Οι Στέρεο Νόβα έπαιζαν πάντα μια μουσική που με έναν περίεργο, απροσδιόριστο τρόπο ήταν συνδεδεμένη με το τοπίο της Αθήνας. Άκουγες τις μελωδίες τους και τους στίχους τους και σκεφτόσουν τις φτωχές αθηναϊκές συνοικίες, τους ανθρώπους που στοιβάζονται μέσα στα τρόλεϊ, την μοναξιά του μέσου κατοίκου μιας πρωτεύουσας που τον αναγκάζει να βρίσκεται διαρκώς μαζί με κόσμο και ταυτόχρονα να νιώθει διαρκώς μόνος.
Αυτή ήταν η μουσική των Στέρεο Νόβα. Άλλες φορές μελαγχολική και άλλες φορές λυτρωτική αλλά πάντα «αθηναϊκή». Την Δευτέρα (18/6), 20 χρόνια μετά την τελευταία φορά που οι Στέρεο Νόβα υπήρξαν δομικό κομμάτι της πόλης, η Αθήνα έμοιαζε να κινείται ξανά στους ρυθμούς τους. Μετά από 20 χρόνια το σάουντρακ της κινητικότητάς της αποτελούνταν από τους ήχους της πιο ιδιαίτερης μπάντας που προέκυψε ποτέ από την ελληνική underground σκηνή.
Ήταν η μέρα που οι Στέρεο Νόβα θα εμφανίζονταν ξανά ζωντανά μπροστά στο κοινό τους. Και κάτω από τη σκηνή θα στοιβάζονταν τρεις γενιές ακροατών: εκείνοι που τους έζησαν όταν υπήρχαν, εκείνοι που στο τσακ δεν τους πρόλαβαν αλλά που κατανόησαν πλήρως την επικαιρότητα του ήχου και των στίχων τους καθώς οι εποχές δεν είχαν αλλάξει δα και τραγικά και η νεότερη γενιά οπαδών, εκείνη που τους γνώρισε εξαρχής σαν μια διαλυμένη μπάντα και που έμαθε να προσεγγίζει τον ήχο της με βάση τις δικές της ανάγκες.
Ναι, από το πρωί της Δευτέρας, με έναν αδιευκρίνιστο τρόπο, η πόλη «μύριζε» ξανά Στέρεο Νόβα. Για χιλιάδες ανθρώπους το αστικό τοπίο της Αθήνας ήταν ξανά ντυμένο με τη μουσική τους. Μπορεί η βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς το μεγαλύτερο κομμάτι της ημέρας να ανησύχησε για λίγο όλους εκείνους που περίμεναν πως και πως τη μεγάλη συναυλιακή επιστροφή τους αλλά από την άλλη, όσο και αν έβρεχε έμοιαζε αμφίβολο πως θα χαθεί αυτό το live: ακόμα και με άπειρη βροχή, όλοι ξέραμε ότι οι Σ.Ν. θα έπαιζαν.
Ο ουρανός είχε καθαρίσει για τα καλά στις 22:00 όταν οι Στέρεο Νόβα βγήκαν στη σκηνή. Το θέαμα περίπου 20.000 ανθρώπων να τους αποθεώνουν ήταν μάλλον πρωτόγνωρο ακόμα και για τους ίδιους: δεν πρέπει να είχαν ξαναπαίξει ποτέ μπροστά σε τόσο μεγάλο πλήθος. Φαίνεται πως τα 20 χρόνια απουσίας συνοδεύτηκαν από ένα τεράστιο άλμα σε επίπεδο φήμης. Αυτή η μαζικότητα σίγουρα έμοιαζε περίεργη και για πολλούς από τους θεατές: μια μουσική που στο μυαλό πολλών από εμάς έμοιαζε μια πολύ προσωπική υπόθεση, πλέον θα ενοποιούσε ένα πολύ μαζικό πλήθος.
Λίγο κάτω από τα 60 πλέον και όχι 30φεύγα όπως τότε που ξεκίνησαν, οι Σ.Ν. φάνηκε εξαρχής πως είχαν διάθεση για πολλούς πειραματισμούς. Φάνηκε εξαρχής πως η επανένωσή τους ήταν όντως μια ανάγκη που υπήρχε μέσα τους και όχι ένα εμπορικό κόλπο. Πάνω στη σκηνή αυτό έγινε ξεκάθαρο: τα κομμάτια τους τα έπαιζαν με νέους τρόπους, εμπλουτισμένα με νέους ήχους.
Δεν είχαμε να κάνουμε με μια μπάντα που επανενώθηκε αλλά με μια μπάντα που μόλις δημιουργήθηκε και προσπαθεί να εκφράσει τις ανησυχίες της στο σήμερα, σε αυτή την εποχή, όχι 20 χρόνια πριν. Και αν τα μέλη αυτής της νέας μπάντας είχαν συνυπάρξει στο παρελθόν και σε ένα παλιότερο συγκρότημα, προφανώς έτυχε. Και αν το νέο συγκρότημα που έφτιαξαν είχε το όνομα του παλιού και πάλι τυχαίο ήταν.
Η μπάντα που βλέπαμε σε αυτό το live ήταν μια μπάντα του 2018, όχι μια μπάντα των 90s όπως παρεξηγημένα πιστεύαμε. Φαινόταν αυτή η διάθεση και στον πρόσφατο δίσκο τους που συνόδευσε την επιστροφή του ονόματος των Στέρεο Νόβα και ο οποίος είχε αδιάφορη υποδοχή: άπαντες στάθηκαν στην συναυλιακή επιστροφή και αγνόησαν το δίσκο. Ίσως τώρα, μετά από αυτό το live, να του δώσουν περισσότερη σημασία: οι Στέρεο Νόβα σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότερο σε αυτό τον δίσκο παρά στους περασμένους.
Η διάθεση αυτή φαινόταν και στον τρόπο που έπαιζαν τα παλιά κομμάτια αλλά και στις εικόνες που μέσω του videowall πίσω τους είχαν επιλέξει να ντύσουν τους ήχους τους. Μπορεί αυτό να είχε σαν αποτέλεσμα, οι 20.000 οπαδοί να μην εναρμονιστούν ποτέ μεταξύ τους. Άλλοι γούσταραν μια εκδοχή ενός κομματιού, άλλοι κάποια άλλη: το κοινό, στο μεγαλύτερο κομμάτι του live, δεν εκτινάχθηκε ποτέ εξ΄ολοκλήρου. Μόνο ανά παρέες, μόνο ανά άτομα, μόνο ανά κομμάτια. Λογικό: οι Στέρεο Νόβα πάνω στη σκηνή έπαιζαν νέα τραγούδια και πειραματίζονταν πάνω στα παλιά σαν να τα δείχνουν ξεχωριστά στον καθένα που βρισκόταν στο χώρο. Τα γούστα διαφοροποιούνταν από κομμάτι σε κομμάτι.
Στο encore ωστόσο και αφού είχαν κλείσει την προσωπική τους, ταυτόχρονη συνομιλία με τον καθένα και τη καθεμία που βρισκόταν στη συναυλία, αποφάσισαν -έστω και για δυο τραγούδια- να δώσουν μια χροιά πάρτυ στην συναυλία: στο «Μικρό Αγόρι» και στο «Παζλ στον Αέρα» η συναυλία έγινε γιορτή. Και μετά αποχώρησαν. Φανερά συγκινημένοι από αυτή την υποδοχή, φανερά συγκινημένοι από το γεγονός ότι ο κόσμος όχι μόνο δεν ξενέρωσε από την πειραματική διάθεσή τους αλλά αντίθετα, γούσταρε μαζί της.