Όταν ήμουν δευτέρα δημοτικού η μάνα μου βάλθηκε να με γράψει σε μαθήματα πιάνου. Υπήρχαν στιγμές που ως ανώριμο πιτσιρίκι δεν μπορούσα να το αντέξω. Με το πέρασμα των χρόνων άρχισα να συνειδητοποιώ την προσφορά του. Το πιάνο ως όργανο είναι σύμβολο μιας δύσκολης μουσικής. Συμφωνίες, κλασσική μουσική, υπερταλαντούχοι συνθέτες. Βάγκνερ, Τσέρνι, Βέρντι, φυσικά Μότζαρτ, Μπετόβεν, Λιστ. Ανάμεσα τους και ο Σούμαν. Όταν άκουσα ότι ανεβαίνει παράσταση με επίκεντρο τον «διπολικό Ρόμπερτ» της κλασσικής μουσικής, σκέφτηκα ότι θέλω να την δω.
Αυτό που αποκόμισα στο τέλος ήταν κάτι ξαφνικό κι ευχάριστο. Πρώτα και κύρια για τις επιλογές που πήραν ο σκηνοθέτης Λευτέρης Γιοβανίδης και η συγγραφέας Σοφία Καψούρου. Έμμετροι στίχοι, ρίμες με μεγάλο βαθμό δυσκολίας, απίστευτη έμφαση στα γλωσσικά στοιχεία. Κι όλα αυτά να οδηγούν σε μια απεικόνιση. Ευρηματικό χιούμορ και ιδανικές-αρμόζουσες ερμηνείες.
Ο Λευτέρης Βασιλάκης ως Ρόμπερτ Σούμαν μοιάζει να αποδομεί το σώμα του με κάθε του κίνηση και να κάνει δέρμα την ψυχή και ψυχή το δέρμα. Ο Τζίνη Παπαδοπούλου είναι ένα ατόφιο ταλέντο στην πρόζα και της ταιριάζει απόλυτα ο ρόλος της μαμάς του Σούμαν, της Γιοχάνα. Ο Πέρης Μιχαηλίδης στο ρόλο του Φρίντριχ Βικ αρμονικά καυστικός και δηκτικός απέναντι στον γαμπρό του Ρόμπερτ. Η Ελεάνα Καυκαλά είναι το πρόσωπο μιας ευτυχισμένης θλίψης, μιας μοίρας που θα ήθελε να αποφύγει, αλλά γνωρίζει καλά ότι την επιθυμεί το μεδούλι της.
Τα παραπάνω είναι πράγματα που είναι αποτέλεσμα της δουλειάς των ηθοποιών και σαφώς των κατευθύνσεων του σκηνοθέτη. Ο Λευτέρης Γιοβανίδης μας μίλησε για το τι σηματοδοτεί ο Σούμαν, τόσο για εκείνον και τη Σοφία, αλλά και για το ίδιο το θέατρο.
Ποια είναι τα στοιχεία του Σούμαν που σας οδήγησαν να επιλέξετε την δική του ζωή;
Ο Ρόμπερτ Σούμαν ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Όχι απλώς ένας σπουδαίος μουσικός που άφησε ένα βαθύ ίχνος στο γερμανικό «λιντ», αλλά μια ιδιοφυία. Η προσωπικότητα του όσο την ψάχνεις τόσο σε μαγεύει. Δεν είναι τυχαίο που η ζωή του έχει γίνει ταινία και έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για τον ίδιο αλλά και για τη σχέση του με τη γυναίκα του, Κλάρα Βικ. Ένα ιδιαίτερο ζευγάρι εκείνη την εποχή στη Γερμανία του 19ου αιώνα. Σκεφτείτε ότι οι περισσότεροι από τους σημαντικότερους συνθέτες ήταν μια παρέα περίπου εκείνη την ίδια εποχή. Λίστ, Σούμπερτ, Μπραμς, Βάγκνερ. Μια παρέα καλλιτεχνών με τους ανταγωνισμούς τους, τις κόντρες τους, τον αλληλοθαυμασμό τους.
– Μέσα από την παράσταση βλέπουμε τον ήρωα να βυθίζεται με μανία στα αδιέξοδα του. Σα να τα αποζητά. Σα να αισθάνεται πιο οικεία και βολικά κοντά τους. Πώς το ερμηνεύετε αυτό;
Υπάρχει μια φράση μέσα στο κείμενο «Θεέ μου, αν υπάρχεις γελά. Εκεί που σπέρνεις ευφυΐα θα θερίζεις τρέλα.» Σαν να είναι η μοίρα των ανθρώπων με ευφυΐα να τους χτυπά η τρέλα. Ο Σούμαν είχε κληρονομικότητα στην κατάθλιψη. Ο πατέρας του και η αδελφή του είχαν αυτοκτονήσει. Έπασχαν και οι τρεις από διπολική διαταραχή.
