Ο Μάνος Βαβαδάκης αναβιώνει έναν πόνο που δεν μας τον έμαθαν ποτέ σε όλη του την αλήθεια

Η παράσταση Ανθρωποφύλακες έρχεται να προσφέρει ένα επώδυνο παρελθόν στις νεότερες γενιές, ώστε να μην ηττηθούν από τη λήθη όσων το έζησαν αυτό το παρελθόν.

Τον Μάνο Βαβαδάκη τον είδα πρώτη φορά στην παράσταση Έξυπνο Πουλί του Φεϊντό στο Tempus Verum, όπου μαζί με άλλους 5 ηθοποιούς είχαν φτιάξει μια απίστευτα εύστοχη και up to date κωμική παράσταση.

Δεν γνώριζα ότι έχει και σκηνοθετικό ενδιαφέρον. Το έμαθα εμπράκτως βλέποντας την παράσταση Ανθρωποφύλακες τον περασμένο Μάιο, όταν πρωτανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης, στο υπόγειο του Κουν. Η παράσταση είχε μια τρομερή απλότητα και μια εύστοχη προσέγγιση ενός βαθύτατου τραύματος, που μπορεί να φαίνεται συλλογικό, αλλά δεν είναι. Δυστυχώς αφορά συγκεκριμένους ανθρώπους που υπέστησαν τη σκαιότητα της διχόνιας στο κορμί τους. Με αρρώστιες, με κατεστραμμένα όργανα, με αίμα και μια ζωή σε διαρκή φόβο.

Γύρω απ΄αυτή την παράσταση περιστρέφεται και η κουβέντα μας, με τον Μάνο Βαβαδάκη να δείχνει και με τις ερμηνείες του ότι έχει να προσφέρει πολλά σημαντικά πράγματα στο ελληνικό θέατρο.

-Η παράσταση καταπιάνεται με μια περίοδο που είναι πολύ πρόσφατη κι έχω την αίσθηση ότι ακόμα δεν έχει κατακάτσει ως αποτίμηση στη συλλογική μνήμη. Πώς προσεγγίζεται ένα τέτοιο θέμα;

Όταν διάβασα το βιβλίο, ένα καλοκαίρι των φοιτητικών μου χρόνων, μου φάνηκε αδιανόητο γιατί δεν είχα έρθει σε επαφή με αυτό το υλικό, με αυτή την σελίδα της ιστορίας μας ήδη από το σχολείο. Κι άρχισα μια έρευνα για την εποχή διαπιστώνοντας πόσοι από εμάς είχαν είτε άγνοια ή μια γενικευμένη εικόνα για την περίοδο της Επταετίας. Και σας λέω ότι υπάρχουν θεατές μας που νομίζουν ότι αυτό που ακούν στην παράσταση είναι ένα είδος μυθοπλασίας, αδυνατούν να κατανοήσουν τη βαναυσότητα και το σαθρό πρόσωπο της Χούντας.

Από την πρώτη στιγμή είχα την ιδέα να προβάλλονται ταυτόχρονα οι δύο κόσμοι του καθεστώτος, το λαμπερό περιτύλιγμα και το σάπιο περιεχόμενο. Δίπλα στην οδύσσεια του Περικλή στα χέρια των βασανιστών του, χρειαζόμουν να αντιπαραβάλλω συνεχώς το πρόσωπο που ήθελε να έχει η Χούντα, εικόνα που ακόμα και σήμερα μαγνητίζει, γεμάτο νοσταλγία.

– Θεατρικά σας έχω δει επί σκηνής στο πολύ κωμικό Έξυπνο Πουλί και σε σκηνοθετικό επίπεδο στην παράσταση που ανεβάσατε στην Πειραματική του Εθνικού. Είναι δύο έντονα κωμικά δείγματα. Υπάρχει στο μυαλό σας αυτό που έχει ο θεατής, της δυσκολίας μετάβασης από την κωμωδία στο δράμα και μάλιστα το τόσο σκληρό όσο αυτό;

Η ζωή μας είναι χαραγμένη πάνω σε λευκά και μαύρα τετράγωνα. Το γέλιο και το δράμα είναι δίπλα δίπλα. Πας σε μια κηδεία, και την ίδια στιγμή που κλαις γοερά, σκας στα γέλια. Δεν νομίζω ότι ο θεατής αντιμετωπίζει δυσκολία να σε ακολουθήσει, αρκεί κάθε φορά να είσαι ειλικρινής. Έτσι κι αλλιώς, όλα, και στη δουλειά και στη ζωή μου, τα αντιμετωπίζω με χιούμορ. Και σε αυτή την παράσταση, υπάρχουν νησίδες χιούμορ. Σε αυτό βρήκαμε και το πρώτο σημείο σύγκλισης με τον Περικλή Κοροβέση. Όλη του αυτή την εμπειρία, όλη του τη ζωή καλύτερα, την γελάει. 

– Εσείς διαβάζοντας αυτό το έργο ή και περιγραφές ανθρώπων που βασανίστηκαν από το καθεστώς, τι σχηματίζετε μέσα σας ως συναίσθημα; Το λέω και σε σχέση με αυτή τη δημοφιλή μπαρούφα που λένε στην πολιτική «αυτό είναι Χούντα».

Μπαρούφα είναι μια κομψή λέξη. Εγώ θα χρησιμοποιούσα πολύ βαρύτερες. Όταν διάβασα το βιβλίο, ακόμα και τώρα που παρακολουθώ τις παραστάσεις κάθε βράδυ, το αίσθημα της απόγνωσης με πνίγει. Αισθάνομαι ενοχές που δεν μπορώ να κάνω κάτι να τον σώσω. Και δίπλα σ’ αυτό, η εκδίκηση.

