Για σχεδόν 70 χρόνια στην οδό Σταδίου ένα συγκεκριμένο κτήριο στεκόταν υπερήφανα για να υπενθυμίζει σε όλους το success story μιας οικογένειας που άφησε πίσω της μια πραγματική καταστροφή για να μεγαλουργήσει κάτω από αντίξοες συνθήκες. Το ίδιο οικοδόμημα, πια, μαρτυρά ακριβώς την αντίστροφη πορεία και πώς επήλθε –τελικά- το τέλος μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας.
Ουσιαστικά εκείνο το κτήριο αποτελεί τον σιωπηλό –πλέον- μάρτυρα της οικογένειας Μεϊμαρίδη, που έφτασε στην Ελλάδα το 1922, εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής. Όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες, αυτοί οι άνθρωποι έχασαν τα πάντα, εκτός από το πείσμα και την αποφασιστικότητά τους να ανακάμψουν.
Το ιστορικό κατάστημα «ΑΚΡΟΝ-ΙΛΙΟΝ-ΚΡΥΣΤΑΛ» ήταν η «ναυαρχίδα» του επιχειρηματικού δαιμονίου των Αναστασίου και Αντώνη Μεϊμαρίδη και της Κατίνας Πιρπίρογλου που ερχόμενοι από την Σμύρνη στην Αθήνα, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον άλλο αδελφό, Αντισθένη που βρισκόταν ήδη στην Ελλάδα και δημιούργησαν ένα «κολοσσό» ο οποίος στεγαζόταν σε ένα πολυώροφο κτήριο έκτασης 5.000 τετραγωνικών μέτρων.
Και όλα είχαν ξεκινήσει από ένα απλό και ταπεινό καρότσι. Εκεί όπου οι πρόσφυγες έσερναν την πραμάτεια τους, κυρίως στην οδό Αιόλου αλλά και σε άλλος κεντρικούς δρόμους της παλιάς Αθήνας. Προσπαθώντας να επιβιώσουν, εργατικοί και καινοτόμοι, διέκριναν την μεγάλη ευκαιρία που ερχόταν από το μέλλον. Τα υαλικά, που σιγά-σιγά αντικαθιστούσαν τα παλιομοδίτικα –εκείνη την εποχή- εμαγιέ σκεύη στα ελληνικά σπίτια.
Πουλώντας τέτοια είδη με το καρότσι τους, έβαλαν έναν και μοναδικό στόχο. Να κατορθώσουν να στεγάσουν τα προϊόντα τους σε ένα κατάστημα, δίνοντας κύρος αλλά και πολύ περισσότερες επιλογές στους ήδη ικανοποιημένους πελάτες τους. Μετά από μόλις τρία χρόνια πολύ σκληρής δουλειάς, τα κατάφεραν. Το 1925 μπήκαν στο πρώτο τους μαγαζί στην Αιόλου και μέσα στην ίδια χρονιά άνοιξαν ακόμη δύο, το ένα δίπλα στο άλλο, επεκτείνοντας με αυτόν τον τρόπο την δραστηριότητά τους.
Ως εταιρική μορφή του εγχειρήματος επιλέχθηκε η ομόρρυθμη εταιρεία, με τους αδελφούς Μεϊμαρίδη από την μία πλευρά και την Κατίνα Πιρπίρογλου από την άλλη, να αποτελούν τους δύο εταίρους μέχρι το 1970.
Μέχρι τότε η πορεία της επιχείρησης ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Σε μια διαδρομή που είχε κρατήσει περίπου μισό αιώνα, η ανάπτυξή της υπήρξε πρωτοφανής, ενώ ούτε καν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν μπόρεσε να την ανακόψει καθώς τότε ήταν που αγοράστηκε το θρυλικό –πια- ακίνητο της Σταδίου 26, εκεί όπου βρισκόταν παλιότερα το ξενοδοχείο «Κεντρικόν». Αμέσως μετά την λήξη του πολέμου, η οικογένεια δοκίμασε τις δυνάμεις της στο εξωτερικό, με τον Αντισθένη Μεϊμαρίδη να ανοίγει στη Νέα Υόρκη το κατάστημα «Άκρον», το οποίο όμως δεν μακροημέρευσε καθώς μια σοβαρή ασθένεια του αδελφού του, Αναστάσιου, τον ανάγκασε να επιστρέψει άρον-άρον στην Ελλάδα.