Ο ίδιος πέθανε από μαρασμό στα 46 του χρόνια. Δεν πιστεύω ότι ακόμα και κάποιος που πάσχει από μια ψυχική ασθένεια αναζητά το να βυθίζεται στο σκοτάδι της ψυχής του. Δυστυχώς δεν έχει άλλη επιλογή και να θέλει να το αποφύγει δεν μπορεί. Ο Σούμαν έφθασε σε σημείο να ακούει φωνές. Είχε πλάσει από μικρός δύο συντρόφους νοερούς που ζούσε μαζί τους. Άλλα η ιδιοφυΐα δυστυχώς της περισσότερες φορές έχει το τίμημά της.
– Η Σοφία Καψούρου γράφει ένα ποιητικό κείμενο, σε στίχο. Δύσκολη επιλογή. Κι εσύ εικονοποιείς αυτό το κείμενο με την ίδια ποιητικότητα και τον λυρισμό. Είναι αυτό ένα κομμάτι προσωπικής σας αναζήτησης;
Προσπαθώ πάντα να αφήνω να με οδηγεί το κείμενο. Αυτό ακολουθώ στον τρόπο πως θα αφηγηθώ την ιστορία. Σε ένα κείμενο με κύριο χαρακτηριστικό την ποιητικότητα και τον λυρισμό, δεν μπορώ εγώ να γυρίσω την πλάτη σ’ αυτό στήνοντας την παράσταση διαφορετικά. Και το συγκεκριμένο κείμενο εκεί με οδήγησε. Αυτό που ξεχωρίζω στη γραφή της Καψούρου είναι ότι πάντα κλείνει το μάτι στην ποιητικότητα της. Έξυπνα την υπονομεύει και με χιούμορ δίνει τόσο λυρισμό όσο χρειάζεται πάντα.
Στην εικονοποίηση του συγκεκριμένου θεατρικού έργου ήθελα πολύ να δημιουργήσω ατμόσφαιρες. Να ζωντανέψω αυτά τα πρόσωπα χωρίς να χάνουν το σύννεφο που τους περικλείει. Είναι σημαντικό που μια συγγραφέας επιλέγει σήμερα αυτή τη μορφή λόγου για να γράψει ένα έργο. Σε μια εποχή που στο θέατρο περισσότερο συναντάμε την αποδόμηση του λόγου, έρχεται το Εθνικό με το Σούμαν και δημιουργεί μια ανατροπή. Πιστεύω υπάρχει η ανάγκη να αναθεωρήσουμε τον τρόπο που αφηγούμαστε μια ιστορία.
– Παρατήρησα ότι στην παράσταση ο σημαντικότερος ρόλος δεν είναι αυτός του Σούμαν, αλλά αυτός του τραπεζιού. Πάνω του γίνεται η δουλειά του τσαγκάρη, εκεί υπάρχει το πιάνο, το τραπέζι γίνεται μπανιέρα για να πλυθεί ο Σούμαν, εκεί τρώνε, εκεί πάνω κάνουν την πασαρέλα τους. Είναι σαν εργαλείο μετάβασης από τόσο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή. Ποια η λογική πίσω απ’ αυτό;
Ο Σούμαν είναι ο πρωταγωνιστής γι’ αυτόν γίνονται όλα. Είναι όμως μια δύσκολη παράσταση στο στήσιμό της. Έχει συνολικά 44 σκηνές για να φανταστείτε. Γι’ αυτό έπρεπε να βρεθεί μια σκηνική λύση που να εξυπηρετεί όλους τους σκηνικούς χώρους του κειμένου. Έτσι επιλέχθηκε και κατασκευάστηκε αυτό το συγκεκριμένο τραπέζι. Τα πάντα συμβαίνουν μέσα ή γύρω από αυτό. Είναι πάντα σημείο αναφοράς μας. Το τραπέζι αν και ως σκηνικό αντικείμενο έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά στο θέατρο, εδώ καταφέρνει με την πολυχρηστικότητα του να έχει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Η δουλειά της σκηνογράφου Ελένης Μανωλοπούλου, είναι μαγική. Επίσης η δυσκολία ήταν και στο ότι στη διάρκεια της παράστασης διαδραματίζονται δύο παράλληλες ιστορίες που συμβαίνουν σε διαφορετικές εποχές. Στη Γερμανία του 19ου αιώνα και στην Αθήνα του 21ου. Κι αυτό το μαγικό τραπέζι καταφέρνει στο τέλος, όλους και όλα να τα συνταιριάξει.
– Έχω την εντύπωση ότι αυτός ο γρήγορος και χοροπηδηχτός ρυθμός που έχει η παράσταση είναι το κάλυμμα της δυστυχίας του Σούμαν.
