Ο Αλέκος Σακελλάριος συνήθιζε να λέει ότι η βάση κάθε σεναρίου είναι το «μια φορά ήταν ένας που αγάπαγε μία»! Κι ενώ κάθε ταινία, λίγο-πολύ, ξεκινούσε κάπως ανάλογα, το τέλος ήταν δύσκολο να το προβλέψει κανείς. Πάντως στο δίλημμα αν θα ίσχυε το «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» των παραμυθιών ή κάποιο δραματικό, γκρανγκινιολικό φινάλε, οι συντελεστές της «Στεφανίας» απάντησαν: «Και τα δύο»!
Η ταινία «Στεφανία» πάντως προϊδέαζε για κάτι πολύ δυνατό, έχοντας κρατήσει τους θεατές σε αγωνία τα 92 λεπτά της διάρκειάς της. Το κοινωνικό δράμα του Γιάννη Δαλιανίδη βασίστηκε πάνω στο βιβλίο «Η Στεφανία στο αναμορφωτήριο» της Νέλλης Θεοδώρου και περιέγραφε αυτό ακριβώς που αναφέρεται στον τίτλο. Το πώς δηλαδή ένα νέο, όμορφο και γεμάτο ζωή κορίτσι καταλήγει εξαιτίας του πατριού της στην φυλακή.
Το έτσι κι αλλιώς πιασάρικο για την εποχή στόρι, γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον λόγω της πιο «καυτής» Ελληνίδας της δεκαετίας του 1960, δηλαδή της Ζωής Λάσκαρη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Κι επιπλέον, έρχεται και ο χαρακτηρισμός «αυστηρώς ακατάλληλον» που συνόδευε το φιλμ, για να κεντρίσει ακόμη περισσότερο το κοινό που αδημονούσε να δει σκηνές που θα έδειχναν αυτό το… κάτι το οποίο για τα ήθη της εποχής ισοδυναμούσε με πρόκληση!
Άλλωστε η Ζωή Λάσκαρη ήταν πάντοτε από τις ηθοποιούς που ήξεραν πολύ καλά ότι αυτή ήταν η δουλειά της και τίποτα παραπάνω. Μακριά από σεμνοτυφίες, φρόντιζε να μην γδύνεται έτσι για να γδυθεί και πως δεν υπήρχε τίποτα το χυδαίο εκεί. Όπως, λοιπόν, είχε κατά καιρούς κάνει και σε άλλους ρόλους, έτσι και ως Στεφανία δεν δίστασε, έχοντας στο πλευρό της τον ζεν πρεμιέ, Σπύρο Φωκά, πριν η χάρη του τελευταίου φτάσει μέχρι το Χόλιγουντ.
Ο Έλληνας γόης υποδυόταν τον νέο γιατρό του αναμορφωτηρίου, δόκτορα Γιώργο Δαπόντε, ο οποίος δίνει στην Στεφανία μια άλλη πνοή, την ώρα που βέβαια τον έρωτά τους εποφθαλμιά ένας τρίτος. Ποιος είναι αυτός; Μα φυσικά ο Αρμάγος! Ή ο κατά κόσμο Σπύρος Καλογήρου, που όπως συνήθιζε στα περισσότερα φιλμ εκείνων των χρόνων, είναι κακός μέχρι το μεδούλι, με μοναδικό στόχο είτε να βιάζει γυναίκες είτε να σκοτώνει για ψύλλου πήδημα. Όλα αυτά βέβαια για τις ανάγκες του ρόλου καθώς στην πραγματική ζωή του ήταν «άκακο αρνί», όπως τον περιγράφουν όλοι όσοι τον γνώρισαν.
Όπως καταλαβαίνετε, το δίλημμα και η αγωνία όλων είναι το τι θα συμβεί στο φινάλε. Θα μπορέσει η Στεφανία να ζήσει ευτυχισμένη στο πλευρό του δόκτορος ή αυτό το ρεμάλι ο Αρμάγος θα ικανοποιήσει πάνω της τα απάνθρωπα ένστικτά του; Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης απάντησε: «Και τα δύο»!
Για την ακρίβεια, αρχικά το φινάλε ήταν το… κακό. Η ίδια η Ζωή Λάσκαρη είχε πει σε συνέντευξή της ότι το τέλος της ταινίας ήταν τόσο βίαιο που πολλοί αιθουσάρχες αρνούνταν να προβληθεί το φιλμ. Μάλιστα θεωρείται ότι από αυτήν την πρώτη εκδοχή σήμερα δεν υπάρχει η παραμικρή κόπια… Επιπλέον για ένα διάστημα κυκλοφορούσαν και οι δύο εκδοχές, με τους θεατές της περιφέρειας της πρωτεύουσας να έχουν το δυσάρεστο τέλος κι εκείνους της επαρχίας να είναι οι πιο τυχεροί της υπόθεσης και να απολαμβάνουν την λύτρωση της πρωταγωνίστριας!
Για την ιστορία αναφέρουμε ότι η πρεμιέρα έγινε στις 9 Ιανουαρίου 1967, συμμετείχε εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και τελικά έκοψε 438.186 εισιτήρια που την κατέταξαν στην 7η θέση ανάμεσα σε 117 ταινίες της ίδιας σεζόν. Το 1968 πήρε διανομή για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την επόμενη χρονιά για το Μεξικό. Και σε αυτές τις δύο χώρες πάντως το φινάλε ήταν εκείνο που… ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…