Ήταν τα ξημερώματα της 12ης Φεβρουαρίου του 1993 όταν αστυνομικοί πλησιάζουν ένα όχημα που έχει σταθμεύσει στο πάρκινγκ του γηπέδου των Πίστονς. Με τα πιστόλια τους προτεταμένα και έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο διαπιστώνουν ότι μέσα στο αυτοκίνητο βρίσκεται σε παράξενη κατάσταση ο θρύλος της ομάδας, Ντένις Ρόντμαν, έχοντας ως μοναδική συντροφιά του ένα όπλο στο πίσω κάθισμα…
Το «σκουλήκι» αδυνατεί να δώσει πλήρεις εξηγήσεις και για αρκετές εβδομάδες κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί τι πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σπουδαίο σύνολο που είχε δημιουργήσει ο Τσακ Ντέιλι διαλύεται οριστικά αφήνοντας πίσω του τον μύθο των «κακών παιδιών» του ΝΒΑ, της πιο σκληροτράχηλης ομάδας που έχουν δει τα μάτια μας στο καλύτερο πρωτάθλημα μπάσκετ του κόσμου.
Στο Ντιτρόιτ ο Ντένις ένιωσε για πρώτη φορά ότι ήταν κομμάτι μιας κανονικής οικογένειας. Ενός συνόλου ανθρώπων έτοιμων να θυσιαστούν ο ένας για τον άλλον. Σίγουρα το ταλέντο παικτών όπως ο Τόμας ή ο Ντουμαρς έπαιξε κομβικό ρόλο, αλλά αν δεν συνδυαζόταν με τον… «κωλοπαιδαρισμό» τύπων όπως ο Ρόντμαν, ο Λαϊμπίρ, ο Μαχόρν, ο Τζόνσον ή ο Σάλεϊ (που για ένα φεγγάρι πέρασε και από τον Παναθηναϊκό) δεν θα έφτανε ποτέ στην κατάκτηση των back to back τίτλων το 1989 και το 1990. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι για να σπάσει το σερί τους χρειάστηκε να αναδυθεί στην κορυφή του κόσμου ο καλύτερος όλων των εποχών, Μάικλ Τζόρνταν.
Ήταν αυτή η αίσθηση του «ανήκειν» που έκανε τον Ρόντμαν να γίνει αυτός που έγινε. Η αποδοχή την οποία δεν είχε ποτέ ως τότε στην ζωή του και την βρήκε στο μπάσκετ. Ο πατέρας του είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του όταν το «σκουλήκι» ήταν ακόμη παιδί, για να ξεκινήσει μια δεύτερη ζωή στις Φιλιππίνες. Ένας άνθρωπος που λένε ότι έκανε 26 παιδιά με διάφορες γυναίκες, ενώ άλλοι ανεβάζουν αυτόν τον αριθμό στα 47! Οι δυο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά μετά από πάνω από 30 χρόνια απουσίας, ενώ ούτε οι σχέσεις του με την μητέρα του ήταν οι καλύτερες. Άλλωστε ήταν εκείνη που τον πέταξε από το σπίτι όταν ήταν 18 ετών και του ζήτησε να αποφασίσει αν θα ακολουθούσε τα βήματα του μπαμπά του για να καταταχτεί στον στρατό! Το μπάσκετ τελικά ήταν εκείνο που έσωσε την ζωή του Ρόντμαν και εντελώς ειρωνικά παραλίγο να του την στερήσει εκείνο το βράδυ.
Πέρασαν χρόνια μέχρι να μάθουμε τι πραγματικά είχε συμβεί. Ήταν η εύθραυστη ψυχολογία και ο παράξενος ψυχισμός του Ρόντμαν που τον είχε οδηγήσει στο να κάνει σκέψεις αυτοκτονίας. Ο ίδιος μίλησε για αυτό αποκαλύπτοντας τα πάντα. «Μία μέρα έγραψα ένα σημείωμα και πήγα στο πάρκινγκ του Palace of Auburn Hills. Είχα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ένα όπλο, το πήρα στο χέρι μου, αλλά για κάποιο λόγο έβαλα μουσική στο ραδιόφωνο. Απλά άκουγα μουσική και το σκεφτόμουν, δεν είχε να κάνει με το μπάσκετ, είχε να κάνει με την αγάπη που ήθελα και ξαφνικά έφυγε. Έπαιζε το Even Flow των Pearl Jam, είχα το όπλο στο χέρι μου και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι κοιμήθηκα, ακούγοντας το τραγούδι αυτό. Ύστερα ξύπνησα και ήταν γύρω μου πολλοί αστυνομικοί, δεν ήξερα τί είχε γίνει, είχα ξεχάσει τελείως ότι κρατούσα ένα όπλο στο χέρι μου. Με έβγαλαν από το αυτοκίνητο, αυτό ήταν όλο. Δεν είχε να κάνει με το μπάσκετ, είχε να κάνει με το ότι αισθανόμουν προδομένος, επειδή ήθελα να πάρω τόσο πολλή αγάπη στη ζωή μου. Πήγα στο NBA και δεν περίμενα να είναι έτσι η κατάσταση, δεν περίμενα οι ομάδες να κάνουν απλά ανταλλαγές και να λένε ότι είναι ΟΚ, γιατί έτσι είναι οι μπίζνες και απλά να το ξεχάσουμε. Αυτό με οδήγησε σε εκείνο το σημείο»…
Ουσιαστικά όλα είχαν αρχίσει με την αποδόμηση των Πίστονς η οποία είχε ξεκινήσει την προηγούμενη σεζόν με την αποχώρηση του Τσακ Ντέιλι. Στο πρόσωπό του ο Ντένις δεν είχε βρει μόνο έναν προπονητή που πίστεψε σε αυτόν, αλλά μια πατρική φιγούρα που τον αγάπησε παρά τα ελαττώματά του. Χωρίς εκείνον, χωρίς κάποιους από τους αδελφούς του και με την διοίκηση να τον οδηγεί στην έξοδο για ανταλλαγή, την ίδια ώρα που ο γάμος του διαλυόταν, ο Ρόντμαν είχε πιάσει πάτο. Τουλάχιστον ο Ρόντμαν όπως τον είχαμε γνωρίσει ως τότε.
