Μια καρδιά που δεν στεγνώνει ποτέ

Κι ένα ταλέντο που ανθίσταται στο πέρασμα του χρόνου.

Δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία στιγμιαία λάμψη πίσω από τα δέντρα. Παφ!, και τέλος. Ένα θνησιμαίο φως που εξερράγη κι έπειτα πέρασε στην αιωνιότητα.

Στο παγκάκι του πάρκου κάθονται δύο εκ διαμέτρου «αντίθετα» άτομα: ένας πιτσιρικάς 5 ετών και ένας ενήλικας που τα καλύτερα χρόνια του βρίσκονται τόσο πολύ πίσω, που πληρώνει πάντα και παντού μισό εισιτήριο.

Αμφότεροι πρόσεξαν την ίδια φωτεινή κουκίδα.

Στο μυαλό του μικρού χορεύει μια σκέψη που μετατρέπεται σε χειμαρρώδη ενθουσιασμό και βρίσκει τον δρόμο για τον έξω κόσμο: «Νεράιδα, ήταν νεράιδα!», φωνάζει προς την πλευρά του παππού του. «Ήταν νεράιδα!», επαναλαμβάνει, την στιγμή που ο παππούς απλά κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά.

Λογικό: το να πιστεύει ένα παιδί στα παραμύθια είναι εύκολο.

Το δύσκολο είναι να συνεχίσεις να το κάνεις όταν έχεις μεγαλώσει.

Όταν έχεις μεγαλώσει πολύ.

Τα παραμύθια δεν αποκαλύπτουν στα παιδιά ότι υπάρχουν δράκοι. Τα παιδιά ξέρουν ήδη ότι υπάρχουν δράκοι

Κλόουν που κυκλοφορούν τα μεσάνυχτα κάτω από πόλεις και τις τρομοκρατούν. Πόδια που σπάνε από παρανοϊκούς φαν που κραδαίνουν ένα τσεκούρι. Γέλια υστερικά που μαρτυρούν πως στο μυαλό του ανθρώπου με το παρατεταμένο χαμόγελο στριφογυρίζουν σκουλήκια που τρέφονται με τον γευστικό εγκέφαλό του. Βρικόλακες που τους προστατεύει ένας στρατός από ποντίκια και περιμένουν απλά να πέσει ο ήλιος. Ένα απομονωμένο ξενοδοχείο που σε οδηγεί στην τρέλα. Ένα νεκροταφείο ζώων με τη δύναμη ν’ αναστήσει τον νεκρό σου γιο, αλλά με δυσβάσταχτο αντάλλαγμα.

Η βιβλιογραφία του Στίβεν Κινγκ είναι μια αγέλη από φρίκες που καλπάζουν προς την πλευρά σου λέξη με τη λέξη, σελίδα με την σελίδα, μέχρις ότου το να πνίγεις το ένα ουρλιαχτό μετά το άλλο καθίσταται αδύνατο, με αποτέλεσμα μερικά να φοράνε τον ηχητικό μανδύα της αποστροφής και να ξεγλιστράνε από το στόμα σου.

Ή, τουλάχιστον, αυτό ισχυρίζεται η συντριπτική πλειονότητα των κριτικών/αναγνωστών του, που αρνούνται να δουν πίσω από την, βυθισμένη σε κολλώδη σήψη, βιτρίνα: ο Κινγκ καταπιάνεται με θέματα πολύ σοβαρότερα από μια σειρά από ηθελημένες τρομάρες εδώ κι εκεί, όμως το «Βασιλιάς του Τρόμου» πουλάει πολύ περισσότερο από το «Βασιλιάς της Αποπλάνησης»- εκτός κι αν μιλάμε για τσόντες, που εκεί, ok, είναι συζητήσιμο.

Άπαντες, όμως, συμφωνούν πως την τελευταία 10ετία (και λίγο παραπάνω, για την ακρίβεια) ο πασίγνωστος συγγραφέας έχει κάνει μια στροφή στον τρόπο που γράφει. Έχει «μαλακώσει», καταπιάνεται με πιο ήπια, τρόπον τινά, θέματα, από την άοκνη πέννα του απορρέει μια γλύκα και μια αγάπη που πάντα υπήρχε σε μικρότερο βαθμό στα έργα του, όμως πλέον έχει βγει στο κέντρο της σκηνής και όλα τα φώτα την χτυπούν.

Απολύτως κατανοητό: άλλη θέρμη και ευθύτητα ν’ αντικρίσεις κατάματα το τέρας του θανάτου όταν είσαι στα 30 και τα 40- τότε, δηλαδή, που η άμμος στην κλεψύδρα είναι ακόμα πολλή- κι άλλη όταν βαδίζεις στην 8η δεκαετία της ζωής σου και κάθε κόκκος μοιάζει πιο πολύτιμος κι από διαμάντι.

