Γαλλικές εκλογές: Άραγε τι μας περιμένει αν κερδίσει η Λεπέν;

Αν και πολιτικός της αντίπαλος, ο Μακρόν υπήρξε ο ιδανικός πολιτικός φίλος της Λεπέν τα προηγούμενα χρόνια.

Το 26% των ψήφων που συγκέντρωσε ο Εμάνουελ Μακρόν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας δίνει στον πρόεδρο της χώρας και έτσι κι αλλιώς φαβορί αυτής της εκλογικής αναμέτρησης ένα σαφέστατο προβάδισμα ενόψει του επαναληπτικού γύρου απέναντι στην Μαρίν Λεπέν του 21%. Οι εκτιμήσεις ενδέχεται να επαληθευτούν: μπροστά στον κίνδυνο της κατάληψης του Προεδρικού Μεγάρου από την ακροδεξιά Λεπέν, όλος ο λεγόμενος προοδευτικός κόσμος αναμένεται να συσπειρωθεί υπέρ του Μακρόν.

Το φετινό εκλογικό παιχνίδι στη Γαλλία μοιάζει με ένα χαρακτηριστικό déjà vu των προεδρικών εκλογών του 2017. Και τότε όπως και τώρα, ο Μακρόν και η Λεπέν ήταν οι δύο υποψήφιοι που είχαν περάσει στον δεύτερο γύρο της διαδικασίας. Και τότε όπως και τώρα, η δυναμική του Μακρόν απέναντι στη Λεπέν δεν προερχόταν από αληθινούς υποστηρικτές των πολιτικών του αλλά από ένα σωρό κόσμο που μπήκε απρόθυμα στη διαδικασία να «το ρίξει» στο «μικρότερο κακό». Όμως παρά τις τρανταχτές ομοιότητες των δυο εκλογικών αναμετρήσεων, οι διαφορές είναι επίσης εδώ και μοιάζουν πολύ ποιοτικές για να αγνοηθούν.

Η δεύτερη συνεχόμενη εκλογική διαδικασία που βρίσκει την Λεπέν να διεκδικεί στον δεύτερο γύρο την γαλλική προεδρία συνιστά την τέλεια αποτύπωση μιας ιδιαιτέρως άβολης πραγματικότητας: η ακροδεξιά βρίσκεται για τα καλά στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής στη Γαλλία, αποτελεί βασική και κρίσιμη συνιστώσα της, οι εποχές που το ακροδεξιό ρεύμα έμοιαζε μια περιθωριακή πολιτική πρόταση ανήκουν για τα καλά στο παρελθόν.

Για να καταλάβει κανείς την ραγδαία αναβάθμιση του ακροδεξιού φαινομένου αρκεί να συγκρίνει το κοινωνικό κλίμα του σήμερα με αυτό που επικρατούσε στη Γαλλία 20 χρόνια πριν, τότε που ο Ζαν Μαρί Λεπέν, πατέρας της σημερινής υποψηφίου προέδρου, έκανε τη μεγάλη έκπληξη και πέρασε στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Τότε, ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο γύρο, η Γαλλία «βούλιαξε» από τις διαδηλώσεις, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους προκειμένου να δηλώσουν την αντίθεσή τους στην ακροδεξιά και εν τέλει, ο Ζακ Σιράκ όχι απλά αναδείχθηκε πρόεδρος της Γαλλίας έναντι του Λεπέν αλλά το πέτυχε με ένα συντριπτικό 82%, ποσοστό που αποτελεί μέχρι και σήμερα ρεκόρ.

Σήμερα, το σοκ δεν είναι το ίδιο. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει καν σοκ. Η Λεπέν διεκδικεί την προεδρία της Γαλλίας και δεν τρέχει κάστανο. Ναι, απέναντί της θα συσπειρωθεί αρκετός κόσμος εκλογικά αλλά καμία σχέση με την «αντιλεπενική» κινητοποίηση του 2002. Ούτε καν με την αντίστοιχη κινητοποίηση του 2017. Το συμπέρασμα βγαίνει αυθόρμητα: μπορεί η ακροδεξιά να μην έχει ακόμα την κοινωνική νομιμοποίηση για να κυβερνήσει αλλά η παρουσία της και η ατζέντα της έχουν κανονικοποιηθεί πλήρως. Το μέλλον μοιάζει αρκετά δυσοίωνο.

