Είπε «όχι» στον βιαστή της και στην κοινωνία: Η γυναίκα που αντιστάθηκε σε μια αισχρή παράδοση δεκαετιών

Η Ιταλίδα που έγινε σύμβολο

Στις μέρες μας είναι μια «παράδοση» που συναντά κανείς σε φονταμενταλιστικές και υπανάπτυκτες χώρες, αλλά όχι πολλά χρόνια πριν αποτελούσε πραγματικότητα και σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης. Μια θλιβερή κατάσταση που υποχρέωνε ουσιαστικά κορίτσια που είχαν πέσει θύματα βιασμού να παντρευτούν τους ίδιους τους βιαστές τους…

Τέτοια περιστατικά δεν ήταν άγνωστα μέχρι σχετικά πρόσφατα ιδίως σε κράτη των Βαλκανίων και του ευρωπαϊκού νότου, με την Ιταλία να μην αποτελεί εξαίρεση. Βαθιά συντηρητική κοινωνία, με τον καθολικισμό να επιβάλει την απαγόρευση ακόμη και των διαζυγίων, η ιταλική, έβαζε τις γυναίκες και τις δικές τους επιθυμίες στο περιθώριο. Ξεκινώντας από κώδικες «ηθικού» ντυσίματος και γάμων προκαθορισμένων από τους γονείς μέσω προξενιού και φτάνοντας μέχρι το αισχρή λύση της νομιμοποίησης του βιασμού επί της ουσίας.

Σύμφωνα με αυτό το εθιμικό δίκαιο, ο βιαστής είχε μια ευκαιρία να αποφύγει την δίωξη, εάν παντρευόταν το θύμα του. Μπορεί στα δικά μας μάτια να μοιάζει κάτι ανήκουστο, όμως ήταν κοινή πρακτική και μάλιστα με την σύμφωνη γνώμη της οικογένειας της ίδιας της βιασθείσας. Κανείς τότε δεν ήθελε μια «ατιμασμένη», με αποτέλεσμα οι γονείς της να συναινούν σε αυτό το ανοσιούργημα. Οι δικαστικοί γλίτωναν την έξτρα δουλειά μιας δίκης. Ο βιαστής δεν πλήρωνε για το έγκλημά του. Όλοι έμεναν ικανοποιημένοι… Εκτός, βέβαια, από τις γυναίκες που πάντως δεν είχαν ούτε λόγο ούτε εναλλακτική λύση πέρα από το να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους στο πλευρό του δυνάστη τους.

Η Φράνκα Βιόλα θα είχε ανάλογη τύχη αν δεν αποφάσιζε να αντιταχθεί σε όλους και σε όλα και τελικά να μετατραπεί σε σύμβολο της αντίστασης των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Και η δική της υπόθεση ήταν ακόμη πιο δύσκολη αφού ο βιαστής της δεν ήταν όποιος κι όποιος. Λεγόταν Φίλιπο Μελόντια και ήταν ανιψιός ενός «κάπο» της σικελικής Μαφίας… Μόλις στα 15 της χρόνια, χωρίς καν να ερωτηθεί, έμαθε ότι είχε κανονιστεί ο αρραβώνας τους ο οποίος όμως αποδείχθηκε ιδιαίτερα σύντομος. Ο μαφιόζος συνελήφθη και ο πατέρας της χάλασε την συμφωνία αφού το κορίτσι ήταν ακόμη «καθαρό» (δηλαδή δεν είχε κοιμηθεί με τον υποψήφιο γαμπρό) και την αρραβώνιασε με άλλο άτομο.

Ωστόσο ο Μελόντια εκμεταλλευόμενος την δύναμη της Μαφίας στην Σικελία την δεκαετία του ’60, δεν έμεινε για καιρό στα χέρια των Αρχών. Επιστρέφοντας στο χωριό απαίτησε την Φράνκα και όταν εισέπραξε αρνητική απάντηση, έβγαλε προς τα έξω το πραγματικό πρόσωπο του. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1965 με την βοήθεια 12 αντρών απήγαγε το νεαρό κορίτσι και τον αδελφό της τον οποίο απελευθέρωσε μετά από μερικές ώρες. Την ίδια την οδήγησε σε ένα απομονωμένο σπίτι στην εξοχή όπου για 8 ημέρες την βίαζε και την βασάνιζε με μοναδικό στόχο να σπάσει τις αντιστάσεις της και τελικά να τον παντρευτεί. Και το έκανε χωρίς ντροπή και αναστολές γνωρίζοντας ότι οι κοπέλες που είχαν χάσει την παρθενιά τους ήταν σχεδόν αδύνατο να βρουν άλλον σύζυγο εκείνα τα ζοφερά χρόνια.

Όταν απελευθερώθηκε, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μιλήσει με τους γονείς της για να διαπιστώσει ότι σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε συνήθως, εκείνοι ήταν αποφασισμένοι να σταθούν δίπλα της, αδιαφορώντας για τις αθλιότητες της ιταλικής «παράδοσης». Απευθύνθηκαν στην αστυνομία, κατήγγειλαν τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό της και κινήθηκαν νομικά σε βάρος του τέρατος. Η δίκη ήταν πολύκροτη, με τον Μελόντια να επαναλαμβάνει την πρότασή του για γάμο, κάτι που υπήρχε στον ίδιο τον νόμο! Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο 544 του ποινικού κώδικα που καταργήθηκε μόλις το 1981 (!) ο βιασμός ήταν απλά «αδίκημα τιμής» και είχε κάθε δικαίωμα να απαλλαχθεί από τις κατηγορίες απλά «αποκαθιστώντας» την τιμή της «donna svergognata» δηλαδή της «ατιμασμένης»…

Το δικαστήριο έκρινε τον Μελόντια ένοχο και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 11 ετών. Τελικά εξέτισε την ποινή του και το 1976 αποφυλακίστηκε και επέστρεψε στο χωριό του. Λιγότερο από 2 χρόνια μετά, στις 13 Απριλίου 1978 βρέθηκε δολοφονημένος, πληρώνοντας άλλα αδικήματα και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών ανάμεσα στις οικογένειες της Μαφίας.

Η Φράνκα Βιόλα έμαθε τα νέα στο σπίτι της στο Άλκαμο. Εκεί ζει άλλωστε ακόμα, έχοντας περάσει την ζωή της στο πλευρό του Τζουζέπε Ρόσι. Του ανθρώπου με τον οποίο ήταν ερωτευμένη από το δημοτικό σχολείο και κατάφερε να παντρευτεί ακούγοντας την καρδιά της και όχι τις επιταγές μιας οπισθοδρομικής κοινωνίας. Σήμερα, στα 74 χρόνια της πια, παραμένει στο χωριό που γεννήθηκε, «ατιμάστηκε», αντιστάθηκε και τελικά νίκησε την σαπίλα της κοινωνίας, γενόμενη ένα γνήσιο σύμβολο του αγώνα των γυναικών για ισότητα.