«Μετανιώνω για το συγγνώμη που δεν είπα…»: Αυτό που δεν ξεπέρασε ποτέ ο Γιάννης Πάριος

Ένα «βάρος» στην ψυχή του…

Ο «καπετάν-Χαραλάμπης ο Βαρθακούρης»… Έτσι ήταν γνωστός στην Πάρο ο πατέρας του Γιάννη Πάριου. Ένας άξιος ψαράς που αργότερα έγινε φαροφύλακας και μαζί με την γυναίκα του την Μαρουσώ, έκαναν ό,τι περνούσε από τα χέρια τους για την οικογένεια. Έχοντας αυτές τις μνήμες από τα παιδικά του χρόνια, ο γνωστός τραγουδιστής κουβαλά μέσα του ακόμα ένα βάρος για κάτι που δεν μπόρεσε να κάνει…

Ο νεαρός –τότε- Γιάννης, πολύ πριν γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές του ελληνικού πενταγράμμου, βρέθηκε στην Αθήνα για σπουδές. Όπως οι περισσότεροι γονείς, έτσι και οι δικοί του, ίσως περίμεναν να τον δουν να γίνεται γιατρός, δικηγόρος ή κάτι τέτοιο. Ακόμη και παπάς. «Κάτω από το κράτος παιδί μου… Να παίρνεις έναν μισθό», του έλεγε ο πατέρας του χαρακτηριστικά.

«Ήθελαν να καμαρώσουν οι άνθρωποι και, τελικά, παραλίγο να τους απογοητεύσω που έγινα τραγουδιστής. Θεωρούσαν ότι είναι μια δουλειά η οποία δεν συμβάδιζε με τον χαρακτήρα μου. Κι όμως, αυτό ονειρευόμουν από παιδί, αυτό που είμαι τώρα», είχε εξομολογηθεί ο ίδιος, τονίζοντας πάντως ότι ο καπετάν-Χαραλάμπης σεβάστηκε την απόφασή του να γίνει τραγουδιστής. «Ήταν ο μοναδικός, ή ένας από τους ελάχιστους, που μου είπε “εγώ παιδί μου σου έχω εμπιστοσύνη για αυτό που θέλεις να κάνεις, προχώρα”», αποκάλυψε στην εκπομπή «The 2Night Show» όπου βρέθηκε καλεσμένος παλιότερα.

Ο Γιάννης Πάριος άνοιξε την καρδιά του μιλώντας και για τα παιδικά χρόνια του τα οποία περιέγραψε ως «φτωχικά, αλλά όχι μίζερα», σε συνέντευξή του στην «Lifo». «Δεν πείνασα ‒ βέβαια, δεν ήξερα τι θα πει χορτάτος, για να ξέρω ότι πεινάω. Οι γονείς μου μπορούσαν να κόψουν και την αναπνοή τους στη μέση και να σου δώσουν τη μισή για να χορτάσεις. Η μητέρα μου ήταν μια γυναίκα που από το τίποτα μπορούσε να κάνει ένα τραπέζι για δέκα άτομα», είχε πει, αφήνοντας το συναίσθημα να ξεχειλίσει…

Το ίδιο είχε συμβεί και όταν ήταν καλεσμένος στην εκπομπή «Η ζωή είναι στιγμές» στην ΕΡΤ και τον Ανδρέα Ροδίτη, όπου εξέφρασε το βάρος που ένιωθε μέσα στην ψυχή του επειδή δεν μπόρεσε να κρατήσει στην ζωή τον πατέρα του, όταν εκείνος αρρώστησε. Τότε χρειαζόταν μια ένεση καθημερινά, το κόστος της οποίας ήταν 1250 δραχμές. Ένα ποσό τεράστιο για τα δεδομένα της αποχής, αν αναλογιστούμε ότι το μεροκάματο που έπαιρνε τραγουδώντας στην «Νεράιδα» άγγιζε τις 300 δραχμές.

Αφού, λοιπόν, αποθέωσε τον Γιώργο Κατσαρό, τον οποίο αποκάλεσε «άγιο πατέρα» για την συνεισφορά του και την βοήθεια που του παρείχε στα πρώτα του βήματα στο καλλιτεχνικό στερέωμα, αναφέρθηκε περαιτέρω στην περιπέτεια της υγείας του του καπετάν-Χαραλάμπη. «Εγώ έπρεπε να πάρω κάθε μέρα την ένεση. Θυμάμαι ότι είχα μείνει ”αιχμάλωτος” 7 σεζόν στη ”Νεράιδα” για να ξεχρεώσω. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να τον σώσω. Όμως ένα λάθος γιατρού τον έστειλε. Θυμάμαι ότι ήταν Παρασκευή και μόλις τέλειωνα από τη δουλειά, πέρναγα και τον έβλεπα. Πάω την παραμονή που θα πέθαινε και μου λέει: ”Παιδί μου, θέλω να ζήσω”. Έκανα τον καραγκιόζη εγώ και του έλεγα: ”Τι είναι αυτά;”, ενώ μέσα μου ήξερα πως θα ”φύγει”. Το πρωί που πήγα ξανά να τον δω είχε ”φύγει”. Το κουβαλάω που δεν μπόρεσα να κρατήσω ζωντανό τον πατέρα μου. Ο καπετάν Χαραλάμπης ο Βαρθακούρης. Ήταν ψαράς καλός, μετά έγινε φαροφύλακας», είπε γεμάτος συγκίνηση.

Κι επειδή τέτοια βάρη πρέπει να τα αφήνεις να βγαίνουν από μέσα σου, ο Γιάννης Πάριος άνοιξε την καρδιά του και στον Γρηγόρη Αρναούτογλου, λέγοντας ότι ακόμη κι έτσι και παρά τις προσπάθειές του, μετανιώνει για ένα συγγνώμη που δεν πρόλαβε να πει στον πατέρα του για το γεγονός ότι δεν έφτασε ο αγώνας του για να κρατηθεί εκείνος στην ζωή. «Δεν ξέρω να πω αν μετανιώνω ή δε μετανιώνω, στην ουσία όταν το βράδυ είμαι μόνος μου λέω μετανιώνω που δε ζήτησα συγνώμη ή που δεν ήμουν καλύτερος από αυτό που έπρεπε να είμαι, χωρίς να έχω κάνει κακό σε κανέναν. Υπήρχε ένας και μοναδικός και ήταν ο πατέρας μου που δεν είχα χρήματα να τον κάνω καλά. Τον έζησα τα χρόνια που με διαμορφώνανε σαν χαρακτήρα. Και αυτά τα χρόνια ήταν τα παιδικά μου. Περίμενα να φύγει η κυρά Μαρουσώ από το κρεβάτι και να πάω εκεί κοντά του, να τον ακούω αν ψέλνει»…