Κέρδισε τον τίτλο της Σταρ Ελλάς το 1959 και αμέσως μετά με την ταινία «Κατήφορος» έγινε εν μία νυκτί αστέρι πρώτου μεγέθους στον ελληνικό κινηματογράφο. Η Ζωή Λάσκαρη από πολύ νεαρή ηλικία γνώρισε την απόλυτη επιτυχία, κουβαλώντας όμως μέσα το παράπονο ότι οι γονείς της δεν μπόρεσαν ποτέ να την καμαρώσουν…
Και αυτό διότι η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε ουσιαστικά να μην γνωρίσει ποτέ τον πατέρα της, ενώ έχασε και την λατρεμένη μητέρα της όταν ήταν μόλις 8 ετών. Μεγαλώνοντας με την γιαγιά της σε ένα σπίτι με διαρκές πένθος, όπως είχε πει σε συνέντευξή της, εξαιτίας και του χαμού του θείου της, πολλά πράγματα τα βίωσε εντελώς διαφορετικά σε σχέση με άλλα παιδιά, όπως για παράδειγμα τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Σχεδόν σε όλες τις οικογένειες αυτή η εορταστική περίοδος είναι συνυφασμένη με θαλπωρή, χαμόγελα, συγκεντρώσεις και όμορφη ατμόσφαιρα. Για την οικογένεια Κουρούκλη, όμως, όπως ήταν το πραγματικό επώνυμο της Λάσκαρη (την οποία «βάφτισε» καλλιτεχνικά ο Φιλοποίμην Φίνος) τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά.
Οι γονείς της μετέπειτα διάσημης ηθοποιού γνωρίστηκαν λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πατέρας της φοιτούσε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και παντρεύτηκε την μητέρα της κρυφά, αφού ο γάμος απαγορευόταν τότε για τους νεαρούς αξιωματικούς. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος και η Αφροδίτη ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου και περίπου ένα χρόνο αργότερα ήρθε στην ζωή και ο καρπός του έρωτά τους.
Ως αξιωματικός πια, ο πατέρας της εντάχθηκε στην Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση η οποία δρούσε στην Βόρεια Ελλάδα και η παρουσία της χαρακτηρίζεται αμφιλεγόμενη καθώς κατά κύριο λόγο στράφηκε εναντίον των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, θεωρώντας ότι οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν φτάσει σε συμφωνία με τους ομοϊδεάτες τους στις γειτονικές χώρες, με στόχο την δημιουργία ενός μακεδονικού κράτους, παραδίδοντάς τους και κομμάτι της ελληνικής επικράτειας.
Όπως και να ‘χει, η ουσία είναι ότι σε μία από τις εμφύλιες ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, ο Κωνσταντίνος τραυματίστηκε σοβαρά από αντίπαλα πυρά σε συμπλοκή στη Νέα Χαλκηδόνα έξω από την Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, τον πρόδωσε ένας από τους συντρόφους του που τον παρέδωσε στους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Εκείνος όμως κατόρθωσε, παρά τα τραύματά του να ξεφύγει ξανά. Βρήκε καταφύγιο σε ένα κοντινό φαράγγι κι έκτοτε κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιο ήταν το τέλος του.
Τότε η Ζωή Λάσκαρη ήταν ένα βρέφος μόλις 8 μηνών, ενώ η μητέρα της ίσα που είχε κλείσει τα 19 χρόνια της. Η νεαρή γυναίκα έκτοτε έγινε σκιά του εαυτού της και τελικά λιγότερο από μια 8ετία αργότερα έφυγε κι εκείνη από την ζωή, προδομένη από την καρδιά της. Αυτές οι δύο απώλειες δεν ήταν οι μόνες τραγωδίες που χτύπησαν την οικογένεια καθώς αναπάντεχος ήταν ο χαμός και του θείου της.
Με τρία αντίστοιχα περιστατικά να ρίχνουν βαριά σκιά στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, με τους οποίους μεγάλωσε, δεν υπήρχε χώρος για χαρές την περίοδο των γιορτών. Χαρακτηριστικά του κλίματος που επικρατούσε είναι τα λόγια της ίδιας της σπουδαίας ηθοποιού κατά την διάρκεια συνέντευξής της. «Στο σπίτι μας, από την ώρα που πέθαναν η μάνα μου, ο πατέρας μου και ο θείος μου είχαμε μόνιμο πένθος, απαγορευόταν το ραδιόφωνο, η γιαγιά μου ήταν ντυμένη στα μαύρα, δεν είχα ποτέ χριστουγεννιάτικο δέντρο… Δεν με ενδιαφέρουν τα Χριστούγεννα, δεν τα θέλω, στεναχωριέμαι, δεν έχω καλές μνήμες. Όταν έκανα τα παιδιά μου, κι έπρεπε να στολίσω τα δέντρα, τα έκανα, αλλά δεν ήταν κάτι που πετούσα. Το έκανα για τα παιδιά μου με πολλή χαρά, αλλά μέχρι εκεί. Με θλίβουν τα Χριστούγεννα, δεν περνάω καλά, δεν με αφορούν»…