Γι’ αυτό έκανα αυτή την παράσταση, για να τους ξεμπροστιάσω, να τους στήσω στον τοίχο, να μην ξεχαστούν ούτε οι πράξεις, ούτε τα ονόματά τους. Πέρυσι δέχτηκα ένα τηλέφωνο από την κόρη ενός βασανιστή του Περικλή. Με ρωτούσε αν θα μπορούσε να δει την παράσταση. Της είπα ότι είναι ευπρόσδεκτη, αν φυσικά μπορεί να παρακολουθήσει τη βαναυσότητα του πατέρα της. Μου απάντησε ότι αυτή τουλάχιστον, κατάφερε να τον συγχωρήσει. Δεν έμαθα αν ήρθε ποτέ.     

– Πιστεύετε ότι οι κοινωνίες μαθαίνουν από τα λάθη τους;

Μάλλον βραχυπρόθεσμα, όσο η πληγή είναι ακόμα νωπή. Γι’ αυτό επαναλαμβάνουν τα λάθη τους. Η μελέτη της ιστορίας είναι το φάρμακο για τις κοινωνίες. Σε αυτό η ελληνική κοινωνία έχει αποτύχει. Χρειαζόμαστε ένα σχολείο που να προωθεί τη μελέτη εις βάθος, που να υπερβαίνει την απομνημόνευση και να επιβραβεύει τη σκέψη, ακόμα και την πιο ανατρεπτική.  Χρειαζόμαστε επετείους και εορτασμούς που μας φέρνουν αντιμέτωπους με την αλήθεια και ανατροφοδοτούν συνεχώς την ταυτότητά μας. Χρειάζεται καμιά φορά να γκρεμίσεις τους ήρωές σου, όταν τελικά αυτοί αποδειχτούν επίπλαστοι.

– Υπάρχει κάποια εξελικτική πορεία στο μυαλό σας σε σχέση με όσα έχετε κάνει από το ξεκίνημα σας; Αν δηλαδή κάθε σας βήμα το βλέπετε ως έναν κρίκο στην αλυσίδα ή ως χάραγμα ενός εντελώς διαφορετικού μονοπατιού.

Αυτός ο κόσμος δεν με χωράει. Θέλω να τον αλλάξω. Τα πρώτα χρόνια δεν μπορούσα να χαρώ τη δουλειά, γιατί στόχευα στο σύνολο. Μετά κατάλαβα, ότι πρέπει να ψάχνεις τον ένα. Και λέω, έστω κι έναν να μετατοπίσω, έστω κι έναν να κερδίσω, είμαι ευτυχισμένος. Έγινα καλλιτέχνης, διάλεξα τα όπλα μου κι ορμάω. Οπότε, ναι, κάθε μέρα μου, είναι ένα βήμα στο μονοπάτι της ουτοπίας μου.

– Ως ηθοποιός μπορεί να κληθείτε να αποδεχτείτε έναν ρόλο που μπορεί να μη σας κάνει το λεγόμενο κλικ, αλλά λόγω βιοποριστικής ανάγκης να το κάνετε. Ως σκηνοθέτης είναι όλα επιλογές σας και τα πάντα καταλήγουν σε εσάς. Υπάρχουν στιγμές που αυτό να σας γίνεται βάρος εσωτερικά;

Είμαι από τους τυχερούς, που μέχρι τώρα δεν έχω αναγκαστεί να συμμετέχω σε δουλειές που δεν πιστεύω καλλιτεχνικά. Γενικά λέω πολλά όχι, και έχω και μια λίστα με ανθρώπους που δεν επιθυμώ να δουλέψω μαζί τους. Αν έχεις ένα όραμα για τη δουλειά σου, την εξέλιξή σου, πρέπει να το υπηρετείς με οποιοδήποτε κόστος, κι ας μείνεις για ένα διάστημα κι εκτός σκηνής.

– Αν ήσασταν ένας φύλακας, ποια πράγματα, υλικά ή άυλα, θα θέλατε να κρατήσετε προστατευμένα από τη δουλειά σας;

Για μένα το παν στη δουλειά μας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Κι ευτυχώς έχω κάνει πολλούς φίλους. Αυτή την αγάπη, που μοιραζόμαστε, θέλω να προστατεύσω. Γιατί στο τέλος, μόνο αυτή θα μείνει, δίπλα σε φωτογραφίες και μακέτες παραστάσεων.  

Συντελεστές:

Διασκευή: Άνδρη Θεοδότου

Σκηνοθεσία: Μάνος Βαβαδάκης

Σκηνικά-Κοστούμια: Γιωργίνα Γερμανού

Μουσική: Φάνης Ζαχόπουλος

Μουσική Παραγωγή: Ορέστης Πετράκης

Κίνηση: Μυρτώ Γράψα

Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου

Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Γεωργακοπούλου

Βοηθός σκηνογράφου: Τίνα Μαρινάκη

Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου

Παίζουν οι: Νέστωρ Κοψιδάς, Θεοδώρα Γεωργακοπούλου, Ελένη Ζαχοπούλου, Άρης Λάσκος

Πληροφορίες: Θέατρο Τέχνης, Πεσματζόγλου 5, Παραστάσεις: Δευτέρα-Τρίτη στις 21:00 ως 18-2-2020, Διάρκεια: 90 λεπτά

Για πληροφορίες δες εδώ αναλυτικότερα.