Στο σχολείο δεν το μάθαμε ποτέ: Η πικρή αλήθεια μετά την Επανάσταση του 1821 που ελάχιστοι Έλληνες γνωρίζουν

Ελάτε, παραδεχτείτε το: ούτε εσείς το ξέρατε…

Οι παλιότεροι ίσως να θυμούνται τη φράση «να σου καεί το video». Ήταν μια… κατάρα στα 80s’, όταν το συνοδευτικό της τηλεόρασης είχε μεγάλη αξία. Μερικούς αιώνες νωρίτερα οι φυλές που κατοικούσαν στον σημερινό ελλαδικό χώρο (πόλεις-κράτη), εχθρεύονταν συχνά η μία την άλλη. Γενικώς, ο λαός ήταν και είναι πολεμοχαρής.

Οι παππούδες και οι γιαγιάδες των σημερινών 30άρηδων-40άρηδων βίωσαν Εμφύλιο. Πολλοί εξ αυτών βρίσκονται εν ζωή και περιγράφουν πώς έφτασαν στο σημείο ακόμη και αδέρφια να ανήκουν σε αντίπαλα στρατόπεδα.

«Με φωτιά και με μαχαίρι, πάντα ο κόσμος προχωρεί», αποτελεί τη μία όψη. «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη» (όχι, δεν είναι μπηχτή στον Βελουχιώτη), αφορά τους ισχυρούς, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρονταν για τις ιδεολογίες, αλλά για το χρήμα και την εξουσία. Αυτά συνέβαιναν ανέκαθεν.

Μία τέτοια κατάσταση επικράτησε στην Ελλάδα μερικούς μόλις μήνες μετά την κήρυξη της Επανάστασης κατά των Οθωμανών τον Μάρτιο του 1821. Προτού καν οι «ραγιάδες» ζωστούν τα όπλα και τα γιαταγάνια ανά χείρας, οι προεστοί και οι κοτζαμπάσηδες δεν άναβαν το «πράσινο φως» για την επίθεση στον δυνάστη. Σίγουρα αρκετοί δίσταζαν, υπό τον φόβο νέων «Ορλωφικών» και λοιπών εξεγέρσεων που είχαν καταπνιγεί στο αίμα. Οι περισσότεροι, όμως, ήθελαν να σιγουρευτούν ότι θα διατηρήσουν τα ίδια προνόμια και στην περίπτωση της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους.

Η Β’ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στις 29 Μαρτίου 1823 στο Άστρος Κυνουρίας και διήρκησε έως τις 18 Απριλίου, κατάργησε το αξίωμα της αρχιστρατηγίας (για να αποδυναμωθεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης) και το αντικατέστησε με μία τριμελή επιτροπή στρατιωτικών. Η αντιπαράθεση μεταξύ του εκτελεστικού σώματος (πρόεδρος ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και αντιπρόεδρος ο «Γέρος του Μωριά) και του βουλευτικού (επικεφαλής ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος), επιδεινώθηκε το φθινόπωρο του 1823.

Όταν ο Λόρδος Βύρων έφτασε στην Κεφαλονιά, προκειμένου να μεσολαβήσει για τη σύναψη δανείου με Άγγλους τραπεζίτες, η ένταση οξύνθηκε, διότι αμφότερες οι πλευρές ήθελαν να αναλάβουν την οικονομική διαχείριση.

Το ισχυρό ακόμη εκτελεστικό σώμα προκήρυξε εκποίηση των εθνικών κτημάτων (πλην εθνικής γης) του Μωριά, αλλά το βουλευτικό αρνήθηκε να επικυρώσει την πράξη, καθώς τη χαρακτήρισε παράνομη.

Σύντομα απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον μελών του ε.σ. περί κατάχρησης εξουσίας, με συνέπεια να υπάρξει αντίδραση διά της δύναμης των όπλων. Οι 23 από τους 40 βουλευτές κατέφυγαν στο Κρανίδι. Στο μεταξύ, κυκλοφορούσαν φήμες για επίθεση τουρκικών στρατευμάτων.

Σταδιακά οι πολιτικοί αποκτούσαν μεγαλύτερη δύναμη, καθώς οι λαϊκές μάζες είχαν δυσπιστία προς το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη. Παράλληλα, είχαν συμμαχήσει με τους καραβοκύρηδες της Ύδρας και τους καπεταναίους της Ρούμελης. Όταν οι Παπαφλέσσας και Αναγνωσταράς εγκατέλειψαν το ε.σ., δεν υπήρχε πια επιστροφή.

Η πρώτη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου έκλεισε με την ανάληψη του Ναυπλίου από τους Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο.

