«Τι ουίσκι, ορέ ζαγάρ;»: Ο γέρος του βουνού που έγινε θρύλος του Ράλλυ Ακρόπολις και μιλούσε στα ίσα στους μεγαλύτερους πρωταθλητές

Το τραγικό και μοναχικό τέλος του

Ανάμεσα στους πραγματικούς θρύλους του φημισμένου Ράλλυ Ακρόπολις ξεχωριστή θέση έχει ο «Ταρζάν»… Μην σας μπερδεύει το όνομά του. Δεν ήταν ένας οδηγός που με τις… ταρζανιές του κέρδισε αυτό το παρατσούκλι ούτε κάποιο αυτοκίνητο το οποίο ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των επιδόσεών του σε αυτόν τον άκρως σκληροτράχηλο αγώνα.

Ο δικός μας Ταρζάν ήταν ένας άνθρωπος που όπως και ο γνωστός φανταστικός ήρωας, ζούσε μακριά από τον πολιτισμό, δίπλα σε άγρια θηρία, όπως είναι οι λύκοι, οι αρκούδες και τα τσακάλια που ειδικά παλιότερα μπορούσες άνετα να συναντήσεις στην ορεινή Ευρυτανία. Εκεί, στα Φουρνά, είχε στήσει το δικό του σπιτάκι όταν αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα όπου εργαζόταν ως αστυνομικός.

Έχοντας προσβληθεί από φυματίωση, οι γιατροί του έδωσαν μόλις μερικούς μήνες προσδόκιμο ζωής κι αυτός ο… αθεόφοβος τους διέψευσε όλους, φτάνοντας τελικά μέχρι τα 92 και προλαβαίνοντας να γίνει ένα με την περιοχή. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που έδωσε το όνομά του σε μία από τις διασημότερες και πιο δύσκολες ειδικές διαδρομές του Ράλλυ Ακρόπολις!

Το παρατσούκλι του Γιώργου Μπούργου (όπως  ήταν το όνομά του) το έδωσαν οι άλλοι κάτοικοι της περιοχής θέλοντας να τον συγκρίνουν με τον άρχοντα της ζούγκλας που επίσης είχε μια μοναχική ζωή (τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστεί η… Τζέιν), αλλά στην περίπτωση του δικού μας Ταρζάν, το… ραντεβού του με τον πολιτισμό δινόταν κάθε χρονιά μια συγκεκριμένη εποχή. Όταν περνούσαν από εκεί και διατάρασσαν την ηρεμία του τα αμάξια που συμμετείχαν στον αγώνα και περνούσαν από το καλύβι του, μαρσάροντας τους θηριώδεις κινητήρες τους.

Η πρώτη τέτοια φορά ήταν το μακρινό 1979, στην 26η επέτειο του αγώνα, και αυτή η ειδική διαδρομή διατηρήθηκε με πολλές παραλλαγές. Ουσιαστικά αφορά το πέρασμα από την περιοχή του δάσους στην ανατολική κλίτη του όρους Τυμφρηστός. Ξεκινά από την διασταύρωση στον από Άγιο Γεώργιο προς Καρπενήσι, στην δεξιά στροφή στρίβουμε για Ρεντίνα. Εκεί στον αυχένα στην περιοχή Ζαχαράκη, υπάρχει διασωζόμενο ακόμα και σήμερα το καλύβι που χρησιμοποιούσε ο Ταρζάν, όπου κατά καιρούς δεχόταν επισκέψεις ακόμη και από τους κορυφαίους οδηγούς του πλανήτη!

Παλιότερα αυτή η διαδρομή λεγόταν Φουρνά και Ρεντίνα, στην πορεία όμως έγινε συνώνυμη του Ταρζάν, ο οποίος στο μεταξύ είχε μετατραπεί σε θρυλική φιγούρα της περιοχής. Όλοι οι οδηγοί γνώριζαν την δυσκολία της και κυρίως την δεκαετία του ’80, όταν και περιελάμβανε 30 χιλιόμετρα δασικού δρόμου, είχε γίνει εφιάλτης για πολλούς από αυτούς. «Την σέβομαι, αλλά δεν με τρομάζει» είχε πει κάποτε ο μοναδικός Κόλιν ΜακΡέι όταν ρωτήθηκε σχετικά, ενώ ένας άλλος παγκόσμιος πρωταθλητής, ο άφταστος Ντιντιέ Οριόλ συνήθιζε να λέει ότι ήταν μία από τις πιο αγαπημένες του, παρά το γεγονός ότι τον Ιούνιο του 1991 διέλυσε εκεί έναν τροχό και μαζί με αυτό και τις ελπίδες του να κατακτήσει τη νίκη. Και με ατυχήματα και ευτράπελα όπως το παραπάνω δεν είναι καθόλου παράξενο που οι οδηγοί αποκαλούσαν τον Ταρζάν, «σιδεροφάγο»!

Σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο Ταρζάν, υπάρχουν αμέτρητες ιστορίες και αστικοί μύθοι για αυτήν την ξεχωριστή και ιδιαίτερη φιγούρα. Ζούσε μόνος και κάποιες φορές το τοπικό δασαρχείο τον εφοδίαζε με ξύλα για να αντέξει το δριμύ ψύχος, ενώ υπήρχαν και ορισμένοι μακρινοί γείτονες που καμιά φορά τον… φίλευαν με διάφορα για την επιβίωση. Από την δεκαετία του ’70 και μετά άρχισαν και οι… επισκέψεις των μηχανοκίνητων, όχι μόνο τις ημέρες των αγώνων αλλά και νωρίτερα προκειμένου να μάθουν καλύτερα οι οδηγοί τα μυστικά αυτής της απαιτητικής ειδικής διαδρομής.

Ένας από αυτούς που έχουν να διηγηθούν πολλά για τον Ταρζάν είναι και ο Κώστα Στεφανής ο οποίος ως συνοδηγός κυρίως του Τζίγγερ αλλά και παλιότερα του Ιαβέρη, έχει φάει με το… κουτάλι την σκόνη του Ακρόπολις. Τον γνώρισε για πρώτη φορά το μακρινό 1975.

«Θυμάμαι τα συνθήματα που έγραφε σε σανίδια έξω από το σπιτάκι του, όπως: “Ο Μπάρμπα Γιώργος είναι καλός αλλά η αλεπού τρώει τις κότες”. Ήταν ένας μοναχικός τύπος, κοντούλης, καραφλός ο οποίος με αποκαλούσε “ανηψούδι”. Κάθε φορά τον ρωτούσα “τι να σου φέρω, μπάρμπα, την άλλη εβδομάδα που θα έρθω για δοκιμές;“.  “Καφέ, ζάχαρη και τσιγάρα” έλεγε εκείνος πάντοτε. –“Τι τσιγάρα;”. “Ό,τι να ‘ναι” επέμενε. “Μα, δεν μπορεί, για τη ζάχαρη και τον καφέ πες ότι δεν πειράζει τι μάρκα είναι. Αλλά για το τσιγάρο που καπνίζεις, για το λαιμό σου, πρέπει να έχεις προτίμηση”. “Τι μου λες τώρα; Ξέρεις τι καπνίζω το χειμώνα όταν είμαι αποκλεισμένος από τα χιόνια; Καθημερινή και πουρνάρι. Τρίβω πουρναρόφυλλα, κόβω την εφημερίδα και στρίβω τσιγάρο. Τραβάω δυό τζούρες και πέφτω ξερός για ύπνο”» είχε πει σε συνέντευξή του.

Ξεχωριστό είναι το περιστατικό που περιγράφει ο Στεφανής για την συνάντηση του Ταρζάν με τον διάσημο οδηγό Μάρκου Άλεν, όταν ο τελευταίος σταμάτησε έξω από το καλύβι με ένα εργοστασιακό Fiat Mirafiori. «Ο Ιαβέρης του έκλεισε το μάτι και τον ρώτησε επίτηδες: “What do you want to drink;”. Ο Άλεν, πιάνοντας το μήνυμα, είπε: “Ουίσκι”. Ο μπάρμπα-Γιώργος τον κοίταξε εμβρόντητος και μετά από κάποια δευτερόλεπτα περίσκεψης εξήγησε στον παγκόσμιο πρωταθλητή σε άπταιστα ελληνικά, συλλαβιστά όμως για να καταλάβει: “Τι ουίσκι, ορέ ζαγάρ‘; Εδώ δεν έχουμε λαδάκι για το καντήλι μας, το ουίσκι μου ζητάς;”!

Ο Στεφανής είχε μιλήσει και για το τραγικό τέλος του Ταρζάν που ήρθε από το κρύο. Όπως λέει, λίγους μήνες νωρίτερα: «… εισέβαλαν στο καλύβι του Αλβανοί, τον ξυλοκόπησαν άγρια για να του πάρουν όσα χρήματα είχε -που δεν είχε. Τον πήγαν στο νοσοκομείο στην Αθήνα σε πολύ κακή κατάσταση, έγινε καλά και επέστρεψε στο καλύβι του γιατί δεν άντεχε στην πόλη. Το δασαρχείο της Ρεντίνας του πήγαινε συχνά ξύλα, εκείνος ο χειμώνας όμως ήταν πολύ βαρύς και το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Έμεινε για πολλές ημέρες αποκλεισμένος κι όταν άνοιξαν το δρόμο ως το καλύβι του, τον βρήκαν ξυλιασμένο, να πολεμάει με ένα τσεκούρι να σπάσει την πόρτα, προφανώς για να την κάψει στο τζάκι»…