Το τραγικό δυστύχημα της Ολυμπιακής του Ωνάση: Η πτήση 214 δεν έφτασε ποτέ στη Θεσσαλονίκη…

Το πρώτο δυστύχημα της Ολυμπιακής του Ωνάση

Το ημερολόγιο έγραφε 29 Οκτωβρίου 1959 όταν οι επιβάτες της πτήσης 214 ετοιμάζονταν να ταξιδέψουν από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη με την νεοσύστατη –τότε- Ολυμπιακή Αεροπορία του Αριστοτέλη Ωνάση. Πέρα μιας μικρής 10λεπτης καθυστέρησης, τίποτε δεν προμήνυε το κακό που θα ακολουθούσε…

Οι συνολικά 18 επιβαίνοντες, τριμελές πλήρωμα και 15 επιβάτες εκ των οποίων οι δύο αυστριακοί πολίτες, λίγη ώρα αργότερα βίωσαν την φρίκη ενός δυστυχήματος που είχε την τραγική μοίρα να αποτελέσει την πρώτη τέτοιου τύπου τραγωδία για την εταιρία που είχε δημιουργήσει ο Ωνάσης. Εντελώς συμπτωματικά, η παρθενική πτήση της Ολυμπιακής Αεροπορίας στις 6 Απριλίου 1957 ήταν μία που είχε εκτελέσει αντίστοιχο δρομολόγιο Αθήνα-Θεσσαλονίκη και μάλιστα με τον ίδιο τύπο αεροσκάφους, ένα ελικοφόρο DC-3, με κυβερνήτη τον Παύλο Ιωαννίδη.

Εκείνη την ημέρα στο χειριστήριο του αεροπλάνου βρισκόταν ο Αναστάσιος Καλοβυρνάς, ένας ιδιαίτερα πεπειραμένος πιλότος καθώς ήταν απόστρατος σμήναρχος της Πολεμικής Αεροπορίας. Στις 17:10, αντί για τις 17:00 όπως ήταν προγραμματισμένο, το αεροσκάφος απογειώθηκε και όλα έδειχναν ότι εκτός αυτής της πολύ μικρής καθυστέρησης, η πτήση θα ήταν απολύτως ομαλή.

Δύο λεπτά αργότερα ο Καλοβυρνάς επικοινώνησε με τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου του Ελληνικού για να δηλώσει ότι η απογείωση ήταν ομαλή, ενώ βάσει του πρωτοκόλλου που ίσχυε εκείνα τα χρόνια, στη συνέχεια όφειλε να έρθει σε επαφή με το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Τανάγρας για να ενημερώσει για την πορεία του. Αυτό θα έπρεπε να συμβεί μέχρι τις 17:25, κάτι που όμως δεν συνέβη. Ωστόσο ο αξιωματικός που βρισκόταν εκείνη την ώρα σε υπηρεσία αρχικά δεν έδειξε σημάδια ανησυχίας καθώς απέδωσε το γεγονός στην καθυστερημένη απογείωση του DC-3.

Λίγο αργότερα πάντως και με τον ασύρματο να μένει «νεκρός» και τον κυβερνήτη να μην απαντά στα καλέσματα, όλοι αντιλήφθηκαν ότι είχε συμβεί κάτι πολύ κακό. Πολλοί ευχήθηκαν απλά ο πιλότος να επιχείρησε κάποια αναγκαστική προσγείωση, αλλά τελικά επιβεβαιώθηκε το χειρότερο δυνατό σενάριο όταν ένας βοσκός ενημέρωσε ότι είδε το αεροπλάνο να πέφτει στην περιοχή ανάμεσα στον Αυλώνα και την Μαλακάσα. Μάλιστα, σύμφωνα με την μαρτυρία του στις δυνάμεις της Χωροφυλακής, ήταν τυλιγμένο στις φλόγες.

Όταν στο σημείο έφτασαν τα σωστικά συνεργεία, με φρίκη διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί για να σωθεί. Τα μέλη ήρθαν αντιμέτωπα με ένα αποτρόπαιο θέαμα καθώς δεν υπήρχαν επιζώντες, ενώ τα διαμελισμένα και καμένα κορμιά πληρώματος και επιβατών έκαναν τιτάνιο ακόμη και το έργο της απλής αναγνώρισης.

Από την άλλη μεριά, οι εμπειρογνώμονες κράτησαν από την αρχή ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν τα αίτια της τραγωδίας. Το ένα φτερό του αεροπλάνου βρέθηκε σε μεγάλη απόσταση (περίπου 4 χιλιόμετρα) μακριά από τα υπόλοιπα συντρίμμια, κάτι που αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη ότι είχε αποκολληθεί την ώρα της πτήσης στον αέρα. Εφόσον αυτό επιβεβαιωνόταν, ήταν δεδομένο ότι η μοίρα όλων ήταν προκαθορισμένη και ότι ο κυβερνήτης δεν θα μπορούσε να είχε κάνει τίποτα για να αποτρέψει το δυστύχημα.

Αρχικά από κυβερνητικά κλιμάκια έγινε λόγος για κακές καιρικές συνθήκες, αφού από τη μία δεν ήθελε να κατηγορήσει τους πιλότους και από την άλλη προτιμούσε να αποφύγει μια κόντρα με τον Αριστοτέλη Ωνάση με τον οποίο πολύ πρόσφατα είχε υπογράψει τις σχετικές συμφωνίες. Ωστόσο η Ένωση Ιπταμένων Πολιτικής Αεροπορίας θεώρησε «υπεύθυνη την ιδιοκτησία της Ολυμπιακής Αεροπορίας», δηλαδή τον ίδιο τον Έλληνα μεγιστάνα, εξαπολύοντας κατηγορίες «ελλιπή συντήρηση των αεροσκαφών» και «υπεραπασχόληση του προσωπικού».

Το πόρισμα που εκδόθηκε αρκετούς μήνες αργότερα πάντως φαίνεται να τους δικαιώνει εν μέρει, αφού δεν απέδωσε ευθύνες στον κυβερνήτη. Σύμφωνα με αυτό, η τραγωδία, η πρώτη στην ιστορία του μετέπειτα «εθνικού αερομεταφορέα» προκλήθηκε μετά από βλάβη στον κινητήρα που οδήγησε στην μοιραία φωτιά…