Στις 20 Ιουλίου 1824 έφτασαν τα χρήματα του δανείου από την αγγλική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η κυβέρνηση Κουντουριώτη.

Επόμενη κίνηση ήταν η διενέργεια βουλευτικών εκλογών και η σύγκληση του νέου βουλευτικού την 1η Οκτωβρίου.

Συνοψίζοντας, με τον Ιωάννη Κωλέττη να έχει αποκτήσει καθοριστικό ρόλο, συνδέοντας Υδραίους και Ρουμελιώτες, οι Μωραΐτες στρατιωτικοί βρέθηκαν πια σε δυσμενέστατη θέση.

Προκειμένου να αντιταχθούν στην πληρωμή φόρων, υποχρεώθηκαν να συνασπιστούν σε μία ενιαία παράταξη, παραγκωνίζοντας τις διαφωνίες τους.

Ο Κολοκοτρώνης πολιορκεί την Τρίπολη, ο Νικηταράς το Ναύπλιο και οι Νοταράς-Λόντος την Ακροκόρινθο, όμως, ο Κωλέττης έχει καταστρώσει το πιο μελανό σχέδιο στην ιστορία της Ελλάδας από το 1821 κι έπειτα.

Οι Ρουμελιώτες και συγκεκριμένα οι Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Γκούρας, Δράκος και Καρατάσος, διατάζονται να επιβάλουν την τάξη στον εξεγερμένο Μωριά.

Η δολοφονία του Πάνου Κολοκοτρώνη τον Νοέμβριο του 1824 συντάραξε τον πατέρα του και «πατέρα» όλης της Επανάστασης.

Στις 23 Νοεμβρίου, οι Ρουμελιώτες συγκρούστηκαν κοντά στην Κόρινθο με τα στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά, οι οποίοι ηττήθηκαν λόγω της λιποταξίας των μισθοφόρων τους.

Δυο ημέρες αργότερα κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών. Επί της ουσίας δεν έγινε μάχη, διότι οι περισσότεροι εκ των Μωραϊτών δεν δέχονταν να πολεμήσουν. Αιτία ήταν τα μεγάλα ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των πολιτικών αν παρέμεναν άπρακτοι.

Γενικώς, η αντίσταση ήταν από μικρή έως μηδαμινή. Η πιο μελανή σελίδα γράφτηκε για περίπου δύο μήνες. Οι Ρουμελιώτες σκότωσαν, βίασαν, βασάνισαν και λεηλάτησαν εκείνους που είχαν την ίδια γλώσσα, την ίδια πίστη και το ίδιο όνειρο για την Ελευθερία. Στην αρχή της Επανάστασης πήραν τον ρόλο της ασπίδας, όταν οι Μωραΐτες είχαν το δόρυ της επίθεσης. Πώς είχαν αλλάξει οι καιροί τόσο γρήγορα…

«Η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν ανακάλεσεν εις την μνήμηντων παθόντων όσα κακά έπαθαν επι της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών», έγραψε χαρακτηριστικά ο Σπυρίδων Τρικούπης.

Μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου του 1825, οι κυβερνητικοί είχαν εξουδετερώσει πλήρως τους στρατιωτικούς, εκείνους δηλαδή που με τις θυσίες τους, είχαν απελευθερώσει τόσα και τόσα εδάφη.

Ο Κολοκοτρώνης, ο Θεόδωρος Γρίβας, οι Γεώργιος και Χρύσανθος Σισίνης, οι Σωτήρης και Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι, φυλακίστηκαν στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος παραδόθηκε στις αρχές, μεταφέρθηκε στην Αθήνα και φυλακίστηκε στην Ακρόπολη. Νόμιζε ότι θα του δοθεί αμνηστία, αλλά στις 5 Ιουνίου 1825 βασανίστηκε, στραγγαλίστηκε και ρίχτηκε στο κενό. Οι δολοφόνοι διέδωσαν ότι γκρεμοτσακίστηκε στην προσπάθειά του να δραπετεύσει. Στην πραγματικότητα ενορχηστρωτής ήταν το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του, ο Γιάννης Γκούρας.

Η φιλοαγγλική κυβέρνηση Κουντουριώτη ήταν πλέον ελεύθερη να περάσει την πολιτική της και να ηγηθεί της Επανάστασης. Τέσσερις μήνες νωρίτερα, είχε αποβιβαστεί στον Μωριά ο αιγυπτιακός στρατός του Ιμπραήμ Πασά. Τόσο αίμα που είχε χυθεί από το 1821, κινδύνευε να πάει χαμένο. Και γι’ αυτό βασική αιτία ήταν ο Εμφύλιος της διετίας 1823-1825.