Όταν το 2002 η Αριστερά είχε κινητοποιηθεί σύσσωμη να ψηφίσει τον συντηρητικό δεξιό Σιράκ προκειμένου να αποτραπεί ο αδιανόητος κίνδυνος της εκλογής του ακροδεξιού Λεπέν, το σύνθημα ήταν πως κοντράρονται «ένας απατεώνας και ένας φασίστας»: σίγουρα είναι καλύτερα να βολευτούμε με τον απατεώνα. Σήμερα ο Μακρόν προσδοκά σε μεγάλο βαθμό και πάλι την βοήθεια της Αριστεράς στις εκλογές και μάλλον θα την πάρει: ο Μελανσόν άλλωστε, αριστερός υποψήφιος και τρίτος πίσω από την Λεπέν κατά 6 μονάδες, έχει μιλήσει ήδη ξεκάθαρα για στήριξη στον Μακρόν στον δεύτερο γύρο. Όμως, η προθυμία των αριστερών ψηφοφόρων δεν είναι η ίδια.

Πρόσφατες δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν σε αριστερούς ψηφοφόρους έδειξαν πως οι τελευταίοι δεν βρίσκουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις πολιτικές του Μακρόν και της Λεπέν, το πρόσκαιρο αντι-ακροδεξιό μπλοκ δεν φαίνεται τόσο συνεκτικό όσο στο παρελθόν. Συν τοις άλλοις, τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε παντελώς λανθασμένη η εκτίμηση πως η αντιμεταναστευτική λογική καθώς και ο συνδυσμός κοινωνικών παροχών-πολιτικού αυταρχισμού, που αποτέλεσαν τη βασική πολιτική του Μακρόν, θα εξωβέλιζαν την Λεπέν από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό διότι θα της είχε κλαπεί η αντζέντα. Συνέβη το ακριβώς ανάποδο: όταν το λεγόμενο πολιτικό κέντρο πηγαίνει δεξιά, η ακροδεξιά δεν φεύγει από το προσκήνιο όπως θα περίμενε κανείς με βάση ένα τέτοιο απλοϊκό σχήμα αλλά αντίθετα, η ακδροδεξιά γίνεται κεντρική δύναμη.

Η «λεπενοποίηση της σκέψης» έστρωσε το χαλί στην Λεπέν να διεκδικεί για δεύτερη συνεχή εκλογική αναμέτρηση τον προεδρικό θώκο της χώρας: η πορεία της ανά τα χρόνια μοιάζει όχι απλά ανοδική αλλά και συνδυασμένη με μια αποδοχή της σε κοινωνικές δυνάμεις που δεν θέλουν να την βλέπουν μεν, δεν την θεωρούν και κάτι ιδιαιτέρως διαφορετικό από τις κυρίαρχες πολιτικές δε. Σημαίνουν άραγε όλα αυτά πως αν γίνει καμία στραβή και η Λεπέν αναδειχθεί πρόεδρος (αν όχι τώρα, ίσως στις επόμενες εκλογές) δεν θα αλλάξει κάτι ιδιαίτερα διότι η Γαλλία και η Ευρώπη έχουν έτσι κι αλλιώς αποδεχτεί τις πολιτικές της; Ή μήπως αν η Λεπέν βγει πράγματι πρόεδρος, ο αυταρχισμός του σήμερα δεν θα είναι τίποτα μπροστά στην πραγματικότητα μιας πούρας ακροδεξιάς στην προεδρία μιας από τις βασικότερες δυνάμεις της Ευρώπης;

Αν και οι πολιτικές του Μακρόν πρέπει να κατακριθούν ως συνδιαμορφωτικές αναφορικά με την άνοδο της Λεπέν, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο φασισμός παραμένει ένα αυτόνομο και διακριτό πολιτικό ρεύμα με τις δικές του στρατηγικές, το δικό του όραμα για την κοινωνία, την δική του προσμονή για την μεγάλη επιστροφή. Ναι, ο Μακρόν αν και αντίπαλος της Λεπέν υπήρξε ο καλύτερος της πολιτικός φίλος τα τελευταία πέντε χρόνια. Όμως ο φασισμός είναι μια άλλη οντότητα. Και δεν πρέπει να το υποτιμάμε αυτό ούτε να το ταυτίζουμε με τον εκφασισμό στο οποίο ρέπει συστηματικά ο φιλελευθερισμός και το πολιτικό κέντρο τα τελευταία χρόνια.

Η Λεπέν δεν πρέπει να κερδίσει. Ούτε τώρα ούτε ποτέ.