Δεν ξέρω αν ακριβώς ο χαρακτηρισμός που θα του ταίριαζε είναι δυστυχής, αν και πέθανε από μαρασμό. Ο Σούμαν ήταν ένας ρομαντικός ήρωας. Ένας ήρωας που μέσα από την ήττα του νικά και μέσα από την ελπίδα του δημιουργεί. Η ελπίδα είναι αυτή που δίνει τη σπίθα για να ξεκινήσουν όλα. Κάνω τέχνη επειδή έχω την ελπίδα να βρω κάτι. Να με ακούσει κάποιος. Τελικά όσοι ελπίζουμε είμαστε ρομαντικοί. Και ο Σούμαν ήταν ο απόλυτος εκφραστής της ιδέας του ρομαντισμού. Η παράσταση έχει στηθεί με βάση τη μουσική του. Σαν να είναι μια παρτιτούρα. Ακολουθεί μέτρα μουσικά. Προσπαθεί να μπει στο σύμπαν και στη σκέψη του Σούμαν, που σκεφτόταν μέσω της μουσικής.
Έλεγε λίγο πριν πεθάνει «Χάνω το ΛΑ». Η νότα ΛΑ είναι η νότα που κουρδίζει η ορχήστρα, στη συχνότητά της υπάρχει η αρμονία του σύμπαντος και ο ιδιοφυής Σούμαν όταν άρχισε να χάνει το λογικά του, άρχισε να χάνει την αρμονία. Αδιάκοπα φτερουγίσματα είναι η μουσική του Σούμαν κι εκεί απάνω προσπαθεί να πατήσει η παράσταση.
– Η Τέχνη οποιασδήποτε μορφής δεν προσφέρει βιοποριστικά μέσα με επάρκεια στον καλλιτέχνη. Τον γεμίζει όμως με επιβίωση. Πώς αντιλαμβάνεσαι αυτή την ανωμαλία της Τέχνης;
Την ψυχή του ανθρώπου είναι κάτι που δύσκολα μπορεί κανείς να την χαρτογραφήσει. Αντίστοιχα και το τι μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους ειλικρινά, δύσκολα μπορούμε να το καταλάβουμε. Πια βομβαρδιζόμαστε με τόσες εικόνες που επηρεάζεται αρκετά το κριτήριό μας. Από την άλλη οι άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη καταφέρνουν τουλάχιστον έστω και λίγο να έρθουν κοντά στην ψυχή τους. Καταφέρνουν λίγο να δαμάσουν κάποιες φωνές. Η μαγεία και η δύναμη της δημιουργικότητας.
– Τι είναι τελικά ο Σούμαν ως διαχρονικό σύμβολο; Ποιο είναι το απώτερο μήνυμα που δίνετε εσύ και η Σοφία με την παράσταση; Είναι ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες ή στοχεύει πρώτα να απαντήσει στους ίδιους σας τους εαυτούς;
Η μουσική του Σούμαν είναι υφασμένη “στο χέρι”. Υπάρχει έντονα η ιδέα της αποτυχίας. Ως μια απάντηση στη μοιρολατρία. Θέλει με τη μουσική του να σε συμφιλιώσει με την αποτυχία και να σε παρηγορήσει. Σε αντίθεση με τον Βάγκνερ, τον Σοπέν, τον Μέντελσον ή τον Λίστ. Το ενσωματώνει ως κεντρική ιδέα στη μουσική του. Γι’ αυτό πολλοί αγαπούν τη μουσική του γιατί βλέπουν μέρους τους εαυτού τους. Βλέπουν τα δικά τους αδιέξοδα. Στη ζωή είμαστε κάποτε νικητές, κάποτε νικημένοι. Όλοι όμως οφείλουμε να είμαστε ρομαντικοί. Σημασία έχει πάντα να ελπίζουμε άρα να μαχόμαστε.
Ταυτότητα Παράστασης Σούμαν:
Συγγραφέας: Σοφία Καψούρου
Σκηνοθεσία: Λευτέρης Γιοβανίδης
Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου
Κοστούμια: Λίνα Σταυροπούλου, Τζίνα Ηλιοπούλου
Φωτισμοί: Νίκος Σωτηρόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αναστασία Τζέλλου
Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου
Παίζουν: Γιάννης Ασκάρογλου, Λευτέρης Βασιλάκης, Αλέξανδρος Καλπακίδης, Τζίνη Παπαδοπούλου, Περής Μιχαηλίδης, Δήμητρα Μητροπούλου, Ελεάνα Καυκαλά, Δήμητρα Λαρετζάκη, Γιάννης Παπαδόπουλος
Εθνικό Θέατρο, Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», Αγίου Κωνσταντίνου 22-24 , τηλ. 210.5288170-171, 210.7234567
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00
Κυριακή στις 19:00, Τιμές εισιτηρίων: 15€, 10€ (φοιτητικό),κάτοχοι κάρτας ΟΑΕΔ 5€ , Παρασκευή ενιαία τιμή 13€