Καμία σχέση με αυτό που νομίζουμε: Ποιο ήταν το «Γελαστό Παιδί» του Μίκη Θεοδωράκη

Δεν ήταν καν Έλληνας…

Η αρχική εκτέλεση έλεγε «σκοτώσαν οι δικοί μας», αργότερα αυτό έγινε «σκοτώσαν οι εχθροί μας», για να φτάσουμε στην σύγχρονη εκδοχή του τραγουδιού «σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί». Ένα κομμάτι του Μίκη Θεοδωράκη συνυφασμένο με τους αγώνες των Ελλήνων κατά της χούντας, αν και ο πραγματικός ήρωας της ιστορίας ήταν ένας Ιρλανδός.

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης εκτοξεύεται ως συνθέτης και δημιουργός. Το έργο του σταδιακά αρχίζει να επηρεάζεται και από το εξωτερικό όπου έτσι κι αλλιώς ο Έλληνας μουσικός διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με ανθρώπους του πνεύματος που προέρχονται από τον προοδευτικό χώρο και σε ένα από τα ταξίδια του στο Παρίσι γίνεται κοινωνός της ιστορίας του Μάικλ Κόλινς.

Επρόκειτο για έναν Ιρλανδό επαναστάτη ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στον αγώνα για να τερματιστεί η βρετανική κατοχή και πλήρωσε με το ίδιο του το αίμα την στάση του. Αφορμή για αυτό είχε σταθεί ένα θεατρικό έργο με ήρωα τον Μάικλ Κόλινς, με τίτλο «Ένας Όμηρος» και ο Θεοδωράκης συγκινήθηκε τόσο πολύ με την ιστορία, αλλά και το γεγονός ότι η παράσταση μπορούσε να παιχτεί μόνο στο εξωτερικό, που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Έτσι, ζήτησε να το διασκευάσει και το έδωσε στον γνωστό μεταφραστή έργων του Σέξπηρ, Βασίλη Ρώτα (γνωστός και αυτός για την αγωνιστική δράση του) να το φέρει στα ελληνικά μέτρα, όπως και τελικά συνέβη. Στην ελληνική εκδοχή, η παράσταση ανέβηκε με τίτλο «Μαγική Πόλις» στο θέατρο Παρκ, δυο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1963, με πρωταγωνιστές τους Νέλλη Αγγελίδου, Χρήστο Πάρλα και Τασσώ Καββαδία.

Στην παράσταση υπήρχε μελοποιημένο και διασκευασμένο στην ελληνική γλώσσα το «Γελαστό Παιδί» ως κομμάτι από το αρχικό «The Laughing Boy», το οποίο ήταν και το παρατσούκλι του Μάικλ Κόλινς. Η πρώτη τραγουδίστρια ήταν η Ντόρα Γιαννακοπούλου και πιθανότατα αυτή θα το ερμήνευε και στον δίσκο που ετοίμαζε να κυκλοφορήσει ξεχωριστά ο Θεοδωράκης με την μουσική της παράστασης, εάν η λογοκρισία δεν είχε αντίθετη γνώμη.

Ακόμη κι έτσι πάντως, ο Θεοδωράκης που εκείνη την περίοδο όργωνε την Ελλάδα και το εξωτερικό δίνοντας συναυλίες, το περιελάμβανε στο πρόγραμμα, με τους αρχικούς στίχους να λένε: «σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί», πράγμα που στην πορεία άλλαξε, με δεδομένες και τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Ελλάδα.

Για τα επόμενα τρία χρόνια ο Μίκης Θεοδωράκης παίζει ένα ιδιότυπο «κρυφτό» καταγγέλλοντας τις αρχές για την λογοκρισία και παράλληλα παίζοντας τα κομμάτια του στο κοινό και μετατρέποντάς τα σε επιτυχίες ακόμη και χωρίς αυτά να κυκλοφορούν επίσημα σε δισκογραφική δουλειά. Αυτό άλλαξε τελικά το 1966 όταν και το τραγούδι –επιτέλους- κυκλοφορεί κανονικά, με την Μαρία Φαραντούρη να είναι εκείνη που επιλέχθηκε από τον σπουδαίο δημιουργό.

Όπως όμως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, μόλις λίγους μήνες αργότερα η Ελλάδα μπαίνει στον «γύψο» με την δικτατορία των συνταγματαρχών οι οποίοι έχουν τεράστια δυσανεξία στον Θεοδωράκη και την μουσική του… Έτσι απαγορεύουν ξανά την ερμηνεία του «Γελαστού Παιδιού», με τους στίχους πλέον να αναφέρουν ότι «σκοτώσαν οι εχθροί μας» και στη συνέχεια να καταλήγει σε αυτό που γνωρίζουμε όλοι πια, «σκοτώσαν οι φασίστες», που ταίριαζε και απόλυτα στο σκηνικό το οποίο είχε δημιουργηθεί από την χούντα στον τόπο μας.

Για την ιστορία πάντως, αξίζει να αναφέρουμε ότι το original κομμάτι «The Laughing Boy» γράφτηκε από τον Μπρένταν Μπίαν ως φόρος τιμής στον Μάικλ Κόλινς. Ο θρυλικός Ιρλανδός επαναστάτης αγωνίστηκε για την ελευθερία της πατρίδας του και εξελίχθηκε σε ηγετική μορφή του κινήματος, συνελήφθη από τους Βρετανούς και είχε και μία θανατική καταδίκη η οποία δεν εκτελέστηκε.

Όταν τελικά υπεγράφη η συνθήκη ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, ο Κόλινς θεωρήθηκε από μερίδα μελών του IRA οι οποίοι ήθελαν να συνεχιστεί ο αιματηρός αγώνας, ότι έκανε ένα βήμα πίσω. Ακολούθησε διχασμός και εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα στους ίδιους τους πρώην συντρόφους και τελικά στις 22 Αυγούστου του 1922, έπεσε κι εκείνος νεκρός κατά την διάρκεια μας σύγκρουσης, γεγονός που δικαιολογεί το αρχικό στίχο που το «Γελαστό Παιδί» σκοτώνεται από τους «δικούς μας»…