Είναι πέρα για πέρα λογικό. Ανθρώπινο. Κατανοητό. Μόνο αν είναι κανείς αγρίμι ή… θεός δε θα επηρεαζόταν και θα παρέμενε, για τρία σχεδόν σερί χρόνια, προσηλωμένος στον στόχο της απόλυτης τήρησης των μέτρων και της αποφυγής συγχρωτισμού.
Επομένως, ναι: το καταλαβαίνουμε απόλυτα. Η πανδημία έχει φθείρει σε τεράστιο βαθμό τις ψυχικές μας αντοχές, κάνοντας στο μεσοδιάστημα τα νεύρα μας κρόσσια. Από τον Μάρτιο του 2020 (και το πρώτο, πανευρωπαϊκό τότε, lockdown) έχουν περάσει 2.5 «γεμάτα» χρόνια, στα οποία ο covid όχι απλά δεν έχει… σβήσει, αλλά εξακολουθεί να παραμένει πεισματικά παρών.
Από αυτό το σημείο, ωστόσο, μέχρι εκείνο της πλήρους χαλάρωσης και του να προσποιούμαστε πως η πανδημία έχει τελειώσει οριστικά και αμετάκλητα, χωρίς να παίρνουμε ούτε τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας (όπως, για παράδειγμα, η χρήση μάσκας στους κλειστούς χώρους), υπάρχει απόσταση.
Και- προς αποφυγή παρεξηγήσεων, μιας και άπαντες έχουμε γίνει αψίκοροι μετά από τέτοιο… λούκι- προφανώς και δεν υπαινισσόμαστε πως φταίει αποκλειστικά και μόνο η διαβόητη «ατομική ευθύνη» για την ανεξέλεγκτη πορεία του ιού. Όχι. Οι ευθύνες της πολιτείας είναι τεράστιες, ό,τι κι αν λένε οι αρμόδιοι.
Στο διά ταύτα τώρα: όσο κι αν θέλουμε να βαυκαλιζόμαστε πως είμαστε covid-free χώρα ή όσο κι αν σφυρίζουμε αδιάφορα για την παρουσία του κορωνοϊού λόγω τουριστικής περιόδου, τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά στην πραγματικότητα.
Κι επειδή ενδεχομένως να σας μπερδέψαμε, εξηγούμαστε: στην εβδομαδιαία ανακοίνωση του ΕΟΔΥ γνωστοποιήθηκε πως στη χώρα μας την τελευταία εβδομάδα είχαμε 355 θανάτους λόγω covid, κάτι που «μεταφράζεται» σε περισσότερους από 50 ολόκληρους θανάτους/ημέρα.
Το νούμερο είναι πραγματικά σοκαριστικό, ιδίως αν συνυπολογίσουμε πως ο αριθμός των κρουσμάτων «έπεσε» ελαφρώς εν συγκρίσει με την αμέσως προηγούμενη εβδομάδα.
Αν αναλογιστούμε, μάλιστα, πως μιλάμε για 355 συμπολίτες μας που έχασαν την ζωή τους μέσα στο κατακαλόκαιρο- όταν, δηλαδή, βρισκόμαστε κατά βάση σ’ εξωτερικούς χώρους και ο συνωστισμός δεν είναι τόσο μεγάλος όσο τον χειμώνα-, τότε καταλαβαίνει κανείς γιατί το καμπανάκι χτυπάει εκκωφαντικά για το τι θα γίνει από τον Οκτώβρη και μετά.
Ναι, η μετάλλαξη Όμικρον αλλά και η «Κένταυρος» είναι σαφώς πιο ήπιες από τη Δέλτα και την Άλφα, όμως αυτό δεν σημαίνει πως είναι «άκακες». Το αντίθετο, μπορούν ακόμα να χτυπήσουν θανάσιμα τους πιο ευπαθείς οργανισμούς και τους μεγαλύτερους ηλικιακά, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είναι σαφώς πιο μεταδοτικές από τις προκατόχους τους, κάτι που σημαίνει πως πολύ περισσότερος κόσμος θα προσβάλλεται από τον ιό.
Ο πανικός, προφανώς, δεν υπήρξε ποτέ ο καλύτερος σύμβουλος και θα ήταν τεράστιο λάθος το να χαθούν τα όποια ψήγματα ψυχραιμίας.
Στον αντίποδα, θα έπρεπε να υπάρχει μία στοιχειώδης λογική και να φοράμε μάσκα ιδίως στους κλειστούς χώρους ακόμα και το καλοκαίρι και σε περιπτώσεις έντονου συγχρωτισμού, ενώ λίγη περισσότερη υπευθυνότητα στο να περιοριστούμε για μερικές μέρες όταν βγαίνουμε θετικοί (αντί να πάρουμε τους δρόμους σα να μη συμβαίνει τίποτα…) δε θα έβλαπτε. Όπως, επίσης, δε θα έβλαπταν και το να κάνουμε κάνα τεστ όταν έχουμε έστω και κάποια λίγα συμπτώματα, αντί να το ρίξουμε στο αέναο YOLO.
Ναι, θα το πούμε και πάλι: η κόπωση και ο εκνευρισμός για την κατάσταση με την πανδημία είναι απολύτως σεβαστοί. Αλλά…
Αλλά, από την άλλη, μιλάμε για 355 νεκρούς από τον ιό στα τέλη του Ιουλίου και τις αρχές Αυγούστου.
Είναι πολλοί.
Πάρα πολλοί.