Εκείνο το βράδυ που τελικά δεν αποδείχτηκε μοιραίο αλλά ήταν καθοριστικό για την μετάλλαξή του, είχε περάσει πολύ χρόνο σε ένα στριπτιζάδικο της πόλης. Εκεί συνάντησε τον πιο διάσημο ρεπόρτερ αγωνιστικού χώρου, τον θρυλικό, Κρεγκ Σάγκερ, με τον οποίο γνωρίζονταν καλά. Στο «Landing Strip» ήπιαν μερικά ποτά και ο Ντένις του αποκάλυψε τα σχέδιά του. «Είχε το όπλο μαζί του, θα το έκανε. Εγώ απλά του είπα πόσο ηλίθιος είναι», αποκάλυψε ο ίδιος λίγο πριν φύγει από τη ζωή, ενώ αργότερα ο πρώην παίκτης των Πίστονς και των Μπουλς (ανάμεσα σε άλλα) επιβεβαίωσε ότι εκείνος ο άνθρωπος είχε παίξει σημαντικό ρόλο στο να μην τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. «Κρεγκ Σάγκερ σ’ ευχαριστώ που μου έσωσες τη ζωή όταν είχα απόλυτη ανάγκη από βοήθεια στο Ντιτρόιτ, πίσω στο 1993. Συλλυπητήρια στην οικογένειά σου. Αναπαύσου εν ειρήνη φίλε μου», έγραψε στο Twitter, όταν το 2016 ο Σάγκερ απεβίωσε, νικημένος από τον καρκίνο.
Στην αυτοβιογραφία του με τον ξεκάθαρο τίτλο «Bad as I wanna be», ο Ρόντμαν αποκάλυψε τη μάχη που μαινόταν τότε μέσα του. «Αποφάσισα αντί να αυτοκτονήσω, να σκοτώσω τον αλήτη που οδηγούσε τον Ντένις Ρόντμαν σε ένα μέρος που δεν ήθελε να πάει. Είπα απλώς ότι θα ζήσω την ζωή μου με τον τρόπο που θέλω να ζήσω και θα είμαι χαρούμενος με αυτό. Σκότωσα τον τύπο που δεν ήθελα να είμαι».
Δύο χρόνια αργότερα ο Ρόντμαν είχε αλλάξει. Γέμισε το σώμα του με τατού, άρχισε να βάφει τα μαλλιά του, να συνάπτει σχέσεις με μερικές από τις πιο ποθητές γυναίκες του πλανήτη, να ντύνεται όπως γουστάρει (ακόμη και νύφη!) και να μην δίνει δεκάρα τσακιστή για το τι πιστευαν οι άλλοι για αυτόν. Στο Σικάγο έγινε ξανά μέλος μιας οικογένειας, με διαφορετικές πάντως δυναμικές σε σχέση με το παρελθόν του. Στους Μπουλς τα αδέρφια του στο γήπεδο λεγόταν Μάικλ Τζόρνταν και Σκότι Πίπεν, την ίδια ώρα που στον πάγκο καθόταν ο Φιλ Τζάκσον, ακόμη ένας «πατέρας» ο οποίος κατανόησε την ανάγκη του Ρόντμαν για στοργή περισσότερο από κάθε άλλον. Χρόνια αργότερα στο εκπληκτικό ντοκιμαντέρ του ESPN για εκείνο, ο Ρόντμαν συνόψισε σε λίγες λέξεις την φιλοσοφία του που λίγοι είχαν καταλάβει όσο έπαιζε: «Δεν ήθελα ούτε χρήμα, ούτε δόξα, αυτό που ήθελα ήταν να νοιάζεται κάποιος για εμένα και να με αγαπάει»…