Αυτό, ωστόσο, που ουδέποτε «πληγώθηκε» στο πέρασμα του χρόνου, είναι η καλπάζουσα, ατερμόνως παρούσα κι ευρισκόμενη σε αέναη άνθιση, φαντασία του.

Ο Κινγκ, ακόμα και στα 76 του, βλέπει μια κουκίδα φωτός και αυτομάτως σκέφτεται «Ω, μια νεράιδα!».

Το 5χρονο παιδί είναι ακόμα εκεί, απλά πλέον έχει άσπρα μαλλιά και ρυτίδες.

Είναι εκεί και πιστεύει.

Πιστεύει στο Παραμύθι.

Υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος. Αλλά είναι μέσα σ’ αυτόν εδώ…

Ο Τσάρλι είναι ένα συνηθισμένος μαθητής λυκείου, εξαιρετικός στο μπέιζμπολ και το φούτμπολ, με αξιοπρεπείς βαθμούς. Ωστόσο, κουβαλάει ένα βαρύ φορτίο. Στα επτά του ο Τσάρλι έχασε τη μητέρα του και το πένθος οδήγησε τον πατέρα του στο αλκοόλ. Ο Τσάρλι έμαθε πώς να φροντίζει τον εαυτό του – και τον μπαμπά του. Στα δεκαεφτά του, ο Τσάρλι συναντάει ένα σκυλί, τη Ρέινταρ, και το ηλικιωμένο αφεντικό της, τον Χάουαρντ Μπόουντιτς, που ζει απομονωμένος σε ένα μεγάλο σπίτι, με μια κλειδωμένη αποθήκη στην αυλή. Κατά καιρούς, ακούγονται παράξενοι ήχοι μέσα απ’ την αποθήκη.

Ο Τσάρλι αναλαμβάνει διάφορα θελήματα για τον κύριο Μπόουντιτς και ξετρελαίνεται με τη Ρέινταρ. Όταν ο Μπόουντιτς πεθαίνει, αφήνει στον Τσάρλι μια κασέτα όπου αφηγείται μια απίστευτη ιστορία. Είχε κρατήσει κρυφό πως μέσα στην αποθήκη υπάρχει μια πύλη που οδηγεί σε έναν άλλον κόσμο.

Εν μέσω πανδημίας ο Στίβεν Κινγκ αντιλήφθηκε πως ακόμα κι αυτός δε θα μπορεί να κάνει εύκολα «κανονικά» ταξίδια κι έτσι στράφηκε σ’ αυτά που ξέρει καλύτερα, ενδεχομένως, από τον καθένα: στα νοητά.

Ταξίδευσε, λοιπόν, παρέα με τον Τσάρλι σε έναν φαινομενικά εγκαταλελειμμένο κόσμο, όπου, όμως, μετά τα πρώτα χιλιόμετρα μοναξιάς τα πολύχρωμα θαύματα ξεπετιούνται από κάθε γωνιά.

Μαζί τους, βέβαια, βγαίνει στην επιφάνεια και ο ανηλεής ζόφος που θέλει να μπήξει τα γαμψώνυχά του στο νεανικό κορμί του Τσάρλι και του σκυλιού του, σε μια αναπαράσταση του προαιώνιου μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Το «Παραμύθι» (που στα ελληνικά κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος) γράφτηκε από τον θείο Στίβι στα 75 του και πέτυχε γι’ ακόμα μία φορά τον στόχο, ακόμα κι αν στην πορεία αρκετά από τα βέλη κατέληξαν μακριά από το κέντρο.

Ο Κινγκ προσκάλεσε τον πιστό αναγνώστη σ’ ένα ταξίδι για τη δύναμη της αγάπης, τη διαχείριση της απώλειας, τον αλκοολισμό, την Αμερική του (πρόσφατου) σήμερα, και, φυσικά, την καλοσύνη.

Που, αν είσαι ενήλικας, την συναντάς ολοένα και πιο σπάνια, κάτω από ολόκληρους τόνους ασχήμιας που έχουν συσσωρευτεί μετά τις απανωτές σφαλιάρες ρεαλισμού.

Όμως, ξέρετε κάτι; Η καλοσύνη είναι εκεί.

Και υπάρχει παντού στον κόσμο.

Δεν μπορώ να πω αυτό που γνώρισα, γιατί δεν το χωρά καμιά λέξη

Ο 17χρονος Τσάρλι θα χρησιμοποιήσει το ταξίδι στο… κάπου σαν παυσίλυπο για το θάνατο (και) του κυρίου Χάουαρντ, αφήνοντας πίσω τον λατρεμένο του πατέρα μ’ ένα σημείωμα γεμάτο ψεύδη για χάρτινη συντροφιά.

