Χόφα ήταν με την πλάτη στον τοίχο, έμοιαζε να χάνει κάθε επιρροή στο συνδικάτο που ο ίδιος γιγάντωσε. Όμως μιλούσε με έναν τόνο που δεν τον βοηθούσε να κάνει την ανατροπή: προφανέστατα, διότι δεν υπήρχε ίχνος συνδικαλιστικής λογικής στην προσπάθειά του να ξαναγίνει πρόεδρος των Teamsters.

«Έχω τόσα λεφτά που θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να δουλεύω μέχρι να πεθάνω. Είμαι εκατομμυριούχος», έλεγε ο Χόφα δείχνοντας πως ελάχιστα ενδιαφερόταν για τα αληθινά διακυβεύματα ενός σωματείου αλλά και επιβεβαιώνοντας εμμέσως πλην σαφώς πως οι κατηγορίες που τον είχαν στείλει φυλακή για παράνομες δοσοληψίες μέσα από το συνδικάτο, ήταν αληθινές: ο Χόφα έμοιαζε να μην νοιάζεται για το τι μπορεί να πιστεύει κανείς για αυτόν αλλά το τι μπορεί να αποδειχθεί. Κυρίως νοιαζόταν να κάνει μια επίδειξη δύναμης στους αντιπάλους του. Ακριβώς σαν ένας μαφιόζος. Το γεγονός άλλωστε ότι στην ίδια συνέντευξη επαναλάμβανε μονότονα πως «δεν υπάρχει οργανωμένο έγκλημα» και πως «είναι ένας αστικός μύθος», περισσότερο τον έκανε να μοιάζει με έναν άνθρωπο του οργανωμένου εγκλήματος που προσπαθεί να καλύψει τα ίχνη του παρά με συνδικαλιστή.

Τι ήταν άλλωστε ο Τζίμι Χόφα; Ποια ήταν η αληθινή ιδιότητά του; Ξεκάθαρη απάντηση, με αντικειμενικούς όρους, δεν υπάρχει. Κάποιοι λίγοι στην Αμερική, ακόμα και σήμερα, τον θεωρούν έναν μεγάλο συνδικαλιστή, έναν υπέρμαχο των εργατικών δικαιωμάτων που κυνηγήθηκε επειδή φόβισε την εξουσία μέχρι εκεί που δεν πήγαινε. Άλλοι -οι περισσότεροι- πιστεύουν πως το συνδικάτο ήταν πάντα για τον Χόφα ένα μέσο προσωπικού πλουτισμού, μια μπίζνα που εμπλεκόταν και με τη μαφία. Και κάποιοι άλλοι, λίγο πιο «συνθετικοί», θεωρούν πως ναι μεν ο Χόφα δεν ήταν κάποιος άγιος, πως έκανε βρωμοδουλειές αλλά τελικά, όλα αυτά τα έκανε για το καλό των εργαζομένων που εκπροσωπούσε.

Ακόμα και οι δυο βασικές χολιγουντιανές ταινίες που ασχολούνται με το μύθο του, έχουν δυο διαφορετικές οπτικές για αυτόν. Στο «Hoffa» του 1992, την ταινία του Ντάνι Ντε Βίτο όπου ο Χόφα «ζωντανεύει» από τον Τζακ Νίκολσον, αυτή η θρυλική φιγούρα της αμερικάνικης ιστορίας του 20ου αιώνα, παρουσιάζεται, πρώτα και πάνω απ’ όλα, ως αγωνιστής της εργατικής τάξης και ας έχει τον ρεαλισμό να συμμαχεί καμιά φορά με τη μαφία για να να διευκολύνεται το έργο του.

Στον «Ιρλανδό» από την άλλη, την ταινία του Σκορτσέζε που συζητιέται όσο καμία άλλη τις τελευταίες μέρες, ο Χόφα -που εδώ «ζωντανεύει» από τον Αλ Πατσίνο- παρουσιάζεται ως κανονικός μαφιόζος, ως ένας businessman που αντιλαμβάνεται το συνδικάτο ως προσωπικό του μαγαζί. Άραγε, στην πραγματικότητα, ο Χόφα έχασε με τα χρόνια την συνδικαλιστική ψυχή του ή αυτή δεν υπήρχε ποτέ; Για μια τόσο μυστηριώδη φιγούρα δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει προφανής απάντηση. Να και ο λόγος που η ζωή του αποτελεί ένα τέλειο υλικό για χολιγουντιανές παραγωγές.

