«Αν δεν υπήρχε ο Κουν να μου πει: ”Είσαι λαπάς, βγάλε τα σπλάχνα σου στο πιάτο”, πώς θα τα έβγαζα; Τώρα ποιος δάσκαλος θα πει κάτι παρόμοιο σε ένα νέο παιδί;». Με αυτά τα λόγια η Ελένη Χατζηαργύρη περιγράφει πώς ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης πήρε στα χέρια του ένα νεαρό κορίτσι από την Χαλκίδα και της έδωσε τα εφόδια για να μετεξελιχθεί στην «Μεγάλη Κυρία» του αρχαίου δράματος.
Ο πάντα δύσκολος και πολλές φορές δύστροπος και πάντοτε απόλυτος Κάρολος Κουν την εμπιστεύτηκε σχεδόν αμέσως. Από την στιγμή που αντάμωσαν οι δρόμοι της στην Σχολή του Θεάτρου Τέχνης αντιλήφθηκε πως εκείνη είχε αυτό το «κάτι» που χρειαζόταν για να διαπρέψει. Κι εκείνη με την σειρά της ανταπόδωσε την εμπιστοσύνη του με μια καριέρα κατά την διάρκεια υπηρέτησε το θέατρο όσο ελάχιστοι.
Διακρίθηκε κυρίως στο αρχαίο δράμα, στις τραγωδίες, όπου ερμήνευσε σχεδόν κάθε μεγάλο ρόλο στην γεμάτη 20ετία (από το 1962 έως το 1982) που παρέμεινε ως πρωταγωνίστρια στο Εθνικό Θέατρο. Μήδεια, Εκάβη, Ηλέκτρα, Άλκηστις, Ιοκάστη, Αγαύη, Διηάνειρα είναι μόνο μερικοί από αυτούς. Και όπως είχε πει κάποτε σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή», είχε μια πληρέστατη καριέρα χωρίς εκείνη ποτέ να επιδιώξει να πάρει κάποιον ρόλο. Το «τρυποφουντούκιον σύστημα». «Τι σημαίνει αυτό; Ότι κάθεσαι στη φωλιά σου και σου ‘ρχονται. Ουδέποτε έχω επιδιώξει οτιδήποτε», έλεγε.
Ακόμη και το να βρεθεί στο χώρο ήρθε τυχαία. Διάβαζε στην βιβλιοθήκη της Σκουλούδη η οποία κάποια στιγμή της είπε ότι της άρεσε η φωνή της. Συνέχισε κάνοντας λόγο για έναν νεαρό –τότε- σκηνοθέτη που ανέβαζε ρωσικά έργα κι έτσι βρέθηκε ενώπιον του Καρόλου Κουν να φοιτά στη Σχολή του, αφήνοντας για πάντα το σχολείο πριν καν πάρει απολυτήριο.
Στο θέατρο ήταν ένα φυσικό και ατόφιο ταλέντο που εκτός από το αρχαίο ρεπερτόριο, μπόρεσε να ερμηνεύσει μεγάλους κλασικούς ρόλους, ελληνικών και ξένων έργων, ενώ αργότερα και για 30 ολόκληρα χρόνια δίδαξε και η ίδια σε δραματικές σχολές, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Εθνικού.
Αν και πρωτοεμφανίστηκε το 1942 με το έργο «Ρόσμερσχολμ» του Ιψεν, σε ηλικία μόλις 17 ετών και ούσα ήδη παντρεμένη με τον πρώτο σύζυγό της του οποίου κράτησε έκτοτε το επώνυμο, το ευρύ κοινό αντιλήφθηκε την ύπαρξή της μέσω του κινηματογράφου.
Περίπου μια δεκαετία αργότερα και συγκεκριμένα το 1952 παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Η Αγνή του λιμανιού», υποδυόμενη την ομώνυμη γυναίκα. Μια εκδιδόμενη στην Τρούμπα, σε ένα κοινωνικό δράμα σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα.
Σύμφωνα με το σενάριο, η Αγνή θέλει να εκδικηθεί τον πατέρα της που την εγκατέλειψε με αποτέλεσμα να βρεθεί πόρνη στην Τρούμπα, επιχειρώντας να καταστρέψει τον θετό του γιο, τον οποίο υποδύεται ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Πώς; Αποπλανώντας τον, αν και τελικά τον ερωτεύεται, σε αυτό το κλασικό μελόδραμα που ήταν στα… πάνω του την δεκαετία του ’50 και το φόρτε του Τζαβέλλα.
Στο φιλμ το αποτελεί μια ηθογραφία της εποχής, η Ελένη Χατζηαργύρη δίνει το δικό της ρεσιτάλ ερμηνείας, παρά το γεγονός ότι δεν προοριζόταν αρχικά εκείνη για τον ρόλο. Η αρχική σκέψη ήταν η Μελίνα Μερκούρη, αλλά για λόγους που δεν έγιναν ποτέ γνωστοί, ο Φιλοποίνην Φίνος αντέδρασε έντονα με την επιλογή, δεν προχώρησε με την μετέπειτα υπουργό Πολιτισμού και προτίμησε την 27χρονη –τότε- ηθοποιό εργαζόταν στο Εθνικό Θέατρο συμμετέχοντας σε παραστάσεις που ανέβαζαν τεράστιοι σκηνοθέτες όπως ο Κάρολος Κουν, ο Φώτος Πολίτης και ο Αλέξης Μινωτής!
Η ταινία στην οποία κάνει εμφάνιση και ο Μάνος Χατζιδάκις που είχε γράψει και την μουσική, αποτέλεσε μεγάλη εμπορική επιτυχία κόβοντας 165.742 εισιτήρια, ενώ η Ελένη Χατζηαργύρη απέσπασε εξαιρετικές κριτικές για την ερμηνεία της ως «Αγνή» αλλά και ως «Μαρία», μητέρα της πόρνης.
Μάλιστα ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της διπλοτυπίας, αφού υπάρχει σκηνή στην οποία εμφανίζεται ταυτόχρονα ερμηνεύοντας και τις δύο.