Τους έκαναν τις κηδείες: Οι 6 έφηβοι που ναυάγησαν και επέζησαν 15 μήνες σε ερημικό νησί

Τους είχαν για νεκρούς, σώθηκαν από θαύμα

Ακούγεται σαν συνταγή για καταστροφή και αυτό ακριβώς ήταν… Γιατί πώς να περιμένεις ότι θα πάνε όλα καλά όταν 6 έφηβοι αποφασίζουν να το σκάσουν από τα σπίτια τους και για να το καταφέρουν, επιβιβάζονται σε μια κλεμμένη βάρκα κι ανοίγονται στον αχανή Ειρηνικό ωκεανό;

Μη γνωρίζοντας καλά-καλά ούτε τα βασικά σχετικά ναυσιπλοΐα, δίχως καν να έχουν μια πυξίδα μαζί τους, μοιραία έγιναν έρμαια στα κύματα και στους ανέμους, με αποτέλεσμα να ναυαγήσουν σε ένα ερημικό νησί, πολλά μίλια μακριά από ό,τι υπολόγιζαν. Ωστόσο, αν και το αρχικό σχέδιο κατατάσσεται ανάμεσα στα χειρότερα στην ιστορία, από τη στιγμή που βρέθηκαν απομονωμένα και ξεχασμένα από όλους ως ήδη νεκρά, τα 6 παιδιά έδειξαν αξιοζήλευτη ωριμότητα και ανάλογες ικανότητες που τους επέτρεψαν να επιβιώσουν για 15 ολόκληρους μήνες, πριν σωθούν σαν από θαύμα.

Μια… ηλίθια ιδέα

Βρισκόμαστε στο μακρινό 1965 και στο εξωτική Τόνγκα στον Ειρηνικό ωκεανό. Στην πρωτεύουσα Nuku‘alofa είναι αλήθεια πως δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να κάνεις. Ειδικά αν βρίσκεσαι στην εφηβεία και επιπλέον η καθημερινότητά σου είναι κυρίως σχολείο και μαθήματα και μάλιστα όχι σε οποιοδήποτε εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά στο οικοτροφείο της αγγλικανικής σχολής του Αγίου Ανδρέα.

Όπως αποκάλυψαν αργότερα και οι ίδιοι, 6 έφηβοι ηλικίας από 13 έως 19 ετών, αποφασίζουν να το σκάσουν, χωρίς να έχουν υποστεί κάποιου είδους κακοποίηση ή κάτι αντίστοιχο. Απλά αναζητούσαν μια περιπέτεια και το να μπουν σε μια βάρκα με σκοπό να φτάσουν κάπου αλλού, ακόμη και στην πολύ μακρινή Νέα Ζηλανδία ή τα νησιά Φίτζι, τους φάνηκε εξαιρετική ιδέα.

Κάπως έτσι οι Luke Veikoso, «Stephen» Tevita Fatai Latu, Sione Fataua, «David» Tevita Siolaʻa, Kolo Fekitoa, and «Mano» Sione Filipe Totau, ένα ωραίο ξημέρωμα του καλοκαιριού του 1965, με ελάχιστη προετοιμασία, σαλπάρουν προς το άγνωστο με βάρκα την… ελπίδα. Πολύ σύντομα θα διαπιστώσουν το προφανές. Ήταν μια εντελώς ηλίθια ιδέα.

Μηδενική οργάνωση

Χαρακτηριστικό του πόσο ανίδεοι ήταν υπήρξε το γεγονός ότι οι μόνες προμήθειες που πήραν μαζί τους ήταν μπανάνες, καρύδες, νερό κι ένα γκαζάκι. Άλλωστε το βαρκάκι που έκλεψαν από έναν ψαρά της περιοχής, τον οποίο δεν συμπαθούσαν και ιδιαίτερα, δεν είχε και πολύ διαθέσιμο χώρο.

Μπήκαν λοιπόν μέσα μαζί με τα ελάχιστα υπάρχοντά τους και γεμάτοι αισιοδοξία και… τόνους αφέλειας, έλυσαν κάβους και βγήκαν στα ανοιχτά. Με μηδενική εμπειρία και οργάνωση, ήταν απλά θέμα χρόνου να γίνουν έρμαιο στα στοιχεία της φύσης, όπως και τελικά συνέβη.

Όταν σουρούπωσε σταμάτησαν κι έριξαν άγκυρα, αλλά πολύ γρήγορα τα ρεύματα έγιναν τόσο δυνατά ώστε να μην είναι σε θέση να κουμαντάρουν το πλοιάριο. Όταν ξημέρωσε κατάλαβαν ότι την είχαν πατήσει. Βρίσκονταν στη μέση του πουθενά, δίχως την παραμικρή ιδέα για το προς τα πού είναι οποιαδήποτε στεριά, πόσω μάλλον τα Φίτζι τα οποία είχαν βάλει ως στόχο.

Μετά από 8 ολόκληρες μέρες περιπλάνησης και κινούμενοι δίχως καν να το γνωρίζουν προς τα νοτιοδυτικά, οι 6 έφηβοι είχαν ήδη καταναλώσει όλες τις προμήθειες, και η έλλειψη νερού τους είχε καταστήσει εντελώς αφυδατωμένους και απελπισμένους.

