Το τέλος μιας ολόκληρης εποχής: Το πιο ιστορικό Afterάδικο της Αθήνας έκλεισε για πάντα τις «βρώμικες» πόρτες του

Τα «πλάσματα της νύχτας» δεν έχουν πια καταφύγιο

Η πλατεία Αμερικής δεν είναι και από τα πιο ζωντανά σημεία της Αθήνας όταν πέφτει η νύχτα. Ούτε φυσικά από τα πιο φωτεινά. Για την ακρίβεια, όσο το σκοτάδι πέφτει άλλο τόσο η πλατεία ερημώνει, όλο και περισσότερο πιο μαύρη είναι η μαυρίλα που την περιβάλλει. Εδώ και πάνω 35 χρόνια ωστόσο, αν την παρατηρούσες αυτές τις τρομακτικές της ώρες, θα ήταν αδύνατο να μην προσέξεις τις μαυροφορεμένες παρέες που ανά τακτά χρονιά διαστήματα προσέγγιζαν ένα κτίριό της, διάβαιναν την πόρτα του και κατέβαιναν τα σκαλιά προς το υπόγειό του.

Οι ίδιες παρέες εμφανιζόντουσαν εκ νέου στην επιφάνεια της πλατείας Αμερικής λίγο μετά τα ξημερώματα. Όταν ο ήλιος έκανε την πρώτη του εμφάνιση, στοιβάζονταν στις αγουροξυπνημένες στάσεις της Πατησίων, λίγο μεθυσμένες και πολύ εξουθενωμένες, περιμένοντας τα πρώτα λεωφορεία της (επόμενης πλέον) μέρας. Τα αγόρια είχαν ανακατωμένα τα έτσι κι αλλιώς ατημέλητα σε στιλ Cure μαλλιά τους, απόρροια του ανελέητου χτυπήματος που είχε προηγηθεί. Τα κορίτσια ένιωθαν το έντονο make up τους να διαλύεται εξαιτίας του ιδρώτα που είχε παραχθεί από τον άπειρο χορό.

Οι Toxedomoon θα αποκαλούσαν «πλάσματα της νύχτας» αυτά τα παιδιά. Οι μόνιμοι κάτοικοι της Πλατείας Αμερικής δυσανασχετούσαν με αυτούς τους περίεργους θαμώνες. Όπως και να έχει, αυτή η φάση δεν θα επαναληφθεί στην περιοχή. Το Rebound, το dark/gothic/post punk/synthwave μαγαζί που από το 1986 ήταν υπεύθυνο για αυτή την φάση, μόλις έκλεισε. Μια ιστορία που κρατούσε από το 1986 έφτασε στο τέλος της και ολόκληρες γενιές μόνιμων επισκεπτών του ήδη αναπωλούν τις ώρες που σπατάλησαν εκεί μέσα.

Ήταν το τελευταίο «κλασικό» μαγαζί που με επιμέλεια έδινε στέγη σε μια από τις μουσικές φυλές της Αθήνας, ιδρυμένο μια εποχή που αυτές οι τελευταίες ήταν πράγματι διαχωρισμένες. Πλέον η έννοια της «μουσικής φυλής» είναι σχετικοποιημένη, τα πράγματα δεν είναι τόσο αυστηρά καθορισμένα – από μια άποψη, είναι κομματάκι καλύτερα έτσι. Όμως κάποτε τους μεταλάδες θα τους έβρισκες στο «Χωρίς Ανάσα» της λεωφόρου Καβάλας, η γενιά του grunge στοιβαζόταν στο Mo Better των Εξαρχείων, οι indie και brit pop παρέες στο Decadance του λόφου Στρέφη και οι ravers σε κάθε πιθανό και απίθανο υπόγειο της πόλης. Το Rebound ήταν το καταφύγιο των γκοθάδων και των γκοθούδων της Αθήνας, το τελευταίο club μιας εποχής που έχει τελειώσει προ πολλού.

Ήταν παράδοξα γοητευτική η αίσθηση της εισόδου στο Rebound. Κατεβαίνοντας τις σκάλες η αίσθηση πως μεταφέρεσαι σε ένα άλλο κόσμο, παντελώς διαφορετικό και ξένο από την πραγματικότητα της πλατείας Αμερικής, καθόριζε την απόφασή σου να το επισκεφθείς. Όταν πια έφτανες στο υπόγειο που ουσιαστικά αποτελούσε το μαγαζί, ένιωθες για τα καλά πως βρίσκεσαι σε μια μικροκοινωνία που αναπτύσσεται κάτω από την κοινωνία. Οι synth ήχοι και τα post punk μπάσα ήταν το αυτονόητο σάουντρακ αυτής της μικροκοινωνίας, τα εκατοντάδες άτομα που χόρευαν σαν παλαβά στην «πίστα» του μαγαζιού έμοιαζαν να βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον: πάνω από την επιφάνεια της Γης δεν ήταν ακριβώς οι εαυτοί τους.

Οι εικόνες τέτοιων μαζικών συνυπάρξεων μοιάζουν ανέφικτες αυτά τα τελευταία δυο χρόνια του κορωνοϊού. Και να φανταστεί κανείς πως όταν έσκασε στις ζωές μας η πρώτη καραντίνα και έγινε αναγκαιότητα η τήρηση αποστάσεων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναπόλησαν ξαφνικά την ιδρωμένη πίστα του Rebound, που έλεγαν μεταξύ τους πως όταν αυτή η ιστορία με την πανδημία τελειώσει θα το επισκεφθούν ξανά -και ας είχαν χρόνια να πατήσουν εκεί- για έναν άγριο, μεθυσμένο, σκοτεινό χορό. Δεν τους έκανε τελικά το χατίρι η πανδημία. Δεν τελείωσε τόσο γρήγορα ούτε τόσο ανώδυνα όσο πιστεύαμε πως θα τελειώσει.

To Rebound έκλεισε…