Είναι δεδομένο πως ο Χόφα εκμεταλλεύτηκε όσο κανένας άλλος την παραδοσιακή στρατηγική του οργανωμένου εγκλήματος να βάζει πόδι στα συνδικάτα προκειμένου να πιέζει καταστάσεις. Μεγαλωμένος σε μια πάμπτωχη οικογένεια, σκληρά εργαζόμενος από τα 15 του, κατάφερε μόλις στα 26 του να θεωρείται ένα από τα πρωτοκλασάτα στελέχη των Teamsters και πριν καλά-καλά κλείσει τα 32 του να είναι ο πρόεδρος της Τοπικής Ένωσης του σωματείου του και επί της ουσίας ο άτυπος εθνικός πρόεδρος του (θέση που θα αναλάμβανε και με τη βούλα μετά από κάποια χρόνια). Για τον Χόφα, οι σχέσεις με την μαφία ήταν, με έναν ιδιότυπο τρόπο, το ταυτόχρονο διαβατήριό του για την αυτονόμησή του από αυτή, για την αντιστροφή των ρόλων: η μαφία έφτασε σε ένα σημείο που περισσότερο εξαρτιόταν από τον Χόφα και λιγότερο το ανάποδο.

Είναι ενδεικτικό πως δεν είχε συμπληρωθεί καν ένας χρόνο από την ανάληψη της προεδρίας των Teamsters από μεριάς του, όταν η Αμερικάνικη Ένωση Συνδικάτων απέβαλλε τους Teamsters από τις τάξεις της ως απάντηση στον αχαλίνωτο μακιαβελισμό του νεόκοπου προέδρου τους. Όμως, εκτός από εξαιρετικός επιχειρηματίας, ο Χόφα ήταν και ένας τύπος που ήξερε να ισορροπεί ανάμεσα σε δύσκολες και αντιφατικές καταστάσεις με αριστοτεχνικό τρόπο.

Γνωρίζοντας το πόσο κομβική ήταν η εργασία των φορτηγατζήδων για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος παραγωγής των ΗΠΑ εκείνες τις εποχές, ο Χόφα ενίσχυσε με καθοριστικό τρόπο τη συντεχνιακή κουλτούρα των εργαζομένων που εκπροσωπούσε και με 1,5 εκατομμύριο μέλη να ακούνε το όνομά του και να το αντιλαμβάνονται όπως ένας χριστιανός το όνομα του Ιησού Χριστού, η διπλή του ταυτότητα έγινε αδιαπέραστη από όλες τις πλευρές της: από τη μια ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης άπειρων εργαζομένων, από την άλλη ένα από τα πιο δυνατά αφεντικά του οργανωμένου εγκλήματος.

«Μπορούσε να πείσει τον οποιονδήποτε για το οτιδήποτε», γράφει χαρακτηριστικά και με μια δόση θαυμασμού ο ειδικευόμενος στη λειτουργία του οργανωμένου εγκλήματος Τζεφ Νεφ, στο βιβλίο του «Βεντέτα: Μπόμπι Κένεντι εναντίον Τζίμι Χόφα». Αυτός -ο εισαγγελέας Μπόμπι Κένεντι- ήταν και ο μοναδικός άνθρωπος που νίκησε τον Χόφα, παρά το γεγονός ότι μετά τη μυστηριώδη δολοφονία του αδερφού του και προέδρου των ΗΠΑ (μια δολοφονία για την οποία θρυλείται πως ο Χόφα έχει βάλει το χεράκι του, σε μια από τις άπειρες εκδοχές αναφορικά αυτή) φαινόταν πως ο πανίσχυρος συνδικαλιστής είχε ξεπεράσει άλλον ένα σκόπελο.

