Η ανάγκη να αναζητήσεις ένα νόημα στα πάντα γύρω σου, να τους αποδώσεις μια τελεολογία, μπορεί να σε φέρει σε μια διαρκή κατάσταση αιχμαλωσίας. Σε βαθμό να μην έχεις τη δύναμη να επικεντρωθείς στο περιεχόμενο. Νομίζω συμβαίνει στους περισσότερους ανθρώπους. Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που ξεφεύγουν από αυτή τη φυλακή. Η υποδούλωση μου από την πρώτη κατηγορία ίσως είναι ο λόγος που δεν μπόρεσα να απολαύσω όσο θα περίμενα την παράσταση « Θερισμός » του Δημήτρη Τάρλοου στο Εθνικό.
Ο Θερισμός είναι μια παράσταση που έτυχε εξαίρετης υποδοχής από όλους σχεδόν. Από τα μέσα Μαρτίου που ξεκίνησε. Αυτό σημαίνει ότι αν έχεις τοποθετήσει στο μυαλό σου τις πρώτες κριτικές έχεις και μια δεύτερη αφέντρα να σε εμποδίζει. Την προκατάληψη. Τα πρόσωπα που συμμετέχουν πάνω και κάτω από τη σκηνή, τα πράγματα στα οποία τα έχεις δει στο πριν, σε οδηγούν σε ορισμένα σχήματα που περιμένεις την επιβεβαίωση τους όσο βλέπεις την παράσταση. Κι όταν αυτή δεν έρχεται κάτι ξεκινά να ραγίζει μέσα σου. Τι κι αν γνωρίζεις ότι το έργο δεν φτιάχτηκε από σένα και δεν έγινε με σκοπό να νοηματοδοτήσει τις δικές σου ανάγκες; Νιώθεις ένα κάποιο δικαίωμα στην διαμόρφωση του.
Στα της παράστασης, ο Θερισμός είναι η αποθέωση της νωχελικότητας. Όχι μιας φυσιολογικής νωχελικότητας που έρχεται κάτω από το μαστίγιο του ήλιου και το καρότο της θάλασσας. Αλλά μιας νωχελικότητας που είναι λες και αποτελεί την μόνιμη συνθήκη της ύπαρξης.
Πέντε άνθρωποι, τρεις γυναίκες-δύο άντρες, δύο ζευγάρια-μια μόνη, έχουν πάει διακοπές στο Ακαπούλκο, στο ξενοδοχείο El Globo. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Και όντως έχει σταματήσει. Η ώρα είναι πάντα 12 και 20. Η Μπόνα πηγαίνει να βουτήξει στη θάλασσα διαρκώς, αλλά ποτέ δεν πάει. Πάντοτε επιστρέφει στην ξαπλώστρα της. Πάντοτε ξεφυλλίζει το βιβλίο της. Πάντοτε περιμένει μια κλήση του Μοτ, του ανθρώπου που αγαπάει, αλλά δεν την αγαπάει.
Ο Ασσούρ και η Λύκρα είναι το ένα ζευγάρι. Κοντά στα 40 και οι δύο. Με έναν γιο τον Αντελίνο που όταν μεγαλώσει θέλει να είναι νεκρός. Όλη του τη ζωή αυτό έλεγε ότι θέλει. Να αυτοκτονήσει. Ο Ρούμι και η Ζουζού, το έτερο ζεύγος, οι μεγαλύτεροι απ΄όλους, έχουν μια κόρη τη Σέλμα. Η Σέλμα ηδονίζεται να τους περιγράφει τις σεξουαλικές της εξτραβαγκάντσες, για να τους εκδικηθεί. Μόλο που ο Ρούμι και η Ζουζού φαίνονται πιο συνειδητοποιημένοι με τα πράγματα. Τόσο σε επίπεδο φιλοσοφικής θεώρησης, όσο και σε πρακτική εφαρμογή.
Το βασικότερο στοιχείο της παράστασης είναι μια αντίστιξη των δύο φύλων. Ο Ασσούρ και ο Ρούμι αναζητούν την ερμηνεία σε αυτά που δεν άπτονται. Σε εκείνα που προϋπήρξαν και θα υπάρξουν. Αδιαφορούν και δεν μετέχουν στα δρώμενα των τριών γυναικών. Τυρβάζουν περί της ζωής, περί της βασικής υποχρέωσης του ανθρώπου κτλ. Οι τρεις γυναίκες δεν θέλουν να ερμηνεύσουν τα πάντα. Τους ενδιαφέρει μόνο το τώρα. Παρουσιάζονται λίγο πιο πεζές. Περισσότερο από πεζές, ως κρατήματα των ανδρών στο έδαφος. Όχι με κάποιον υποβιβασμό. Με έναν ρεαλισμό. Οι γυναίκες είναι αυτές που κρατάνε τα ηνία τούτης της ζωής. Οι άντρες είναι που θέλουν να αρπάξουν το κάρο του επερχόμενου.