Το «Παραμύθι» αποτελεί ένα συνονθύλευμα ιστοριών όπως «Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ», «Η Άριελ», «Ο Τζακ και η φασολιά» που, όμως, μόνο ατάκτως ερριμμένα δεν είναι.

Η απαράμιλλη ικανότητα του Κινγκ να μπαίνει στα παπούτσια ενός εφήβου και να παρουσιάζει με απόλυτη πειστικότητα τον τρόπο που σκέφτεται και φέρεται εκείνος είναι πραγματικά εντυπωσιακή, η προαναφερθείσα γλύκα είναι πανταχού παρούσα και κάθε σελίδα μοιάζει να πάλλεται από την ένταση.

Τα διαλογικά μέρη ήταν, είναι και θα είναι το μεγάλο όπλο του συγγραφέα, ενώ και οι (σχοινοτενείς πολλές φορές, δεκτό) περιγραφές του αγγίζουν τα όρια του απόλυτου.

Προφανώς, επειδή μιλάμε για ύστερο Κινγκ, υπάρχουν και κάποιες αστοχίες: αιχμάλωτος του να πρέπει να παραδώσει κάθε φορά ένα χειρόγραφο που θα ξεπερνά τις 600-700 σελίδες (776, για την ακρίβεια, στα ελληνικά το συγκεκριμένο βιβλίο) προκειμένου να μιλάμε για μια «μεγάλη» ιστορία, ο ρυθμός ενίοτε χάνεται.

Η εισαγωγή στην ιστορία γίνεται, κατ’ ουσίαν, μετά την 100η σελίδα, ενώ η λατρεία του Βασιλιά για τον Λάβκραφτ και τον Κθούλου τον οδηγεί σε ατραπούς στις οποίες ουδέποτε μπόρεσε να βαδίσει με σιγουριά κατά το παρελθόν (πόσω μάλλον τώρα, που το horror στοιχείο δεν είναι το καλύτερό του), μιμούμενος τον Όγκαστ Ντέρλεθ και τον Χ.Φ. με αμφιλεγόμενη επιτυχία (βλ. τον όρο «αποτυχία»).

Πέραν τούτων, ο πυρήνας της ιστορίας δε βρίθει, ακριβώς, από πρωτοτυπία: η αποθήκη που πηγαίνει τον Τσάρλι στον άλλο κόσμο είναι σχεδόν το ίδιο «τρικ» με την κουνελότρυπα του αριστουργηματικού 11/22/63. Όμως…

Όμως, αυτά μοιάζουν με πταίσματα. Ο θείος Στίβι για νιοστή φορά στην πασπαλισμένη με νεραϊδόσκονη καριέρα του καταφέρνει να σε καθηλώσει, σε σημείο που να παραμελείς βασικά πράγματα της καθημερινότητάς σου (το να φας, να πας δουλειά, να πεις στην κοπέλα σου ότι θέλεις να χωρίσετε, μιας και ανακάλυψες ότι στα 3 χρόνια που είστε μαζί ο μόνος που δεν έχει πάρει είναι ο Βάρις από το Game of Thrones, κι αυτό επειδή είναι ευνούχος) ούτως ώστε να διαβάσεις και το επόμενο κεφάλαιο και το μεθεπόμενο κι έπειτα λίγο ακόμα.

Λίγο ακόμα μέχρι το λυτρωτικό «Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Που, στην προκειμένη περίπτωση, θα φέρει ορισμένα σημαντικά γδαρσίματα στο αλαβάστρινο κορμί του happy end.

Όμως, αλήθεια, τι περιμένατε; Μιλάμε για τον «Βασιλιά του Τρόμου».

Τον Στίβεν Κινγκ.

Η ζωή είναι μια ωραία μελωδία. Μόνο οι στίχοι είναι λίγο μπερδεμένοι

Όχι, δεν είναι το «Αυτό». Ούτε το «Νεκρή Ζώνη». Ούτε «Το Κοράκι». Και για να σας βγάλουμε από τη δύσκολη θέση του να διαβάζετε επαναλαμβανόμενα «ούτε», μην περιμένετε ούτε το «Στάσου πλάι μου» ή το «Περί συγγραφής» ή την «Λάμψη».

Αλλά αν θέλετε ν’ απολαύσετε λίγο καλό Κινγκ και παράλληλα ν’ ανακαλύψετε τη μαγεία που κρύβετε μέσα σας, κάνοντας ένα μακροβούτι στα ζωογόνα νερά της πίστης, τότε καθίστε αναπαυτικά στο αγαπημένο σας σημείο στο σπίτι και πάρτε το «Παραμύθι» στα χέρια σας.

Θα είναι σαν να ξεφυλλίζετε κάποιο από αυτά που διαβάζατε όταν ήσασταν παιδιά.

Από εκείνα που ξεκινούσαν με το «Μια φορά κι έναν καιρό».