Η επιμονή του Ρόμπερτ Κένεντι να φυλακίσει τον Χόφα έγινε ευκαιρία για την μαφία: γιατί να συνεχίσουν οι μαφιόζοι να εξαρτώνται από αυτόν αφού μπορούσαν να τον εξοντώσουν δια της φυλάκισης και να πάρουν χωρίς όρους και δυσκολίες τον έλεγχο των Teamsters; Ο άλλοτε εντυπωσιακά διορατικός Τζίμι Χόφα απέτυχε να δει πως η φυλάκισή του υπήρξε το τέλος της παντοδυναμίας του, έκλεισε τα μάτια μπροστά στο γεγονός ότι έχανε τη μια μετά την άλλη εκείνες τις συμμαχίες που κάποτε υπήρξαν η αφορμή για να αποκληθεί ο «αφανής πρόεδρος των ΗΠΑ».

Χρηματοδότησε την εκλογή του Νίξον, κατάφερε να πετύχει την πρόωρη αποφυλάκισή του, αναίρεσε με παρασκηνιακές μεθόδους την ποινή της απαγόρευσης για ενασχόληση με το συνδικαλιστικό κίνημα για δέκα χρόνια (η αρχική ποινή του προέβλεπε πως θα μπορούσε να ασχοληθεί με το συνδικάτο μόνο μετά το 1980) και το 1975, κόντρα στην γενική γραμμή της μαφίας, επιχείρησε να ξαναπάρει τον έλεγχο των Teamsters.

Περίπου ένα μήνα μετά την θρυλική του συνέντευξη στο «Playboy», ο Χόφα εξαφανίστηκε από προσώπου Γης. Χάθηκε για πάντα, κανείς δεν τον ξαναείδε ποτέ. Η Τζο Χόφα, η σύζυγός του, μίλησε για τελευταία φορά μαζί του πριν αυτός φύγει από το σπίτι εκείνο το ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου του 1975. Ο άντρας της είχε ραντεβού με δυο αφεντικά της μαφίας προκειμένου να διαπραγματευτεί μαζί τους μια ανακωχή, μια συμπόρευση με νέους όρους και βέβαια, την στήριξή τους στο να ξαναπάρει το συνδικάτο. Οι μαφιόζοι φυσικά, αρνήθηκαν πως κάτι τέτοιο ίσχυε και με ακλόνητα άλλοθι από μεριάς τους, αμφισβήτησαν αυτό το ραντεβού.

Στην πραγματικότητα, η εξαφάνιση του Τζίμι Χόφα ήταν η επίδειξη δύναμης της μαφίας. Αν και μερικά χρόνια αργότερα δηλώθηκε και επίσημα νεκρός, το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ: «να τι συμβαίνει ακόμα και σε ολόκληρο Χόφα αν τα βάλει με το οργανωμένο έγκλημα», ήταν η φράση που διαχεόταν σε ολόκληρη την ατμόσφαιρα χωρίς καν να ειπωθεί.

Η υπόθεση Χόφα υπήρξε πάντα μια υπόθεση γεμάτη μυστήριο, δολοπλοκίες και καλά κρυμμένα μυστικά: η εξαφάνισή του δεν ήταν εξαίρεση. Οι θεωρίες για το που βρίσκεται το πτώμα του -με δεδομένο πως το σενάριο πως εκτελέστηκε από τη μαφία είναι μάλλον το πιο λογικό- έχουν υπάρξει άπειρες κατά καιρούς. Μια από τις πιο δημοφιλείς λέει πως θάφτηκε στα θεμέλια του γηπέδου των Giants…

To 2006, κάποιοι πράκτορες του FBI ισχυρίστηκαν πως κάποιες πολύ καλά ενημερωμένες πηγές τους, υπέδειξαν έναν αχυρώνα στην Οκλαχόμα ως το σημείο ταφής του Χόφα. Παρά την εξονυχιστική έρευνα του FBI δεν βρέθηκε το παραμικρό ίχνος του στο σημείο. Ήταν η τελευταία φορά που οι Αρχές των ΗΠΑ έφτασαν τόσο κοντά στη λύση του μυστηρίου. Ο Ντάνι Ντε Βίτο στο «Hoffa» του 1992 αναπαράγει μια άλλη θεωρία, ο Σκορτσέζε στον «Ιρλανδό» οικειοποιείται μια ακόμα. Το πιθανότερο ωστόσο είναι πως ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να απαντήσει με ακρίβεια και σιγουριά, ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα της μεταπολεμικής ιστορίας των ΗΠΑ: τι απέγινε ο Τζίμι Χόφα;