Το Ακαπούλκο είναι ένας ου τόπος. Όχι με σκληρό περίβλημα όμως. Τα προβλήματα της έξω ζωής τους παρεισφρέουν στον κόσμο. Απλώς δεν επηρεάζουν σε αναμενόμενο βαθμό τους χαρακτήρες. Το μόνο που τους καθηλώνει είναι η κιθάρα του Μασιμιλιάνο. Ένας Μασιμιλιάνο που δεν υπάρχει στις άλλες αισθήσεις. Ζει στην ακοή. Καταφέρνει εν τούτοις και γεμίζει τα υπόλοιπα δοχεία. Πρόκειται για το placebo του κάθε ρόλου.
Ο θερισμός δεν είναι όλη η παράσταση. Υπάρχει ο παραθερισμός. Εκεί η ζωή αντιμετωπίζεται με επιθυμία και ραστώνη. Στον θερισμό η ζωή αποδιώχνεται και η ραστώνη φορά μανδύα άκρατης επιθυμίας. Ο θάνατος γίνεται στόχος. Τον προσκαλούν με το ταυτόχρονο τραγούδι τους στο τέλος. Ξαπλώνουν πάνω στις σεζ λονγκ και το ρολόι δείχνει ακόμα 12 και 20.
Αν μου έχουν μείνει κάποια στοιχεία από το έργο είναι πρώτον ότι δεν μπόρεσα να ευχαριστηθώ το πολύ καλό σενάριο. Διακοπτόταν σε καίρια σημεία από μια ηθελημένη αφέλεια, κυρίως στον ρόλο της Λύκρα. Αυτή η διακοπή έπαιρνε το μεγαλύτερο μέρος της αίσθησης. Ορισμένα δυνατά του κομμάτια χάθηκαν πολύ γρήγορα, λες και ήταν σκόνη που περνά μέσα από κόσκινο. Εκεί που η Μπόνα φωνάζει για τον έρωτα ότι θέλει να γίνει συνώνυμο της δυστυχίας και της λύπης, ότι θέλει όλοι να έρθουν στο δικό της μετερίζι, είναι ένα τέτοιο. Όταν η Λύκρα μιλάει για την αντίληψη της πάνω στα βιβλία το ίδιο. Όταν πάλι η Μπόνα λέει ότι στα βιβλία βρίσκουμε την ζωή που θέλουμε, ενώ στην ζωή δεν βρίσκουμε τη ζωή όπως τη θέλουμε, νομίζω πως η παράσταση αγγίζει το ύψιστο σημείο της.
Κάπως έτσι αποδομείται αυτή η αντίστιξη που αναφέρθηκε. Οι άντρες-θαλασσοπόροι-εξερευνητές δεν αγγίζουν πια την «φιλοσοφική ανωτερότητα». Οι γυναίκες στέκονται σε αυτή την πλευρά της τραμπάλας.
Ως προς τους ηθοποιούς, ο Νίκος Ψαρράς έχει εκείνη την χειμαρρώδη θέση, του σαφώς πιο νέου και ο ρόλος του ευνοεί μια πολύ καλή ερμηνεία. Ο Περικλής Μουστάκης έχει έναν ρόλο που δεν σε αφήνει να τον απολαύσεις όσο αρμόζει. Η Αλεξία Καλτσίκη είναι στιγμές που σε βγάζει από την εμπειρία, αλλά και αυτή με τις πιο έντονες στιγμές της παράστασης. Η Άννα Μάσχα κερδίζει στην καθαρότητα του λόγου της και την χορογραφία της, χάνει αισθητά σε επίπεδο θέσης.
Συντελεστές
Κείμενο: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Κατερίνα Πολέμη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Κίνηση: Κορίνα Κόκκαλη
Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Κουτσοκώστα
Διανομή: Αλεξία Καλτσίκη, Άννα Μάσχα, Περικλής Μουστάκης, Μάρω Παπαδοπούλου, Νίκος Ψαρράς
Φωτογράφος παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Θερισμός
Έως: 28/05/2017 Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 Κυριακή στις 19:30
Τοποθεσία:
Εθνικό Θέατρο – Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», Αγίου Κωνσταντίνου 22 – 24, Αθήνα
Eισιτήρια:
15€, 10€ (φοιτητικό), κάτοχοι κάρτας ΟΑΕΔ 5€ | Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη ενιαία τιμή 13€