Επιτέλους στεριά

Τα κύματα τους είχαν παρασύρει περίπου 320 χιλιόμετρα μακριά από την Τόνγκα, όταν –επιτέλους- αντίκρισαν στεριά. Ο Mano ήταν ο πρώτος που βούτηξε για να φτάσει ως εκεί, αφού έτσι κι αλλιώς το βαρκάκι είχε υποστεί ζημιές και έμπαζε νερά από παντού. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν και η παρέα των εφήβων αντιλήφθηκε πως αν ήθελε να επιβιώσει, θα έπρεπε να αρχίσει να παίρνει σωστές αποφάσεις.

Όπως αποδείχθηκε αργότερα, βρίσκονταν στο ακατοίκητο νησί ‘Ata. Έπρεπε, λοιπόν, να βρουν τρόπο να επιβιώσουν… Οι πρώτοι 3 μήνες ήταν και οι πιο δύσκολοι. Ίσως έχοντας και την άνεση ότι ήταν ακόμη καλοκαίρι, άρα βοηθούσε ο καιρός, αλλά και την ελπίδα πως σύντομα κάποιος θα τους έβρισκε, επιβίωσαν τρώγοντας φρούτα και ρίζες.

Ωστόσο καθώς ο καιρός περνούσε γινόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι κανείς εκεί έξω δεν τους έψαχνε πια. Για την ακρίβεια, πίσω στην πατρίδα τους, μετά τις έρευνες των πρώτων ημερών, όλοι προεξόφλησαν τον θάνατό τους. Έκαναν μάλιστα και τις κηδείες τους, αφού κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν δυνατόν να έχουν φτάσει τόσο μακριά και να έχουν επιβιώσει.

Αξιοθαύμαστη συμπεριφορά

Μετά το πρώτο διάστημα, τα παιδιά αντιλήφθηκαν πλήρως την δυσχερή κατάστασή τους. Οργάνωσαν μια απόπειρα να ξεφύγουν φτιάχνοντας μια σχεδία, αλλά για καλή τους τύχη αυτή διαλύθηκε μόλις λίγα μίλια μακριά από την ακτή. Και λέμε «για καλή τους τύχη» διότι θεωρώντας εσφαλμένα ότι βρίσκονταν στην Σαμόα, έπλευσαν προς το νότο. Εκεί δηλαδή όπου το μόνο πράγμα που υπήρχε μέχρι την Ανταρκτική ήταν μόνο θάλασσα.

Επιστρέφοντας πίσω, πλέον είχε ωριμάσει η ιδέα ότι η ‘Ata θα ήταν το σπίτι τους για πολύ καιρό και προφανώς είχαν ωριμάσει και οι ίδιοι. Καθοριστικό για την επιβίωσή τους ήταν το γεγονός ότι βρήκαν τα ερείπια ενός εγκαταλελειμμένου καταυλισμού από τον προηγούμενο αιώνα, που αποτελούσε ένα σημάδι ότι οι άνθρωποι ήταν δυνατό να επιβιώσουν εκεί.

Έτσι οργάνωσαν τα πάντα. Έφτιαξαν καταλύματα για να προστατευτούν από βροχές και ανέμους, δημιούργησαν ένα σύστημα προκειμένου να μαζεύουν πόσιμο νερό και ο Stephen (που αργότερα θα σπούδαζε μηχανικός) κατόρθωσε να ανάψει φωτιά τρίβοντας ξύλα. Αυτή η φωτιά δεν σταμάτησε να καίει συνεχώς για έναν ολόκληρο χρόνο και τους βοήθησε να επιβιώσουν.

Η σωτηρία

Σε αυτή τη φωτιά μπορούσαν να ψήσουν το φαγητό τους, ψάρια ή θαλασσοπούλια που έπιαναν, και τα βράδια μαζεύονταν γύρω της δίνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλον και παίζοντας μουσική αφού μπόρεσαν μέχρι και μια αυτοσχέδια κιθάρα να φτιάξουν!

Όλα αυτά μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1966 όταν είδαν να πλησιάζει ένα πλοίο! Όπως αργότερα αποκάλυψε ο κυβερνήτης, είδε με τα κιάλια του τους ναυαγούς, αλλά φοβήθηκε να πλησιάσει έχοντας ακούσει ιστορίες για εγκληματίες και πειρατές που κρύβονταν σε αυτά τα νησιά. Τότε ο Stephen αποφάσισε να κολυμπήσει μέχρι εκεί και μιλώντας αγγλικά εξήγησε στον καπετάνιο Peter Warner τι είχε συμβεί.

Ζητώντας επιπλέον πληροφορίες και επιβεβαιώνοντας την ιστορία τους μετά από επικοινωνία με την Τόνγκα μέσω ασυρμάτου, ο ναυτικός από την Τασμανία επέστρεψε την εξάδα πίσω στην πατρίδα.

Εκεί στήθηκε ένα τεράστιο πάρτι για την επιστροφή τους, με τη μόνη υποσημείωση ότι οι ίδιοι αρχικά δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν αφού είχαν συλληφθεί καθώς ο γείτονας από τον οποίο είχαν κλέψει τη βάρκα τους είχε μηνύσει.

Τότε λοιπόν ο Peter κατέβαλε περίπου 150 δολάρια που ήταν η αξία της βάρκας και τα παιδιά αφέθηκαν ελεύθερα, με αντάλλαγμα να του μάθουν πώς να ψαρεύει αστακούς!

Φυσικά η ζωή του έγινε ντοκιμαντέρ και αποτέλεσε έμπνευση για να γραφτούν ακόμη και τραγούδια που διηγούνταν τις περιπέτειες 6 εφήβων που είχαν μια ηλίθια ιδέα μεν, αλλά στη συνέχεια τα έκαναν όλα σωστά προκειμένου να επιβιώσουν…