Εκεί στην Πιερία, στους πρόποδες του εμβληματικού Όλυμπου, υπάρχει ένα χωριό στο οποίο δεν ζουν πια άνθρωποι. Στη Μόρνα ή Σκοτεινά, όμως, παραμένουν οι θρύλοι και οι ανατριχιαστικές ιστορίες που έκαναν τους κατοίκους του να το εγκαταλείψουν αφήνοντας πίσω τους τα υπάρχοντά τους…
Ο τελευταίος κάτοικος του χωριού καταγράφηκε το 2011. Μετά από αυτόν η Μόρνα ερήμωσε πλήρως καθώς οι υπόλοιποι είχαν κάνει το ίδιο δεκαετίες νωρίτερα. Ο αστικός μύθος θέλει αυτό να συνέβη εξαιτίας της αρνητικής ενέργειας που ξεχείλιζε σε αυτήν την πυκνόφυτη περιοχή, χωμένη μέσα σε μια χαράδρα στην σκιά της μεγαλοπρεπούς κατοικίας των Θεών, τον Όλυμπο.
Η σύγχρονη ιστορία του χωριού ξεκινά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Άλλωστε από εκεί θεωρείται πως πήρε και το όνομά του, αφού στα «μόρνο» στα τουρκικά σημαίνει «σκοτεινό». Όπως και να έχει, αυτή ήταν η ονομασία του μέχρι τις 31 Αυγούστου 1926, όταν και μετονομάστηκε σε «Σκοτεινά», επιβεβαιώνοντας και τυπικά την κατάσταση που συναντούσε κανείς εκεί.
Σε υψόμετρο 700 μέτρων, με το βουνό στις πλάτες του και πυκνή βλάστηση κυρίως από οξιές, αλλά και άλλα δέντρα όπως δρύες, πλατάνια, καστανιές, μουριές κλπ, αλλά και βάτα, δεν… έβλεπε ήλιο. Την μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου βρισκόταν στο σκοτάδι για 18 ώρες, με την ηλιοφάνεια να περιορίζεται σε 6 –μόλις- ώρες. Ίσως αυτή η κατάσταση να είναι ο λόγος που γεννήθηκαν τόσες πολλές ιστορίες για φαντάσματα και στοιχειά, αφού εκεί που βασιλεύει το σκοτάδι σχεδόν πάντα συναντάς ανάλογους μύθους.
Ίσως ο πιο παράξενος από αυτούς είναι τα «γκουλαγκούδια», μια λέξη που μεταφράζεται ως «γυμνά» και αυτό ακριβώς περιγράφει. Για πολλά χρόνια διάφοροι κάτοικοι ορκίζονταν ότι έβλεπαν γυμνά κορίτσια (7 στον αριθμό) τα οποία πάντως δεν τρομοκρατούσαν με κάποιον ειδεχθή τρόπο τους υπόλοιπους, αλλά χόρευαν τον δικό τους επιβλητικό χορό, δημιουργώντας ένα απόκοσμο θέαμα, στα νερά που δημιουργούσαν οι παραπόταμοι και οι λίμνες εκεί γύρωγ. Εκείνο που έκανε αλλόκοτη την ατμόσφαιρα ήταν το γοερό κλάμα τους το οποίο έδινε ρυθμό στα βήματά τους, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να αποφεύγουν να βγουν έξω το βράδυ. Από το σούρουπο μέχρι λίγο πριν το ξημέρωμα που χάνονταν ξανά σε μια σπηλιά της περιοχής, τα Σκοτεινά ήταν δικό τους…
Ακόμη πιο ανατριχιαστική πάντως είναι η ιστορία με το διαβόητο «μαλλιαρό χέρι», το οποίο κατοικούσε σε ένα συγκεκριμένο σπίτι και κατατρόμαζε τους πάντες! Οι ντόπιοι υποστήριζαν ότι ήταν το δημιούργημα της κατάρας που είχε αφήσει πίσω του ένας συντοπίτης τους. Οι αναφορές έχουν να κάνουν με έναν νεαρό ο οποίος πριν πολλές δεκαετίες εγκατέλειψε το χωριό αλλά και την Ελλάδα γενικότερα, αναζητώντας την τύχη του στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Τώρα, το γιατί ένας άνθρωπος έριξε τέτοια κατάρα, παραμένει άγνωστο… Το μόνο σίγουρο είναι ότι διάφοροι μέχρι τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ορκίζονταν ότι αυτό το… τέρας έβγαινε και κυνηγούσε όσους πλησίαζαν στην ερειπωμένη –πια- πατρική οικία του μετανάστη, με αποτέλεσμα να μην πλησιάζει ουδείς. Άλλωστε, εδώ που τα λέμε, είναι σαφώς προτιμότερο να συναντήσεις στο διάβα σου 7 γυμνά κορίτσια που χορεύουν παρά ένα «μαλλιαρό χέρι»!
Πέρα από όλα αυτά τα απόκοσμα πάντως, τα Σκοτεινά έχουν και κανονική ιστορία που ουσιαστικά εξηγεί και τους λόγους της εγκατάλειψής του πριν περίπου 40 χρόνια. Ήδη από τον 18ο αιώνα έγινε αντιληπτό ότι η περιοχή διέθετε άριστης ποιότητας οξιά, με την συγκεκριμένη ποικιλία αν θεωρείται μία από τις κορυφαίες παγκοσμίως. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι από τέτοια ξυλεία κατασκευάστηκε ακόμη και η θαλαμηγός του βασιλιά Όθωνα με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1830.
Ωστόσο το εργοστάσιο της περιοχής γνώρισε το απόγειο της δόξας του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι ενώ κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής όντως συνέβη εκεί ένα ανατριχιαστικό περιστατικό όταν οι Ναζί εκτέλεσαν εκεί 14 κατοίκους (ανάμεσά τους και τον παππά του χωριού) και στη συνέχεια το βανδάλισαν. Αργότερα, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, αναβαθμίστηκε η παραγωγή της Κρατικής Επιχείρησης Επεξεργασίας Ξύλου που έδωσε δουλειά στις οικογένειες των Σκοτεινών, την ίδια ώρα που παράλληλα λειτουργούσε και μονάδα παραγωγής πίσσας με την οποία αλείφονταν οι στρωτήρες που χρησιμοποιούνταν στους ελληνικούς σιδηρόδρομους. Ενδεικτικό της σημασίας του τόπου για την οικονομία είναι και το γεγονός ότι η τότε κυβέρνηση απένειμε στους υπεύθυνους το Χρυσό Μετάλλιο στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, τέτοιες μέρες το μακρινό 1956.
Όμως 11 χρόνια αργότερα το εργοστάσιο μεταφέρθηκε στο Λιτόχωρο, αφήνοντας στα Σκοτεινά μόνο τους θρύλους για τα «γκουλαγκούδια», το «μαλλιαρό χέρι» και τα υπόλοιπα στοιχειά. Έτσι οι κάτοικοι πήραν την απόφαση να μετακομίσουν μαζικά μερικά χιλιόμετρα μακριά, ιδρύοντας τα Φωτεινά και ξεχνώντας για πάντα τα σκοτάδια.