Η δεκαετία του ’70 είναι γεμάτη από γεγονότα και περιστατικά που σημάδεψαν με κάθε τρόπο την οικογένεια. Εκείνη την περίοδο επιχειρηματικά γιγαντώνεται και ζει μέρες δόξας, διατηρώντας καταστήματα στην Ερμού (το Ίλιον), στην Αιόλου (το Κρυστάλ), στο Κολωνάκι (το Domus) και φυσικά το ιστορικό Άκρον στην Σταδίου, το οποίο πλέον στεγαζόταν σε 7 ολόκληρους ορόφους.
Εκείνη την εποχή η πρώτη γενιά αφήνει τα εγκόσμια και η σκυτάλη περνά στα παιδιά τους. Τότε είναι που η μοίρα φέρει ένα βαρύτατο χτύπημα. Ο εκ των διαδόχων της επιχείρησης, Γιάννης Μεϊμαρίδης βρίσκει τραγικό θάνατο κατά την διάρκεια αγώνα ταχύτητας στην πόλη της Ρόδου. Ο γνωστός «Μαύρος», όπως τον αποκαλούσαν, αφήνει την τελευταία πνοή του μέσα στην Alfa Romeo του (διαβάστε περισσότερα εδώ) και η οικογένεια προσπαθεί να αφήσει πίσω της το συμβάν, το οποίο ωστόσο αφήνει το αποτύπωμά του.
Παρά το βαρύ πένθος, τα επόμενα χρόνια τα καταστήματα πληθαίνουν καθώς ανοίγουν νέα στον Πειραιά, στο Ψυχικό, στο Χαλάνδρι, στη Νέα Ιωνία, στη Νέα Ερυθραία και στην Θεσσαλονίκη. Στο μεταξύ, όμως, σταδιακά το τοπίο αρχίζει να αλλάζει. Στην αγορά μπαίνουν νέοι παίκτες και ο ανταγωνισμός γίνεται αδυσώπητος καθώς τα ίδια προϊόντα πωλούνται τόσο από άλλες εταιρείες του εξωτερικού όσο και από απλά σούπερ μάρκετ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η οικογένεια Μεϊμαρίδη αποφασίζει να αλλάξει μοντέλο. Στρέφεται στο Χρηματιστήριο προκειμένου να αντλήσει τα απαραίτητα κεφάλαια για την ανάπτυξή της και για να συμβεί αυτό εγκαταλείπει τη νομική μορφή της ομόρρυθμης εταιρείας με την οποία είχε πορευθεί για δεκαετίες και μετατρέπεται σε ανώνυμη. Μια διαδικασία που λόγω των πολλών κληρονόμων που διατηρούσαν μερίδιο είναι πολύ χρονοβόρα. Εκεί, υποστηρίζουν κάποιοι, χάθηκε πολύτιμος χρόνος που αποδείχτηκε καθοριστικός.
Η μετατροπή πραγματοποιείται τελικά μετά από σχεδόν δύο χρόνια όταν και δημιουργείται η «Μεϊμαρίδης-Πιρπίρογλου Α.Ε», που όμως λόγω των καθυστερήσεων χάνει το δικαίωμα διαπραγμάτευσης των μετοχών. Έχοντας πρόβλημα ρευστότητας βρίσκεται αντιμέτωπη για πρώτη φορά με το φάσμα της χρεοκοπίας, με τον εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλο να αγοράζει το 71% και να το διατηρεί για 2 χρόνια, χωρίς να κατορθώσει ούτε εκείνος να αποσοβήσει αυτό που φαινόταν μοιραίο.
Το 1993 μεταβιβάζει και εκείνος το ποσοστό του στον ομογενή επιχειρηματία Γ. Κουτσογέωργα, ο οποίος φτάνει να κατέχει το 85%, με το υπόλοιπο 15% να παραμένει στα χέρια της οικογένειας Μεϊμαρίδη. Για περίπου μια τετραετία λαμβάνει χώρα η τελευταία απόπειρα σωτηρίας της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας. Πλέον όμως ούτε οι εργαζόμενοι αντέχουν άλλο να βάζουν πλάτη στα οικονομικά ανοίγματα και τις ζημίες, προχωρώντας σε επίσχεση εργασίας και το τελειωτικό χτύπημα έρχεται το 1997 όταν στελέχη της τότε Ιονικής Τράπεζας προχωρούν σε κατασχέσεις εμπορευμάτων. Το «Άκρον-Ίλιον-Κρυστάλ», προϊόντα του οποίου βρίσκονταν σχεδόν σε κάθε ελληνικό σπίτι, βάζει οριστικά λουκέτο προσθέτοντας ακόμα έναν κρίκο στην αλυσίδα των εταιρειών που μεγαλούργησαν αλλά τελικά εξαφανίστηκαν για πάντα εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα.